Πεζά

Ποίηση-Μύθια

Ο Dali & Εγώ

Θέατρο-Διάλογοι

Δοκίμια

Σχόλια-Αρθρα

Λαογραφικά

Ενδιαφέροντες

Κλασσικά

Αρχαία Ελλ Γραμμ

Διασκέδαση

Πινακοθήκη

Εικαστικά

Παγκ. Θέατρο

Πληρ-Σχολ-Επικοιν.

Φανταστικό

Ερ. Λογοτεχνία

Γλυπτ./Αρχιτ.

Κλασσικά ΙΙ

 
 

Αρχαία Ελλ Γραμμ 

Θεόφραστος: Βίος & Χαρακτήρες

   Δοκεί η παιδεία και τούτο πάντες ομολογούσιν,
                        ημερούν τας ψυχάς αφαιρούσα το θηριώδες και άγνωμον.




                                           Bιογραφικό

     Ο Θεόφραστος εγεννήθη το 372 π.Χ. στην Ἐρεσὸ της Λέσβου, τὴν πόλιν ἐκείνην εἰς τὴν ὁποίαν 240 περίπου ἔτη πρὸ αὐτοῦ εἶδε τὸ φῶς ἡ δαιμονία ποιήτρια τῆς 
ἀρχαίας Ἑλλάδος Σαπφώ. Ὁ πατήρ του ἐλέγετο Μελάντας,1 ἦτο γναφεὺς (καθαριστὴς ἐνδυμάτων) κι εἶχεν ἐργοστάσιον μὲ πολλοὺς δούλους· ἦτο λοιπὸν εὔπορος, διὸ ἔδωσεν εἰς τὸν υἱόν του λαμπρὰν ἀνατροφήν. Τὰ πρῶτα μαθήματα ἔλαβεν εἰς τὴν πατρίδα του ἀπὸ τὸν Λεύκιππον, κατόπιν μετέβη εἰς τὰς Ἀθήνας, τὴν πόλιν τότε τῶν φώτων καὶ τοῦ πολιτισμοῦ, ὅπου ἐπεδόθη εἰς τὴν φιλοσοφίαν ὡς μαθητὴς τοῦ Πλάτωνος· ὅτε δὲ οὗτος ἀπέθανε το 347 π.Χ., ἠκολούθησε τὸν Ἀριστοτέλη. Οὗτος ταχέως διέκρινε τὴν φιλομάθειαν καὶ τὴν ἔκτακτον εὐφυΐαν τοῦ μαθητοῦ του καὶ ἐξαιρετικῶς ἐξετίμησε κι ἠγάπησεν αὐτόν· διὰ τὴν μεγάλην του δὲ εὐφράδειαν, ἐνῷ πρότερον ὠνομάζετο Τύρταμος, τὸν μετωνόμασεν Εὔφραστον κι ἔπειτα Θεόφραστον2Ἀλλὰ καὶ κατ' ἄλλον θετικώτερον τρόπον ἐξεδήλωσεν τὴν πρὸς τὸν μαθητήν του ἐκτίμησιν. Ὅτε δηλ. κατά τὸ ἔτος 323 π.Χκατηγορήθη ἐπὶ ἀσεβείᾳ κι ἠναγκάσθη νὰ φύγῃ εις τη Χαλκίδαν, ἐχάρισεν εἰς τὸν Θεόφραστον τὴν πλουσίαν βιβλιοθήκην του κι ἐνεπιστεύθη εἰς αὐτὸν τὴν διεύθυνσιν τῆς Σχολῆς του3. Ἔκτοτε, ἐπὶ 25 ἔτη διηύθυνε τὴν Περιπατητικὴν Σχολὴν διδάσκων συνεχῶς κι ἀσχολούμενος εἰς ἰδιαιτέρας μελέτας. Ἡ ἐργασία ἦτο τὸ κύριον μέλημα τοῦ βίου του, ἐμελέτα, παρετήρει, ἀνεγίνωσκε, ἔγγραφε ἀδιακόπως, ὡς καταφαίνεται ἐκ τοῦ πλήθους τῶν συγγραμμάτων τὰ ὁποῖα κατέλιπε.



     Ὁ ἀγαθὸς καὶ προσηνὴς χαρακτήρ, ἡ γοητεία τῶν λόγων κι ἡ πολυμάθειά του προσείλκυσαν πλῆθος μαθητῶν ἐξ ὅλης τῆς Ἑλλάδος. Λέγεται πως έφθασαν τους 2000,4  μεταξύ τούτων ἦσαν: Μένανδρος τῆς Νέας Αττικής ΚωμωδίαςΣτράτων Λαμψακηνός, μετὰ ταῦτα καῖ διάδοχὁς του, Δημήτριος Φαληρεύςφίλος στενός, ὅστις βοήθησε νὰ ἀγοράση τὸν κῆπον, ὅπου ἐδίδασκε κι ἄλλοι. Ἡ φήμη δὲν περιωρίζετο μόνον ἐντὸς τῆς Ἑλλάδος, ἀλλὰ ἐξετείνετο πέραν τῶν ὁρίων αὐτῆς. Οἱ βασιλεῖς τῆς Μακεδονίας, Φίλιππος καὶ Κάσσανδρος κι ὁ βασιλεὺς τῆς Αἰγύπτου, Πτολεμαῖος Α' Λάγου ὁ Σωτὴρ ἐπεζήτησαν τὴν γνωριμίαv καὶ φιλίαν του.
     Ὁ βίος του διέρρευσεν εἰρηνικῶς κι ἡσύχως· 2 μόνον περιστατικὰ ἐτάραξαν ὀλίγον τὴν γαλήνην του. Κάποιος Ἀγνωνίδης τὸν κατηγόρησεν ἐπὶ ἀσεβείᾳ, διότι εἶπε κάποτε ὅτι ἡ τύχη κι ὄχι ἡ πρόνοια κυβερνᾷ τὸν κόσμον· οἱ δικασταὶ ὅμως ὄχι μόνον ἀπέρριψαν τὴν κατηγορίαv, ἀλλὰ κι ἐτιμώρησαν τὸν κατήγορον. Ἐπίσης κατὰ πρότασιν Σοφοκλέους τινὸς ἀπηγορεύθη διὰ ψηφίσματος τῷ 306 π.Χ.εἰς τοὺς φιλοσόφους νὰ διδάσκωσιν εἰς τὰς Ἀθήνας κο ὁ Θεόφραστος τότε ἐξωρίσθη· ἀλλὰ τὸ ἑπόμενον ἔτος τὸ ψήφισμα ἠκυρώθη κι ἐπανῆλθε γενόμενος δεκτὸς μετὰ μεγάλου ἐνθουσιασμοῦ ἐκ μέρους τῶν πολυαρίθμων φίλων καὶ μαθητῶν του, ἐξηκολούθησε δὲ διδάσκων μέχρι τοῦ θανάτου του.
     Ἀπέθανε τῷ 287 π.Χ. πλήρης δόξης κι ἡμερῶν εἰς ἡλικίαν πιθανώτατα 85 ἐτῶν, μέχρι δὲ τῆς τελευταίας του στιγμῆς εἰργάζετο κι ἐδίδασκε ἄνευ διακοπῆς, ἐπειδὴ οἱ πόδες του ἕνεκα γήρατος εἶχον ἐξασθενήσει, ἐφέρετο εἶς τὸν τόπον τῆς διδασκαλίας ἐπὶ φορείου. Πρό του θανάτου ἐνέχουν κάποιαν μελαγχολίαν κι ἀπογοήτευσιν, παρεπονεῖτο διὰ τὴ βραχύτητα τοῦ βίου, ἂν καὶ κατὰ τὸ προοίμιον μάλιστα τῶν χαρακτήρων του, ἐλυπεῖτο, διότι ἀποθνήσκει ἀκριβῶς τὴν στιγμὴν ποὺ ἤρχιζε νὰ μανθάνῃ καὶ κατηγόρει τὴν φύσιν διὰ τὴν ἀδικίαν κι ἀνοησίαν της, διότι, ἔλεγε, χαρίζει πολλὰ ἔτη εἰς ζῷα (ἐλάφους καὶ κολοιούς), τὰ ὁποῖα οὐδεμίαν ὠφέλειαν παρέχουν καὶ περιορίζει τόσον ζηλοτύπως τὸν βίον τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῷ ἡ παράτασις αὐτοῦ θὰ ἐπετρεπεν εἶς τὴν ἀνθρωπότητα νὰ ἀναπτύξῃ τὰς ἐπιστήμας καὶ νὰ τελειοποιηθῇ. Ἐκ τούτων ἀποδεικνύεται γνήσιος μαθητὴς τοῦ Ἀριστοτέλους ὁ ὁποῖος ἔλεγεν ὅτι ἡ μόνη ἡδονή, ἡ ὁποία δὲν κουράζει τὸν ἄνθρωπον, εἶναι ἡ ἡδονή τοῦ μανθάνειν.



     Ήτο κατὰ τοῦ γάμου· ἐχαρακτήριζε μάλιστα τὸν ἔρωτα ὡς ἀσθένειαν ψυχῆς ἀέργου5. Ἐπίσης οὐδέποτε ἔλαβε μέρος ἐνεργὸν εἰς τὴν πολιτικήν καθ' ἥν ἐποχὴν μάλιστα ὠργίαζον εἰς τὰς Ἀθήνας τὰ ἀριστοκρατικὰ τα δημοκρατικὰ κόμματα κι αἱ φατρίαι των μακεδονιζόντων καὶ μὴ Ἀθηναίων πολιτῶν. Ἔζη λοιπόν, καθὼς λέγει ὁ Κικέρων, ὅλως ἀφωσιωμένος εἰς τὴν ἐπιστήμην καὶ τὴν φιλοσοφίαν. Ὡς ἀληθὴς φιλόσοφος ἠρεύνα τὴν ἀλήθειαν κι ἤσκει τὴν ἀρετήν, δὲν ἐφήρμοζεν ὅμως ἠθικὴν ἀσκητικὴν κι ἀδιάλλακτον, διότι παρεδέχετο ὅτι πρὸς πλήρη εὐτυχίαν συντελοῦν ἐπίσης καὶ τὰ ἐξωτερικὰ ἀγαθά· ἐφρόντιζεν ἐπιμελῶς διὰ τὴν ἐξωτερικήν του ἐμφάνισιν, ἐνεδύετο κομψῶς κι εὐπρεπῶς, δὲν ἀπέφευγε τὰς καλὰς συναναστροφὰς κι ἡ τράπεζά του δὲν παρουσίαζε τὴ λιτότητα φιλοσοφικῆς τραπέζης· τοῦτο ἐσκανδάλιζεν ἐνίοτε ἄλλους φιλοσόφους, οἱ ὁποῖοι ἐφόρουν τραχὺν φιλοσοφικὸν τοίβωνα κι ἤσκουν αὐστηρὰν ἀσκητικὴν δίαιταν. Ήτο ὁπαδὸς τῆς μεσότητος, ἡ ὁποία κατὰ τὸν Ἀριστοτέλη εἶναι χαρακτηρισμὸς τῆς ἀρετῆς κι οὐδεὶς περισσότερον αὐτοῦ ἐγνώριζε νὰ συνδέῃ τὸ ὠφέλιμον μὲ τὸ εὐχάριστον.
     Ἡ ἀγαθότης τοῦ χαρακτῆρός του καὶ τὰ εὐγενῆ αἰσθήματά του καταφαίνονται κι ἐκ τῆς διαθήκης, τὴν ὁποίαν κατέλιπε καὶ τὴν ὁποίαν
μᾶς διέσωσε ὁ Διογένης ὁ Λαέρτιος· ἐκτὸς πολλῶν ἄλλων διατάξεων αὔτη περιέχει καὶ τὰ ἐξῆς· νὰ δοθῇ μέρος τῆς περιουσίας του εἰς τοὺς ἀνεψιούς του Μελάνταν καὶ Παγκρέοντα· νὰ ἀναρτηθῇ εἰς τὸ Λύκειον ἡ εἰκὼν του διδασκάλου του Ἀριστοτέλους· νὰ δοθοῦν εἰς τοὺς μαθητάς του ὁ κῆπος καῖ τὰ πέριξ αὐτοῦ οἰκήματα, διὰ νὰ ἐξακολουθῇ ἡ λειτουργία τῆς σχολῆς καὶ μετὰ τὸν θάνατὁν του· νὰ ἀφεθοῦν ἐλεύθεροι οἱ δούλοἰ του, εἷς δὲ ἐξ αὐτῶν, Πομπύλος, νὰ ἀναλάβῃ τὴν φροντίδα τῆς συντηρήσεως τοῦ κήπου καὶ τῆς σχολῆς· νὰ ταφῇ εἰς μίαν γωνίαν τοῦ κήπου χωρὶς περιττὰ ἔξοδα διὰ τὸν τάφον καὶ τὴν κηδείαν του. Ἡ τελευταία αὔτη διάταξις δὲν ἐξετελέσθη, διότι ὄχι μόνον οἱ μαθηταί του ἀλλ' ἅπαντες οἱ κάτοικοι τῶν Ἀθηνῶν, μικροὶ καὶ μεγάλοι, συνώδευσαν τὴν νεκρικὴν πομπὴν τιμῶντες τὸν ἄνδρα, τὸν ὁποῖον ἐν ὅσῳ ἔζη τόσον ὑπερβολικῶς ἐσέβοντο κι ἠγάπων.



     Υπῆρξε συγγραφεὺς πολυγραφώτατος· λέγεται ὅτι συνέγραψε 240 περίπου ἔργα6, τῶν ὁποίων, κατάλογο παρέχει ὁ βιογράφος του, ἐκ τῶν τίτλων δὲ αὐτῶν φαίνεται ἡ ὁμοιότης μὲ τὰ ἔργα τοῦ Ἀριστοτέλη. Ήτο πραγματικώς ἐγκυκλοπαιδικώτατος ὡς κι ὁ διδάσκαλός του κι ἠσχολήθη μὲ ὅλα τὰ θέματα, τὰ ὁποῖα κι ἐκεῖνος ἐπραγματεύθη. Μεταφυσική, ἠθική, πολιτική, νομοθεσία, λογική, ψυχολογία, ρητορική, ποιητική, ζωολογία, βοτανική, ἱστορία τῶν ἐπιστημῶν κ.λπ. ἐξητάσθησαν κι ὑπ' αὐτοῦ, ἀλλ' ὄχι μὲ τὸ δημιουργικὸν ἐκεῖνο πνεῦμα τοῦ Ἀριστοτέλους· ἔργον αὐτοῦ ἐθεώρησε νὰ ἐπεξηγήσῃ, ἑρμηνεύσῃ καὶ συμπληρώσῃ τὰ θέματα ταῦτα, τὰ ὁποῖα τόσον ἐπιστημονικῶς εἶχεν ἀναπτύξει ὁ διδάσκαλός του· εἰς τὸ ἔργον δὲ τοῦτο ἔδειξε πολυμάθειαν καὶ διαύγειαν κρίσεως ἀπαράμιλλον. Ἡ ἐπιστημονικὴ περιέργειά του ἦτο ἀκόρεστος· διὰ τοῦτο ὄχι μόνον προβλήματα ποικιλώτατα ἐπιστημονικά, ἀλλὰ καὶ θέματα πολλάκις μικρὰ κι ἀσήμαντα ἐπέσυρον τὴν προσοχήν του· ἔγραψε π.χ. ἐκτὸς πολλῶν ἄλλων, περὶ ἀνέμων, πυρός, λίθων, μέλιτος, βροχῆς, καταιγίδος, ὀσμῶν, ἱδρῶτος, ζάλης, κοπώσεως, ἀσθενείας νεύρων, λιποθυμίας, περὶ ἰχθύων δυναμένων νὰ ζήσουν ἐκτὸς τοῦ ὕδατος, περὶ ζώων τὰ ὁποῖα ἀλλάσσουν χρῶμα, κ.τ.λ. κ.τ.λ.
     Δυστυχῶς τῶν ἔργων του σώζονται μόνο μερικὰ ἀποσπάσματα, 2 πλήρη: Ἱστορίαι φυτῶν (εἰς 9 βιβλίἀ), Αἴτια φυτῶν (εἰς 6 βιβλία) κι ἓν μικρόν, ἀλλὰ πασίγνωστον ἔργον, οἱ Χαρακτῆρες· τὰ 2 πρῶτα εἶναι σήμερον ἀπὸ ἀπόψεως ἐπιστημονικῆς ἀπηρχαιωμένα κι ἔχουν ἐνδιαφέρον διὰ τὴν ἱστορίαν μόνον τῆς βοτανικῆς. Ὁ πολυγραφώτατος λοιπὸν Θεόφραστος ἔγινε γνωστότατος εἰς τοὺς μεταγενεστέρους κυρίως διὰ τῶν Χαρακτήρων του.
------------------------------
 1 Ἐσφαλμένως ὁ Σουΐδας ἀναφέρει ὅτι ὁ πατὴρ τοῦ Θεοφράστου ὠνομάζετο Λέων· τὁ ὄνομα τοῦτο εἶχεν ὁ ἀδελφός του, εἰς τοῦ ὁποίου τοὺς δύο υἱούς, Μελάνταν καὶ Παγκρέοντα, ἐκληροδότησεν ὁ Θεόφραστος μέρος τῆς περιουσίας του.
 2 Ὁ Ἀριστοτέλης συγκρίνων τὸν Θεόφραστον πρὸς ἄλλον ἐπίσης εὐφυῆ καὶ φιλομαθῆ μαθητήν του, τὸν Κλεισθένη, ἔλεγεν ὅτι ὁ πρῶτος εἶχεν ἀνάγκην χαλινοῦ ὁ δὲ δεύτερος κέντρου. Ὁ Διογένης Λαέρτιος (IV, 6) ἀναφέρει ὅτι κι ὁ Πλάτων εἶπε τὸ αὐτὸ συγκρίνων τοὺς μαθητάς του Ξενοκράτη καὶ Ἀριστοτέλη.
 3 Ὁ Γέλλιος (Noct. Att. XIII, 5, 3) ἀναφέρει περὶ τῆς διαδοχῆς τοῦ Ἀριστοτέλους τὰ ἐξῆς: Ὁ Ἀριστοτέλης αἰσθανόμενος τὸ τέλος του ἐζήτησε νὰ τοῦ δώσουν οἶνον ῾Ρόδιον, ἀφοῦ δὲ τὸν ἐδοκίμασεν, ἐζήτησε καὶ Λέσβιον οἶνον, δοκιμάσας δὲ καὶ αὐτὸν εἶπεν ὅτι ὁ Λέσβιος τοῦ ἀρέσει περισσότερον, ὑποδείξας δι' αὐτοῦ τοῦ τρόπου ὅτι προτιμᾷ ὡς διάδοχόν του τὸν Θεόφραστον ἀπὸ τὸν ῾Ρόδιον Εὔδημον, ὁ ὁποῖος ἐπίσης εἶχε πολλὰς συμπαθείας εἰς τὴν σχολήν.
 4 Ὁ Ζήνων, ἱδρυτὴς τῆς Στωϊκῆς φιλοσοφικῆς σχολῆς, ἔλεγεν ἀπὸ ζηλοτυπίαν, ὅτι ὁ χορὸς τοῦ Θεοφράστου περιεῖχε περισσοτέρους μουσικούς, εἰς τὸν ἰδικόν του ὅμως ὑπῆρχε μεγαλυτέρα συμφωνία κι ἁρμονία.
 5 Θεόφραστος ἐρωτηθεὶς τί ἐστιν ἔρως; πάθος, ἔφη, ψυχῆς σχολαζούσης (Wimmer, Theophrasti Fragm. CXIV σελ. 197).
 6 Λέγεται ὅτι κάποιος μαθητὴς καὶ θερμὸς ὁπαδὸς τοῦ Θεοφράοτου εἶχε τὴν ὑπομονὴν νὰ μετρήσῃ καὶ τοὺς στίχους ὅλων τῶν ἔργων κι εὔρεν ὅτι ἀνήρχοντο εἰς 230810.
-----------------------------

                                           Το Έργο

     Ἡ λέξις χαρακτὴρ7 (ἐκ τοῦ χαράσσω) δηλοῖ πρῶτον ὀξὺ σιδηροῦν ἐργαλεῖον μὲ τὸ ὁποῖον χαράσσονται ἐπὶ ξύλου, μαρμάρου ἢ χαλκοῦ
διάφορα γράμματα ἢ σημεῖα, ἔπειτα δέ κι αὐτά ταῦτα τὰ χαρασσόμενα· ἀλλ' ἐπειδὴ τὰ σημεῖα ταῦτα συντελοῦν καὶ πρὸς διάκρισιν τοῦ
ἀντικειμένου ἐπὶ τοῦ ὁποίου χαράσσονται ἀπὸ ἄλλα, ἡ λέξις χαρακτὴρ προσέλαβε καὶ τὴν σημασίαν τοῦ διακριτικοῦ γνωρίσματος. Πρῶτος ὁ
Θεόφραστος μετεχειρίσθη τὴν μεταφορικὴν ταύτην σημασίαν ἐπὶ γνωρισμάτων ὄχι ἐξωτερικῶν, σωματικῶν, ἀλλὰ ἐσωτερικῶν, ψυχικῶν, ἢ
τοῦ ἤθους διαφόρων ἀτόμων, διὰ τοῦτο κι Ἠθικοὶ Χαρακτῆρες ἐπωνομάσθη τὸ ἔργον του κι ὑπὸ τὸν τίτλον τοῦτον δὶς ἀναφέρεται ὑπὸ
τοῦ βιογράφου του εἰς τὸν κατάλογον. Ἔκ τινων χειρογράφων ἦτο ἤδη γνωστὸν ὅτι οἱ Χαρακτῆρες ἀνήρχοντο εἰς 30· ἐκ τούτων ὅμως ἦσαν γνωστοὶ 15 μόνον κατὰ τὸ ἔτος 1527, ὅτε ἔγινε ἡ πρώτη αὐτῶν ἔκδοσις· βραδύτερον, το 1552 ἀνευρέθησαν ἄλλοι 8, καὶ κατὰ τὸ 1599 ἀκόμη 5· ὑπελείποντο λοιπὸν πρὸς συμπλήρωσιν 2, οἱ ὁποῖοι ἀνεκαλύφθησαν μετὰ 2 περίπου αἰωνας τὸ ἔτος 1786.
     Τῶν Χαρακτήρων προηγεῖτο ἐπιστολὴ τοῦ Θεοφράστου δῆθεν πρός τινα φίλον Πολυκλέα ὡς πρόλογος ἢ προοίμιον αὐτῶν. Διὰ τῆς ἐπιστολῆς ταύτης ὁ συγγραφευς ἐξηγεῖ τὸν λόγον, διὰ τὸν ὁποῖον ἔγραψε τοὺς Χαρακτῆρας· ἀλλ' ὁ λὁγος αὐτὸς ὡς κι αἱ περιεχόμεναι εἰς τὴν ἐπιστολὴν σκέψεις καὶ τὸ λεκτικόν αὐτῆς ὕφος εἶναι τοιαῦτα, ὥστε ἅπαντες σχεδὸν οἱ κριτικοὶ καὶ φιλόλογοι ἀρνοῦνται τὴν γνησιότητα αὐτῆς, διὰ τοῦτο δὲ καὶ δὲν περιλαμβάνεται πλέον εἰς τὰς νεωτέρας ἐκδόσεις8. Ὁμοίως ὡς μεταγενέστεραι προσθῆκαι Βυζαντινῆς Εποχῆς θεωροῦνται δικαίως καὶ τὰ ἠθικά συμπεράσματα, τὰ ὁποῖα εὑρίσκονται προσηρτημένα ὡς ἐπίλογοι εἰς τὸ τέλος τῶν Χαρακτήρων 1, 2, 3, 6, 8, 17, 29.
     Ποία λοιπὸν ἦτο ἡ ἀρχικὴ μορφὴ καὶ τίς ἡ φύσις καὶ ὁ σκοπὸς τοῦ πρωτοτύπου τούτου εἰς τὴν ἀρχαίαν λογοτεχνίαν ἔργου; Εἶναι ἆρά γε
αὐτοτελὲς ἢ εἶναι ἀπάνθισμα ἐξ ἄλλων ἔργων τοῦ συγγραφέως; Τὸ ζήτημα τοῦτο ἀπησχόλησε καὶ ἀπασχολεῖ ἀκὁμη τοὺς κριτικοὺς καὶ φιλολόγους, πρὸς λύσιν δὲ αὐτοῦ πολλαὶ καὶ ποικίλαι διετυπώθησαν γνῶμαι. Ὁ Petersen9 κι ὁ Diels10 ὑποθέτουν ὅτι οἱ Χαρακτῆρες εἶναι ἀπάνθισμα ἐκ τῶν ἀπολεσθέντων ἔργων τοῦ Θεοφράστου Περὶ Ρητορικῆς Ηθικῆς, ὁ Casaubon κι ὁ Christ11 ὅτι εἶναι συλλογὴ ἐκ τοῦ ἐπίσης ἀπολεσθέντος ἔργου Περὶ Kωμῳδίας, ὁ Gomperz12 ὅτι εἶναι ὑπομνήματα αὐτοῦ τοῦ Θεοφράστου ἀνάλογα πρὸς τὰ ὑπομνήματα τοῦ Ἀριστοτέλους διὰ τὴν συγγραφὴν μεγάλου ἔργου περὶ Ηθικῆς, ὁ P. van de Woestine13 ὅτι εἶναι συλλογὴ τοῦ Θεοφράστου κατὰ τὸν τρόπον τῶν κωμικῶν ποιητῶν, ὅπως χρησιμεύσῃ ὡς βάσις τοῦ μεγάλου ἔργου του περὶ Κωμῳδίας, ὁ G. Pasquali14 ὅτι εἶναι γραπταὶ προπαρασκευαὶ τοῦ Θεοφράστου διὰ τὰ μαθήματά του κι ἄλλοι τέλος ὅτι εἶναι ὑποδείγματα διὰ τοὺς μαθητὰς εἰς τὴ Ρητορικήν, ἀλλ' οὐδεμία τῶν ὑποθέσεων τούτων εἶναι ἱκανοποιητική.



     Διάφορον τῶν ἀνωτέρω κι ὅλως νέαν θεωρίαν διετύπωσεν ὁ Aug. Rostagni15. Κατ' αὐτὸν οἱ Χαρακτῆρες τοῦ Θεοφράστου δὲν ἀνήκουν οὔτε εἰς τὴν Ἠθικήν οὔτε εἰς τὴν Ρητορικήν του, ἀλλὰ σχετίζονται πρὸς τὴν Ποιητικὴν του Ἀριστοτέλους. Εἰς τὸ ἔργον τοῦτο, λέγει, ὁ Ἀριστοτέλης διακρίνει τέσσαρα συστατικὰ μέρη τῆς Ποιήσεως· τὸν μῦθον, τὰ ἤθη, τὴν διάνοιαν καὶ τὴν λέξιν· ἕκαστον τούτων ἀπῄτει, φυσικά, ἰδιαιτέραν ἀνάπτυξιν. Τὰ ἤθη δὲ πάλιν διαιροῦνται, κατὰ τὸν Ἀριστοτέλην, εἰς δύο μεγάλας κατηγορίας ἤτοι τὰ σπουδαῖα ἤθη, κατάλληλα διὰ τὴν τραγῳδίαν, καὶ τὰ φαῦλα, κατάλληλα διὰ τὴν κωμῳδίαν καὶ μάλιστα τὴν Νέαν. Τοιαῦτα λοιπὸν φαῦλα ἤθη περιγράφει ὁ Θεόφραστος εἰς τοὺς 30 Χαρακτῆράς του16· ἑπομένως τὸ ἔργον του εἶναι ἀνάπτυξις καὶ συμπλήρωσις τὴς Ποιητικὴς τοὺ Ἀριστοτέλους.
Ὁ τελευταῖος ἐκδότης τῶν, Navarre, εὑρίσκει μὲν τὴν γνώμην του Rostagni πιθανωτέραν τῶν ἄλλων, δὲν παραδέχεται ὅμως αὐτὴν, διότι νομίζει ὅτι εὗρε τὴν κλεῖδα τοῦ προβλήματος εἰς χωρίον τοῦ Φιλοδήμου (περὶ κακιῶν βιβλ. 10 ἔκδ. C.Jenser 1911). Ἐκεῖ δηλ. γίνεται λόγος περὶ τῶν Χαρακτηρισμῶν τοῦ Ἀρίστωνος, ὁ ὁποῖος ἔζησε περὶ τὰ τέλη τοῦ 3 αἰ. π.Χ. καὶ συνέγραψε τὸ ἔργον τοῦτο, τοῦ ὁποίου τὸ ὕφος κι ἡ μορφή κι εἰς τὰς ἐλαχίσταςλεπτομερείας, δὲν διαφέρει τῶν Χαρακτήρων, φαίνεται λοιπὸν ὅτι εἶναι ἀκριβὴς ἀπομίμησις αὐτῶν. Αλλ' οἱ Χαρακτηρισμοὶ τοῦ Ἀρίστωνος δὲν εἶναι ἔργον αὐτοτελές· ἀπετέλει τὸ τέλος ἠθικοῦ συγγράμματός του, Περὶ τοῦ κουφίζειν ὑπερηφανίας, εἰς τὸ ὁποῖον μετὰ τὴν περιγραφὴν τῶν μέσων πρὸς καταπολέμησιν τῆς ὑπερηφανίας εἶχεν ἐπισυνάψει καί τινας τύπους ὑπερηφάνων: αὐθάδης, αὐθέκαστος, παντειδήμων, εἴρων κι ἄλλους. Εἶναι λοιπὸν πολὺ φυσικόν, συμπεραίνει ὁ Navarre, νὰ ὑποθέσῃ τις ὅτι ὁ Ἀρίστων ἠκολούθησεν εἰς τὴν σύνθεσιν τοῦ ἔργου του τὸ παράδειγμα τοῦ Θεοφράστου· ἑπομένως κι οἱ Χαρακτῆρες ἦσαν εἰς τὴν ἀρχὴν συλλογὴ διαφόρων τύπων, οἱ ὁποῖοι ἐχρησίμευον ὡς συμπεράσματα καὶ συγκεκριμένα παραδείγματα εἰς κάποιον ἐγχειρἰδιον θεωρητικῆς Ἠθικῆς κι ὡς παράρτημα αὐτοῦ· ἐπειδὴ δὲ ὁ σύνδεσμος αὐτῶν πρὸς τὸ ὅλον ἔργον ἦτο τεχνητὸς κι ἀσθενής, ἀπεσπάσθησαν ἐνωρὶς ἤδη ἀπ' αὐτοῦ.
     Ἐκ τῶν ἀνωτέρω γίνεται φανερὸν ὅτι ἅπαντες οἱ νεώτεροι κριτικοὶ καὶ φιλόλογοι παραδέχονται μὲν ὅτι οἱ Χαρακτῆρες εἶναι ἔργον τοῦ
Θεοφράστου (διότι καὶ περὶ τῆς γνησιότητος αὐτῶν διετυπώθησαν μερικαὶ ἀμφιβολίαι), διαφωνοῦν ὅμως ὡς πρὸς τὸν τρόπον τῆς συνθέσεως αὐτῶν, διότι ἄλλοι μὲν παραδέχονται, ὅτι εἶναι ὑπομνήματα αὐτοῦ τοῦ Θεοφράστου πρὸς συγγραφὴν ἄλλου μεγαλυτέρου ἔργου, ἄλλοι δὲ ὅτι εἶναι συλλογὴ ἢ ἐπιτομὴ ἔργων του ἀπολεσθἐντων, ἡ ὁποία ἔγινε βραδύτερον, ἀλλ' οὐδεὶς ἐξέφρασε γνώμην ὅτι πιθανὸν νὰ πρόκειται καὶ περὶ ἔργου αὐτοτελοῦς καὶ ἀνεξαρτήτου, ἂν κι ὁ Λαέρτιος κι ὁ Σουΐδας ὡς τοιοῦτον ἀναφέρουν αὐτό, ὡς τοιοῦτον δὲ φαίνεται ὅτι τὸ εἶχεν ὑπ' ὅψιν καὶ ὁ Σάτυρος17, ὁ ὁποῖος ἔγραψεν ἐπίσης κατ' ἀπομίμησιν ἀκριβῆ Χαρακτῆρας. Εἶναι ἀληθὲς ὅτι ἡ σημερινὴ μορφὴ τῶν Χαρακτήρων, ἄνευ προλόγου ἢ προοιμίου (διότι, ὡς εἴπομεν, τὸ ὑπάρχον εἶναι ἀσφαλῶς νὁθον), ἄνευ ἐπιλόγου κι ἄνευ συνοχῆς τοῦ ὅλου, δὲν ἐπιτρέπει τοιαύτην ἐκδοχήν· ἀλλὰ τίς μᾶς βεβαιοῖ ὅτι τοιαύτη ἦτο καὶ ἡ ἀρχική των μορφὴ καὶ ὅτι δὲν ἠκρωτηριάσθησαν εἶτε εἰς τὴν ἀρχὴν εἴτε εἶς τὸ τέλος μετὰ τόσας περιπετείας τὰς ὁποίας, ὡς γνωστόν, ὑπέστησαν τὰ συγγράμματα τοῦ Θεοφράστου; Πιθανὸν λοιπὸν ἡ ἔμφυτος φιλομάθεια καὶ περιέργεια, ἡ ὁποία εἶλκυσε τὴν προσοχήν του πρὸς τόσον πολλά καὶ ποικίλα θέματα, νὰ συνετέλεσε κι εἰς τὴν σύνθεσιν τῶν Χαρακτήρων· ὅπως δηλαδή περιέγραψε ζῷα καὶ φυτὰ καὶ μάλιστα ἐκ τῶν σπανίων καὶ περιέργων, κατ' αὐτὸν τόν τρόπον ἴσως ἠθέλησε νὰ περιγράψῃ καὶ τὸ ἦθος ἀνθρώπων μὲ ἰδιάζοντα ἐλαττώματα18. Οἱ Χαρακτῆρες δὲν ἔχουν λογοτεχνικὸν ἢ ἠθικόν τινα σκοπόν, εἶναι ἁπλῶς ψυχολογικαί περιγραφαί κι ὀφείλονται εἰς τὸ ἐπιστημονικὸν ἐνδιαφέρον καὶ τὸ ἐρευνητικὸν πνεῦμα αὐτοῦ19. Ἄλλωστε τοιαύτη τάσις πρὸς τήν ἔρευναν ὑπῆρχε κατὰ τὴν ἐποχήν του, ὡς γίνεται φανερὸν ἐκ τῆς Νέας Ἀττικῆς Κωμῳδίας· εἰς τὴν τάσιν αυτήν ἔδωσε μάλιστα ακριβεστέραν κατεύθυνσιν καὶ μεγαλυτέραν ἐπέκτασιν διὰ τού έργου του.
     Ὁ χρόνος όπου συνετάχθησαν εἶναι δύσκολον νὰ καθορισθῇ. Ὁ Cichorious (Rhein. Mus. LVII) ἔκ τινων ἱστορικῶν ὑπαινιγμῶν περιεχομένων εἰς τοὺς Χαρακτῆρας 8 κι 23 ὑποθέτει, ὅτι τὸ ἔργον ἐγράφη κατὰ τὸ 317 π.Χ. Ἄλλοι ὁρίζουν ὡς τὸ χρονικὸν διάστημα μεταξὺ τῆς πτώσεως τοῦ Φωκίωνος καὶ τῆς ἀρχῆς Δημητρίου Φαληρέως. Πιθανωτέρα εἶναι ἡ γνώμη τοῦ Gomperz ὁ ὁποῖος παραδεχόμενος ὅτι οἱ Χαρακτῆρες εἶναι ὑπομνήματα ἢ σημειώματα ἀποφαίνεται ὅτι δὲν ἐγράφησαν ὅλοι συγχρόνως, ἀλλὰ κατὰ διαφόρους καιροὺς ἀναλόγως τῶν παρουσιαζομένων περιστάσεων20.
     Εἰς τὴν σύνθεσιν τῶν ἀκολουθεῖ μίαν καὶ τὴν αὐτήν μέθοδον. Πρῶτον δηλαδὴ προτάσσει θεωρητικῶς τὸν ὁρισμὸν τῆς κακίας ἢ τοῦ ἐλαττώματος κι ἔπειτα διὰ συγκεκριμένων παραδειγμάτων περιγράφει τὸ πρόσωπον, τὸ ὁποῖον ἔχει αὐτὸ τὸ ἐλάττωμα. Καὶ τοὺς μὲν ὁρισμούς ὀφείλει εἶς τὴν θεωρίαν τοῦ μεγάλου διδασκάλου του Περὶ Ηθικῆς21, τὰ δὲ παραδείγματα συνέλεξεν ὁ ἴδιος ἐκ τοῦ πραγματικοῦ βίου δι' ἀκριβοῦς παρατηρήσεως τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως.
     Ἡ γλῶσσα τὴν ὁποίαν μεταχειρίζεται δὲν εἶναι ἡ λογία καὶ λογοτεχνικὴ ἀλλὰ ἡ κοινὴ καὶ συνήθης τὴν ὁποίαν ὡμίλουν οἱ Ἀθηναῖοι κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην23. Ὕφος ἁπλοῦν κι ἀπέριττον χωρὶς ποιητικὰς ἐκφράσεις καὶ ρητορικὰ σχήματα εἶναι τὰ κύρια χαρακτηριστικά της. Ἡ σύνταξις ἐπίσης εἶναι ὁμαλὴ καὶ συνήθης· ὁ εἰδικὸς σύνδεσμος ὅτι κατόπιν λεκτικων ρημάτων, ἐνῷ ἀκολουθεῖ εὐθὺς λόγος, παρουσιάζει μόνον ἀνωμαλίαν τινά κι ἡ χρῆσις τοῦ τιοῦτος οἷος, μὲ σειρὰν ἀπαρεμφατικῶν προτάσεων ἐπαναλαμβανομένη κατὰ κόρον εἰς ὅλους τοὺς Χαρακτῆρας, προσδίδει εἰς τὸ ὕφος κάποιαν ὁμοιομορφίαν καὶ μονοτονίαν, τοῦτο ὅμως δὲν ἀπαρέσκει εἰς τὸν ἀναγνώστην, διότι ὁμοιάζει πρὸς τὰς διατυπώσεις ἐκείνας αἱ ὁποῖαι ἐπαναλαμβάνονται εἶς τὰς γεωμετρικὰς ἀποδείξεις καὶ ἔχουν κάποιαν χάριν ἕνεκα τῆς ἁπλότητος κι ἀκριβείας των. Παροιμίαι λαϊκαὶ, λέξεις καὶ φράσεις, τολμηραὶ ἐνίοτε ἀλλ' ἁρμόζουσαι εἰς τὰ πρόσωπα, τῶν ὁποίων τὰ ἐλαττώματα περιγράφει, ἀποδεικνύουν ὅτι συνέλεξεν ἀπ' εὐθείας ἐκ τοῦ στόματος τοῦ λαοῦ τὸ ὑλικόν, τὸ ὁποῖον μὲ τέχνην καὶ δεξιὁτητα ἐπεξεργάσθη. Εἰς ταῦτα ἂς προστεθῆ ὡς κύριον μάλιστα χαρακτηριστικὸν κι ἡ λεπτὴ εἰρωνεία, ἡ ὁποία ἐπανθει εἰς ὁλὁκληρον τὸ ἔργον κι ὁμοιάζει, ὡς λέγει ὁ Navarreτὰ ὁποῖα ὁ συγγραφεὺς ἀποδίδει εἰς τὰ φανταστικὰ πρόσωπά του, ἐμπνέει εἰς τὸν ἀναγνώστην ἀποστροφὴν πρὸς αὐτά, διὰ τῶν συχνὰ δὲ ἀναφερομένων ἠθῶν κι ἐθίμων εἰσάγει αὐτὸν εἰς τὸν ἀρχαῖον Ἑλληνικὸν βίον κι ἰδίως τῶν Ἀθηναίων κατὰ τὸν 4ον π.Χ. αἰ.. Ἀγορὰ, Ἐκκλησία τοῦ δήμου, πρυτανεῖον, δικαστήρια, θέατρα, παλαῖστραι, λουτρὰ, δεῖπνα, παιδιαὶ, ἑορταὶ κι ἀγῶνες ἐκτυλίσσονται ὡς ταινία κινηματογραφικὴ ἐνώπιόν του καὶ παρέχουν εἰς αὐτὸν τὴν ἐντύπωσιν, ὅτι ζῇ καὶ κινεῖται ἐντὸς τῆς κοινωνίας ἐκείνης. Ἰδοὺ διατὶ οἱ Χαρακτῆρες, ἡ Χρυσῆ Βίβλος ὡς ἐπωνομάσθησαν ἠγαπήθησαν κι ἐξετιμήθησαν κατὰ τοὺς ἀρχαίους καὶ κατὰ τοὺς νεωτέρους χρόνους24.
     Ήδη κατὰ τὴν ἀρχαιότητα ἤρχισαν νὰ καλλιεργοῦν τὸ λογοτεχνικὸν τοῦτον εἶδος κατὰ μίμησιν του. Ως συγγραφεῖς Χαρακτήρων ἀναφέρονται οἱ Περιπατητικοὶ Λύκων, Ἀρίστων καὶ Σάτυρος κι ὁ Ἐπικούρειος Φιλόδημος. Τὰ ἔργα ἀπωλέσθησαν, ἔκ τών ἀποσπασμάτων όμως ἐξάγεται ὅτι ἦσαν πολὺ κατώτερα τοῦ προτύπου. Σπουδαιοτέρα ἦτο ἡ ἐπίδρασις των εἰς τὴν Νέαν Ἀττικὴν Κωμῳδίαν· ὁ Μένανδρος, μαθητής του κι ἄλλοι κωμικοὶ ποιηταὶ φαίνεται ὅτι ἐχρησιμοποίησαν αὐτοὺς εἰς τὴν ἠθοποιΐαν τῶν ἔργων των. Μεγάλη ἐπίσης ὑπηρξεν ἡ ἐπίδρασις αὐτῶν τοὺς Βυζαντινοὺς Χρόνους καὶ καθ' ὅλην τὴν διάρκειαν τοῦ Μέσου Αἰῶνος, ὅτε ἐπιμελως ἀνεγινώσκοντο, ἐσχολιάζοντο κι ἀντεγράφοντο, ὡς μαρτυρεῖ τὁ πλῆθος τῶν σωζομένων χειρογράφων, ἐκ τῶν ἠθικῶν δὲ συμπερασμάτων, τὰ ὁποῖα, ὡς εἶδομεν, εἶναι ὡς ἐπίλογοι προσηρτημένα εἴς τινας χαρακτῆρας, φαίνεται ὅτι ἐχρησιμοποιοῦντο κι ὡς διδακτικὸν βιβλίον εἰς τὰ σχολεῖα.
     Κατὰ τοὺς νεωτέρους χρόνους, ὅτε διὰ τῆς τυπογραφίας τὰ κλασσικὰ ἔργα διεδόθησαν εἰς ὅλον τὸν πεπολιτισμένον κόσμον, ἡ πρὸς τοὺς
Χαρακτῆρας τοῦ Θεοφράστου ἐκτίμησις κι ἀγάπη ἐξεδηλώθη ἀκόμη περισσότερον. Ἐκδόσεις κατὰ διαφόρους τόπους καὶ μεταφράσεις εἰς
πολλὰς Εὐρωπαικὰς γλώσσας, σχόλια καὶ διατριβαὶ ὑπὸ πλείστων σοφῶν καὶ λογίων κατέστησαν τὸ ἔργον του κτῆμα διεθνὲς καὶ τὸ ὄνομα αὐτοῦ πασίγνωστον εἰς τὸν κόσμον, πολλοὶ δὲ ἐπεχείρησαν καὶ νὰ μιμηθοῦν τὸ παράδειγμά του.
     Στο καθένα δε από τα κεφάλαιά του περιγράφεται με οξεία δηκτικότητα, απλότητα κι ακριβολογία κι από ένα πρότυπο ξεχωριστό του αντίστοιχου χαρακτήρα. Έτσι οι χαρακτήρες που αναλύονται στο έργο αυτό, είναι οι εξής: Ο είρωνας, ο κόλακας, ο φλύαρος, ο αγροίκος, ο φιλάρεσκος, ο αναιδής, ο πολύλογος, ο διαδοσίας, ο ξεδιάντροπος, ο μικρολόγος, ο απρεπής, ο φορτικός, ο ψευδοπρόθυμος, ο μωρός, ο αυθάδης, ο δεισιδαίμονας, ο μεμψίμοιρος, ο φιλύποπτος, ο ακάθαρτος, ο οχληρός, ο ματαιόδοξος, ο φιλάργυρος, ο αλαζόνας, ο υπερήφανος, ο δειλός, ο ολιγαρχικός, ο οψιμαθής, ο κακολόγος, ο φιλοπόνηρος κι ο αισχροκερδής.


---------------------------
  7 Τὴν σημασίαν καὶ χρῆσιν τῆς λέξεως ταύτης ὑπὸ τῶν ἀρχαίων συγγραφέων ἐξετάζει λεπτομερῶς ο B. Groningen (Mnemosyne τόμ. 58 σ. 54-57).
  8 Πρῶτος o C. G. Sοnntag διετύπωσε τὴν γνώμην, ὅτι ἡ ἐπιστολὴ αὕτη δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀνήκῃ εἰς τὸν Θεόφραστον (Dissert. in prooem. Char. Theophr. Leipzig 1787). Ὑπὲρ τῆς γνησιότητος δὲ αὐτῆς ἐκηρύχθη ὁ Μ. Η. E. Meier (Opuscula II 190).
  9 Theophr. Characteresσελ. 114.
10 Doxographi Graeci σελ. 113.
11 Christ, Griech. Litteraturgesch. σελ. 436.
12 Ueber die Charact. Theophr. Denkschr. d. Wiener Akad. 1888.
13 Revue Belge Ph. 1929 σελ. 1099-1107.
14 Sul Caratteri di Theofrasto 1918 σελ. 2.
15 Rivista di filologia classica 1920 σελ. 417-443.
16 Δὲν εἶναι ὅλως ἀπίθανος ἡ διατυπωθεῖσα ὑπό τινων γνώμη, ὅτι ὁ Θεόφραστος περιέγραψεν ἐν 
ἰδιαιτέρῳ βιβλίῳ ἐκτὸς τῶν φαύλων καὶ χαρακτῆρας χρηστοὺς κι ἐπαινετούς.
17 Σάτυρος ἦτο φιλόσοφος περιπατητικός, ἔζησε κατὰ τὸν 2ον αἰ. π.Χ. ἐπὶ Πτολεμαίου Φιλοπάτορος κι ἔγραψε κατ' ἀπομίμησιν τοῦ Θεοφράστου, Χαρακτῆρας, ἐκ τῶν ὁποίων ἀπόσπασμα ἀναφέρει ὁ Ἀθήναιος (IV, 168c).
18 Casaubon εἰς τὴν ἔκδοσίν του (1592) ἰσχυρίζεται ὅτι ἀφορμὴν πρὸς σύνθεσιν τῶν Χαρακτήρων ἔδωσεν εἰς τὸν Θεόφραστον ἡ Ἀττικὴ κωμῳδία· ἀλλ' ὁ Reich (Mimus 1, 307), διαμφισβητεῖ τὴν γνώμην ταύτην κι ἀποφαίνεται ὅτι κυρίως ἐξήσκησεν ἐπίδρασιν ἐπὶ τοῦ Θεοφράστου ὁ Μῖμος, τὸ λογοτεχνικὸν δηλαδή ἐκεῖνον εἶδος, τὸ ὁποῖν πρῶτος ἐκαλλιέργησεν ὁ Σώφρων.
19 Ἴδε Carl Hoffmann (Über das Zweckproblem von Theophrasts Charakteren, Breslau 1920).
20 Το ζήτημα τοῦτο ἐπραγματεύθη ἐκτενῶς ὁ Franz Rühl εἰς τὸ Rein. Mus. LIII 1898 σελ. 324.
21 Αὕτή γὰρ (ἡ Ἠθική) ἐστι περὶ πάθη καὶ πράξεις, ἐν δὲ τούτοις ἐστὶν ὑπερβολὴ καὶ ἔλλειψις καὶ τὸ μέσον· ἡ δὲ ἀρετὴ περὶ πάθη καὶ πράξεις ἐστίν, ἐν οἷς ἡ μὲν ὑπερβολὴ ἁμαρτάνεται καὶ ἡ ἔλλειψις ψέγεται, τὸ δὲ μέσον ἐπαινεῖται καὶ κατορθοῦται. Μεσότης τις ἄρα ἐστὶν ἡ ἀρετή, στοχαστική γε οὖσα τοῦ μέσου. (Ἠθικὰ Νικομ. Β, 6, 14).
22 Τοῦτο παρέσχε ἀφορμὴν εἴς τινας νὰ παραδεχθοῦν ὅτι καὶ οἱ ὁρισμοὶ εἶναι προσθῆκαι μεταγενέστεραι, ὡς τὸ προοίμιον κι οἱ ἐπίλογοι. Τοὐναντίον ὁ Navarre ὄχι μόνον τὴν γνησιότητα αὐτῶν δι' ἰσχυρῶν ἐπιχειρημάτων ἀποδεικνύει, ἀλλὰ καὶ τὸ ἐλλιπὲς καὶ τὴν ἀσυμφωνίαν αὐτῶν πρὸς τὰ παραδείγματα ἐπαρκῶς ἐξηγεῖ (Commentaire Introduction σελ. XXV).
23 Τὸ λεξιλόγιόν του, πλούσιον καὶ ποικίλον, περιέχει καὶ λέξεις τοῦ μεταγενεστέρου ἑλληνισμοῦ.
24 Οἱ Χαρακτῆρες, ἂν κι ἀναφέρονται εἰς τὸν ἀρχαῖον βίον, ἐμφανίζονται ὡς νεώτερον ἔργον, διότι οἱ 
ἄνθρωποι εἰς τὰς ἀδυναμίας καὶ τὰ ἐλαττωματά των εἶναι παντοῦ καὶ πάντοτε ἴδιοι.
-------------------------

                Θεόφραστος, La Bruyère & Λασκαράτος

     Εδώ θα επιχειρηθεί μια σύγκριση, μεταξύ των 3 του πρωταρχικού και των 2 μιμητών του, μιας και γράψανε ένα παρόμοιο κείμενο: ο Θεόφραστος τους Χαρακτήρες, ο Λα Μπρυγιέρ Les Caractères de Théophraste (1688) κι ο Λασκαράτος το Ιδού Ο ’νθρωπος. Έδώ λοιπόν θα πάρει πάλι το λόγο ο κύριος Εμμανουήλ Δαυίδ, από την εργασία του που εκδόθηκε το 1940 με τίτλο: Θεόφραστος Χαρακτήρες κείμενον, μετάφρασις κι ερμηνεία, απ' όπου αντλούμε μερικά κομμάτια όπως τα αρχικά. Φαίνεται άλλωστε από τη γλώσσα. Πριν όμως να πω, πως όπως αναφέρθηκε, πολλοί προσπάθησαν να τον αντιγράψουν.
     Ἐξ ὅλων των ζηλωτων καὶ μιμητῶν του ὁ μόνος ποὺ κατώρθωσε νὰ φθάσῃ εἰς τὁ ὕψος αὐτοῦ εἶναι ὁ Γάλλος Jean de La Bruyère. Οὗτος ὄχι μόνον μετέφρασε τοὺς Χαρακτῆρας εἰς τὴν Γαλλικήν, ἀλλὰ κι ὁ ἶδιος ὑπὸ τὸν αὐτὸν τίτλον ἐδημοσίευσε τὸ γνωστὸν πολύκροτον ἔργον του25. Κι ἡ μὲν μετάφρασίς του ἐχαρακτηρίσθη ὑπὸ τοῦ Κοραῆ αλλά κι ἄλλων26 ὡς μὴ φέρουσα τὴν σφραγῖδα τῆς ἀκριβείας καὶ τελειὁτητος· οἱ Χαρακτῆρές του ὅμως θεωροῦνται γενικῶς ἐφάμιλλοι, ὑπό τινων δὲ καὶ ἀνώτεροι, τῶν Χαρακτήρων τοῦ Θεοφράστου. Εἶναι ἀληθὲς ὅτι τὸ ἔργον τοῦ La Bruyère ἐμφανίζεται λογοτεχνικῶς ἀρτιώτερον καὶ τελειότερον· ἔχει πλούσιον ὑλικόν, συνοχὴν μεθοδικὴν καὶ σκοπὸν ὡρισμένον, δηλ. τὴν ἔρευναν τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως πρὸς βελτίωσιν τῆς ἀνθρωπότητος· τὸν σκοπὸν μάλιστα τοῦτον νομίζει ὅτι ἀνεκάλυψε καὶ εἶς τοὺς Χαρακτῆρας τοῦ Θεοφράστου παραπλανηθεὶς ὑπὸ του προοιμίου αὐτῶν, τὸ ὁποῖον, ὡς εἴδομεν, δὲν εἶναι γνήσιον. Τοὐναντίον εἰς τὸ ἔργον τοῦ Θεοφράστου κι ἡ ὕλη εἶναι περιωρισμένη27 κι ἡ διάταξις ἀνώμαλος καὶ τὸ κείμενον μὲ πολλὰς φθορὰς καὶ χάσματα. Ἀπὸ τῆς ἀπόψεως λοιπὸν ταύτης δὲν ἠμπορεῖ νὰ διαγωνισθῇ πρὸς τὸ ἔργον τοῦ La Bruyère, ἀλλ' ἔχει ἄλλας ἀρετάς, αἱ ὁποῖαι τοῦ ἐπιτρέπουν νὰ διαμφισβητήσῃ τὸ γέρας· αὗται δὲ εἶναι ἡ σαφήνεια, ἡ ἀκρίβεια καὶ ἡ ἁπλότης του. Πρὸς τούτοις ὁ ἄνθρωπος, τὸν ὁποῖον ἐξετάζει ὁ Θεόφραστος, δὲν εἶναι ὁ Ἀθηναῖος τοῦ 4ου αἰ. π.Χ. ἀλλ' ἐν γἐνει ὁ ἄνθρωπος παντὸς τόπου καὶ χρόνου, ἐνῷ ὁ ἄνθρωπος, τὸν ὁποῖον ἐξετάζει ὁ La Bruyère, εἶναι ὁ Γάλλος τοῦ 17ου αἰ., κυρίως ὁ Γάλλος τῆς Αὐλῆς τοῦ Λουδοβίκου ΙΔ'. Οἱ χαρακτῆρες λοιπὸν τοῦ πρώτου ἀναφέρονται εἰς ὁλόκληρον τὴν ἀνθρωπότητα, ἐνῷ οἱ τοῦ δευτέρου ἀπεικονίζουν τὴν κοινωνικὴν κατάστασιν τῆς ἐποχῆς του εἰς τὴν Γαλλίαν. Ἰδοὺ διατὶ τὸ Ἑλληνικὸν ἔργον ἔχει κῦρος γενικὸν κι αἰώνιον, ἐνῷ τὸ Γαλλικὸν ἔχει ἀξίαν οἱονεὶ μερικὴν καὶ δι' ὡρισμένην ἱστορικὴν περίοδον. Ἡ κρίσις αὕτη δὲν προέρχεται ἐκ ξένης πηγῆς, ἀλλ' εἶναι γνώμη καὶ σκέψις ὁμοεθνῶν καὶ συμπολιτῶν του.
     Ὅτε τὸ 1693 ἀνεκηρύχθη μέλος τῆς Γαλλικῆς Ἀκαδημίας, κατὰ τὴν τελετὴν τῆς ἐπισήμου ὑποδοχῆς ὁ διευθυντὴς Charpentier συγκρίνων εἰς τὸν Ἀκαδημαϊκόν του λόγον τοὺς δύο καὶ τὰ ἔργα των δὲν ἐδίστασε νὰ δώσῃ τὰ πρωτεῖα εἰς τὸν Ἕλληνα. Εἰς τὸ αὐτὸ σχεδὸν συμπέρασμα κατέληξεν ἐσχάτως κι ὸ Νavarre, ὁ ὁποῖος παραβάλλων τοὺς Χαρακτῆρας Θεοφράστου καὶ La Bruyère28 ἐξαίρει μὲν τὴν ἰδιοφυΐαν τοῦ ὁμοεθνοῦς του, δὲν ἀποκρύπτει ὅμως ὅτι ἡ ἰδιοφυΐα του ἀνεπτύχθη κι ἐτελειοποιήθη διὰ της ἐπιδράσεως τοῦ Θεοφράστου. Ὅπως κι ἂν ἔχῃ τὸ πρᾶγμα, Θεόφραστος καὶ La Bruyère εἶναι καὶ θὰ εἶναι οἱ κορυφαῖοι τοῦ λογοτεχνικοῦ τούτου εἴδους τῆς πεζογραφίας.
-----------------------------
25 Les Caractères de Théophraste, traduits du grec, avec les caractères ou les moeurs de ce siècleParis 1688.
26 J. Cazelle λέγει τὴν μετάφρασιν ταύτην ἐλαττωματικὴν κι ἀποδεικνύει διὰ πολλῶν ἐπιχειρημάτων, ὅτι ἠγνόει τὴν Ἑλληνικὴν κι ὅτι ἡ μετάφρασίς του ἔγινε ἐκ τῆς Λατινικῆς τοῦ Casaubon (ἰδὲ Revue des Études Gr. XXXV 1992 σελ. 180). Τὴν αὐτὴν γνώμην διετύπωσε κi ὁ Navarre εἰς τὸν πρόλογον τῆς ἐκδόσεως του. Τοὐναντίον ὁ P. Van de Woestine παραδέχεται μὲν ὅτι ἡ μετάφρασις ἔγινεν ἐκ τῆς Λατινικῆς όμως ὑποστηρίζει ὅτι ὁ μεταφραστὴς ἦτο κάτοχος τῆς Ἑλληνικης. (Musée Belge 1929 σελ. 159-169).
27 Εἰς τοὺς 30 μόνον Χαρακτῆρας τοῦ Θεοφράστου οὐδεὶς γυναικεῖος περιλαμβάνεται, ἑπομένως ἀποκλείεται ἐκ τοῦ ἔργου του τὸ ἥμισυ τῆς ἀνθρωπότητος. Χαρακτῆρες πολιτικοὶ δὲν ὑπάρχουν ἐκτὸς ἑνός, τοῦ ὀλιγαρχικοῦ, οὔτε κοινωνικῶν τάξεων ἐκτὸς τοῦ ἀγροίκου· ἐπίσης οὐδεμία νύξις γίνεται περὶ ἐλαττωμάτων, τὰ ὁποῖα ὀφείλονται εἰς τὸ πάθος τοῦ ἔρωτος. Τὸ πεδίον λοιπὸν τῆς ἐρεύνης τοῦ Θεοφράστου εἶναι στενὸν καὶ περιωρισμένον καὶ περιλαμβάνει ὀλίγα τινὰ κοινὰ ἐλαττώματα (κολακείαν, φλυαρίαν, φιλαργυρίαν, αἰσχροκέρδειαν κ.λπ.), ἀλλ' οὗτος δὲν περιορίζεται νὰ περιγράψῃ αὐτὰ διὰ γενικῶν μόνον γραμμῶν, τὰ ἀναλύει καὶ τὰ ἑξετάζει καθ' ὅλας αὐτῶν τὰς παραλλαγὰς κι ἀποχρώσεις. Εἰς τὴν κολακείαν π.χ. διακρίνει δύο τύπους, τὸν κόλακα καὶ τὸν ἄρεσκον, εἰς τὴν φλυαρίαν τέσσαρας, τὸν λάλον, τὸν ἀδολέσχην, τὸν λογοποιὸν καὶ τὸν κακολόγον, εἰς τὴν ὑπερηφανίαν τρεῖς,τὸν ἀλαζόνα, τὸν μικροφιλότιμον καὶ τὸν ὑπερήφανον, εἰς τὴν φιλαργυρίαν τέσσαρας, τὸν μικρολόγον, τὸν ἀνελεύθερον, τὸν ἀναίσχυντον καὶ τὸν αἰσχροκερδῆ. Ἐκ τούτων ὁ Θεόφραστος ἀποδεικνύεται ὄχι μόνον σοφὸς ἐρευνητὴς ἀλλὰ κι ἄριστος γνώστης κι ἀνατόμος τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς.
 28 Ο Ζαν ντε Λα Μπρυγιέρ (Jean de La Bruyère, 16 Αυγούστου 1645 - 11 Μάη 1696) ήτανε Γάλλος συγγραφέας. Γιος κατωτέρου υπαλλήλου, σπούδασε νομικά κι έγινε παιδαγωγός και βιβλιοθηκάριος στον οίκο των Κοντέ. Συνεσταλμένος κι άτολμος κοινωνικά, πέρασε τη ζωή του άγαμος, μελετώντας τους αρχαίους και γράφοντας το έργο που τον έκανε διάσημο, τους Χαρακτήρες. Το 1ο μέρος ήταν μετάφραση των του Θεόφραστου (Les caractères de Théophraste), ενώ το 2ο αναφερότανε στην εποχή του συγγραφέα (Les caractères ou Les moeurs de ce siècle - Οι χαρακτήρες ή Τα ήθη αυτού του αιώνα). Το βιβλίο σημείωσε πολύ μεγάλη επιτυχία (8 επαυξημένες κάθε φορά εκδόσεις εξαντληθήκανρ πριν το θάνατο του) γιατί οι αναγνώστες αναγνωρίζανε στους χαρακτήρες αυτούς πολύ γνωστά πρόσωπα του Παρισιού ή της Αυλής. Κυκλοφόρησαν μάλιστα και «κλείδες» για την ασφαλή αναγνώριση των προσώπων. Εννοείται ότι ο Λα Μπρυγιέρ ισχυρίστηκε ότι «πάσα ομοιότης είναι συμπτωματική».



     Το 1693 εξελέγη μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας κι επί τη εισδοχή του εκφώνησε περίφημο λόγο. Ήταν με τους «Αρχαίους» στην διαμάχη τους με τους «Συγχρόνους» (La querelle des Anciens et des Modernes). Οι Χαρακτήρες διακρίνονται για το ύφος τους, τη διαπεραστική ειρωνεία και το ψυχολογικό βάθος τους. Ο Λα Μπρυγιέρ επιτίθεται κατά των καταχρήσεων των υπαλλήλων, της αλαζονείας των ευγενών, της αρπακτικότητας των χρηματιστών και της δουλικότητας των αυλικών («Στην εκκλησία των Βερσαλλιών δεν κοιτάζουν το Ιερό αλλά τον βασιλιά»). Κατέκρινε τους άδικους θεσμούς κι υπερασπίστηκε το λαό κι ιδιαίτερα τον αγροτικό πληθυσμό που υπέφερε τα πάνδεινα κείνη την εποχή από τους πολέμους και την άγρια φορολογία.
--------------------------

     Ἐπιτυχέστερον τῶν ξένων ἀπεμιμήθη τὸν Θεόφραστον ὁ ἡμέτερος ἐκ Κεφαλληνίας λόγιος Ἀνδρέας Λασκαρᾶτος. Τὸ ἔργον αὐτοῦ Ἰδοὺ ὁ
ἄνθρωπος, δημοσιευθὲν κατὰ τὸ 1886, περιέχει 126 χαρακτῆρας· ἐκ τούτων ὅμως πολλοὶ, ὡς ὁ παπᾶς, ὁ μαθητής, ὁ πρωτευουσιώτης, ὁ ἐπαρχιώτης, ἡ ὑπηρέτρια κ. ἄλ. καταχρηστικῶς ὀνομάζονται χαρακτῆρες· ὁ ἶδιος ἀποκαλεῖ αὐτοὺς νόθους, διότι, ὡς λέγει, "δὲν εἶναι χρώματα τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ μᾶλλον τοῦ ἔργου ἢ τῆς περιστάσεως”. Ἄλλοι εἶναι περιγραφαὶ παθῶν ἢ ψυχικῶν καταστάσεων, ὡς ὁ ζουρλός, ὁ ζηλιάρης, ὁ ὀξύθυμος, ἀηδῆ ἐλαττώματα, ὁ διεφθαρμένος κ.λ. ὥστε ὀλίγοι ὑπολείπονται ἀνταποκρινόμενοι ἀκριβῶς εἰς τὴν ἔννοιαν τοῦ χαρακτῆρος, ὡς αὕτη διεπιστώθη ὑπὸ τοῦ Θεοφράστου. Ἐὰν παραβάλωμεν τοὺς Χαρακτῆρας τοῦ Λασκαράτου πρὸς τοὺς Χαρακτῆρας τοῦ Θεοφράστου θὰ παρατηρήσωμεν τὰ ἑξῆς:

   1. Ὁ Θεόφραστος δίδει πρῶτον τὸν ὁρισμὸν ἑκάστου χαρακτῆρος κι ἔπειτα διὰ παραδειγμάτων ἀπεικονίζει τὸ πρόσωπον εἰς τὸ ὁποῖον ἀνήκει, ὁ Λασκαράτος προβαίνει ἀμεσως in media res (στο επίκεντρο της πλοκής).

   2. Ὁ Θεόφραστος περιγράφει μόνον κακοὺς χαρακτῆρας, ὁ Λασκαράτος δίδει καί τινας καλούς, ὡς καινοτόμος, οἰκονόμος, ἐνάρετος, ὑψηλόφρων, αὐταπάρνητος κ.λπ.

   3. Οἱ χαρακτῆρες τοῦ Θεοφράστου δὲν ἔχουν ὡρισμένον ἠθικὸν σκοπόν, ἐνῷ οἱ τοῦ Λασκαράτου εἰς τοῦτον κυρίως ἀποβλέπουν, ὡς λέγει ὁ ἶδιος· "σκοπὸς τῆς παρούσης ἐργασίας μου ἐστάθηκε νὰ βάλω ἀποκάτου στὰ μάτια τοῦ παρατηρητοῦ τὰ ὁρατὰ ἐκεῖνα σημεῖα ἢ συμπτώματα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα δύνανται νὰ κάμουν διάγνωσιν τοῦ ἐσωτερικοῦ ἀνθρώπου, ὡς ὁ κλινικὸς δείχνει καὶ αὐτὸς εἰς τὰ ἐξωτερικὰ ὁρατὰ συμπτώματα τὸ εἶδος τῆς ἐσωτερικῆς ἀσθενείας, πρὸς διάγνωσιν καὶ ἶασιν”. Διὰ τὸν λὁγον τοῦτον εἰς πολλοὺς χαρακτηράς του ἐπισυνάπτει κι ἠθικὰ συμπεράσματα· "ἕνα κάποιο ἠθικὸν συμπέρασμα, μὲ τὸ ὁποῖον τελειώνω πολλοὺς ἀπὸ τοὺς Χαρακτῆράς μου, νομίζω νὰ αυντελῇ εἰς τὴν τελειοποίησιν τοῦ εἴδους τούτου τῆς συγγραφῆς”.

   4. Ὁ Θεόφραστος ἐξετάζει τὸ θέμα του ἐξ ἀντικειμένου, ὁ Λασκαρᾶτος ἀναμιγνύει πολλάκις εἶς αὐτὸ καὶ τὴν ἰδικήν του προσωπικότητα (ἴδε Χαρακτῆρας: φιλόνεικος, ὁ κοινὸς χαρακτῆρας, ὁ πολιτικός μας, ὁ ἀχάριστος).

   5. Ὁ Θεόφραστσς εἶναι ἀπαθὴς κι ἀμερὁληπτος ἐρευνητής, ὁ Λασκαρᾶτος ἐμπαθὴς καὶ δριμὺς ἐπιτιμητής. Ὁ ἴδιος ὀνομάζει τὸν ἐαυτόν του μαχητικὸν καὶ τὸν χαρακτῆρα τοῦ φιλονείκου ὡς ἰδικόν του προτάσσει εἰς τὴν συλλογήν του.

   6. Ὁ Θεόφραστος κεντᾶ ἐλαφρῶς, ὁ Λασκαρᾶτος πληγώνει· ὁ πρῶτος μειδιᾷ εἰρωνικῶς, ὁ δεύτερος γελᾷ σαρκαστικῶς· ὁ πρῶτος θωπεύει μὲ τὸ πτερόν, ὁ δεύτερος θωπεύει μὲ τὰ νύχια του, ὁ πρῶτος τέλος φιλοσοφεῖ, ὁ δεύτερος σατιρίζει.

     Μεθ' ὅλας ταύτας τὰς διαφορὰς ἔχουν καὶ σημεῖα ἐπαφῆς μεταξύ των. Ἡ μετὰ ὀξυδερκείας παρατήρησις τῆς κοινωνίας καὶ τῶν ἀτόμων, ἡ λεπτὴ ψυχολογικὴ ἀνάλυσις, ἡ σύντομος καὶ ἀκριβὴς διατύπωσις, τὸ ἁπλοῦν κι ἀπέριττον ὕφος καὶ ἡ ἰδιόρρυθμος γλῶσσα εἶναι κοινὸν γνώρισμα καὶ τῶν δύο. Ἐὰν δὲ οἱ Χαρακτῆρες τοῦ Λασκαράτου δὲν φέρουν καὶ τὸν κοινὸν ἐκεῖνον καὶ, οὕτως εἰπεῖν, διεθνῆ τύπον τῶν Χαρακτήρων τοῦ Θεοφράστου, εἶναι ὅμως πιστὸν κάτοπτρον τῆς κοινωνικῆς καταστάσεως τῆς ἐποχῆς του καὶ κατέχουν ἐξέχουσαν θέσιν μεταξὺ τῶν προϊόντων τῆς νεοελληνικῆς λογοτεχνίας.

                                 Παραλειπόμενο

      Εν Ελλάδι 
πρῶτος ὁ Κοραῆς ἐδημοσίευσε κατὰ τὸ ἔτος 1799 τοὺς Χαρακτῆρας μετὰ κριτικῶν κι ἑρμηνευτικῶν σημειώσεων εἰς τὴν Γαλλικὴν γλῶσσαν. Εἶναι ἡ ἀπαρχὴ τῶν ἐκδόσεών του κι ἐδημοσιεύθησαν δαπάνῃ τοῦ Θωμᾶ Σπανιολάκη. Ἡ ἔκδοσις αὕτη περὶ τῆς ὁποίας ὁ ἴδιος λέγει μετριοφρόνως ὅτι δὲν ἐσκόπει νὰ παρασκευάσῃ une édition savante (μίαν ακαδημαϊκήν έκδοσιν) ἐπροξένησεν ἀρίστην ἐντύπωσιν εἰς τὸν φιλολογικὸν κόσμον. Πολλαὶ εἰκασίαι κι ἑρμηνεῖαί του εἶναι εὐφυέσταται κι ἔγιναν ἀποδεκταὶ ὑπὸ τῶν μετὰ τοῦτον σοφῶν. Ὁ Ast ἀποδίδει εἰς τὸν Κοραῆ τὰ κοσμητικὰ: νir praestantissimus (εξαιρετικότατος), vir doctissimus (πουλυμαθότατος), celeberrimus editor (διατυπώνει με ακρίβεια) τὰς δὲ ἑρμηνευτικὰς σημειώσεις του ἀποκαλεῖ prοprium hujus editionis ornamentum (διατυπωμένες με ιδιαίτερην ακρίβεια). Ὁ Foss ἐξαίρει τὴν μαντικὴν τοῦ Κοραῆ ὀξύννοιαν, μὲ τὴν ὁποίαν προέλαβε τοὺς κώδικας εἰς πολλὰς διορθώσεις. Ὁ Sinner, ἑλληνιστὴς καὶ συνεργάτης εἰς τὸν Θησαυρὸν τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης τοῦ Ἑρρ. Στεφάνου, λέγει περὶ τῆς ἐκδόσεως τοῦ Κοραῆ:

   "Η εἰς τοὺς Χαρακτῆρας εἰσαγωγὴ εἶναι πάνυ διαφέρουσα ἐπὶ φιλολογικῇ ἐπιμελείᾳ καὶ βιβλιογραφικῇ παλυμαθίᾳ. Ἡ Γαλλικὴ μετάφρασις ἄπταιστος καὶ λίαν γλαφυρά. Αἱ σημειώσεις, παρέχουσαι εἰς τὸ πόνημα διαρκῆ ἀξίαν, εἶναι ἀληθὲς ἀριστοτέχνημα. Ἡ ἀληθὴς γνῶσις τῶν ἐθίμων καὶ τῆς γλώσσης τῶν νεωτέρων Ἑλλήνων κατέστησε τῷ Κοραῇ εὐχερεστέραν τὴν λύσιν πολλῶν καὶ χαλεπῶν ἀπορημάτων, ἅτινα ὁ Casaubon δὲν ἠδυνήθη νὰ ἀνελίξῃ”. (Βλ. Ἀδαμάντ. Κοραῆν ὑπὸ Διον. Θερειανοῦ σελ. 266-267).

      Ἀλλ' ἐνῷ οἱ ξένοι ὅλοι εὐμενῶς κι ἐνθουσιωδῶς ἐκφράζονται ὑπὲρ τῆς ἐκδόσεως τοῦ Κοραῆ, εὐρέθη κι εἷς ἐπικριτής καὶ μάλιστα Ἕλλην, ὁ Δημ. Δάρβαρις, ὁ ὁποῖος εὑρίσκει εἰς αὐτὴν ἐλαττώματα καὶ διορθώσεις ἐσφαλμένας. Τὸ πρᾶγμα ἂς μὴ φανῇ παράδοξον. Ὁ Δάρβαρις ἀνῆκεν εἰς τὸν κύκλον ὲκεῖνον τῶν θαυμαστῶν τοῦ Νεοφύτου Δούκα ἐν Βιέννῃ, οὗτος δέ, ἀντίπαλος τοῦ Κοραῆ εἰς τὸ γλωσσικὸν ζήτημα καὶ συγχρόνως ἐκδότης Ἑλλήνων συγγραφέων, δὲν εὕρισκεν ἐπιτυχεῖς τὰς ἐκδόσεις τοῦ ἀντιζήλου του. Ἐκτὸς τούτου ψέγων τὴν ἔκδοσιν τοῦ Κοραῆ ἀγωνίζεται prο dοmο sua (ελεύθ.: για πάρτη του), διότι κι ὁ ἴδιος ἔχει ἀσχοληθῆ μὲ τοὺς Χαρακτῆρας.

====================

                             Ρητά - Σοφά Λόγια

 * Δοκεί η παιδεία και τούτο πάντες ομολογούσιν, ημερούν τας ψυχάς αφαιρούσα το θηριώδες κι άγνωμον.

 * Η δεισιδαιμονία δόξειεν είναι δειλία προς το δαιμόνιον.

 * Συνεχές τε πολυτελές ανάλωμα είναι τον χρόνον.

 * Η δε αναισχυντία εστί καταφρόνησις δόξης αισχρού ένεκα κέρδους.

 * Δεν διαπιστώνουμε την ενάρετη ζωή ενός ατόμου από τα ωραία λόγια που λέει, αλλά από τις πράξεις του.

 * Αν ντρέπεσαι τον εαυτό σου, δεν πρόκειται να ντροπιαστείς από κανένα.

 * Η αχαριστία είναι κόρη της υπερηφάνειας.

 * Η ομορφιά είναι σιωπηλή απάτη.

 * Η ομορφιά είναι άφωνη ευγλωττία.

 * Η ζωή θεωρείται σπουδαία για πολλές ηδονές, που τελικά είναι μόνο μια ιδέα.

 * Ο χρόνος είναι το πολυτιμώτερο απ' όσα ξοδεύουμε.

 * Περισσότερο πρέπει να εμπιστευόμαστε έν άλογο χωρίς χαλινό παρά ασύνταχτα λόγια.

 * Τίποτε δεν είναι πιο ανώφελο από τη φιλοδοξία.

 * Οι απογοητεύσεις που παίρνουμε από τη ζωή είναι περισσότερες από τα καλά.

 * Ψυχή και νους ταυτίζονται.

===================

ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ

                             VIII: Περί Λογοποιίας

---------------------
     Ἡ λέξις λογοποιὸς σημαίνει ἐπὶ καλοῦ τὸν ἱστοριογράφον, λογογράφον, ἐπὶ κακοῦ δὲ (εν προκειμένω) ἄνθρωπον ποὺ πλάττει καὶ διαδίδει ψευδεῖς εἰδήσεις καὶ σχετίζεται μὲ τὸν ἀδολέσχην, τοῦ ὁποίου ἴδε τὸν ὁρισμὸν. Οἱ λογοποιοὶ φαίνεται ὅτι εἶχον εἰς τὰς Ἀθήνας κατάλληλον ἔδαφος πρὸς ἀνάπτυξιν τοῦ χαρακτῆρός των. Ὁ Ἀριστοφάνης (Ἱππεῖς 1262) ὀνομάζει αὐτὰς Κεχηναίων πόλιν, ὁ δε Δημοσθένης περιγράφει τοιούτους λογοποιοὺς εἰς τὸν Α' Φιλιππικὸν λέγων: "ἡμων δὲ οἱ μὲν περιιόντες μετὰ Λακεδαιμονίων φασὶ Φίλιππον πράττειν τὴν Θηβαίων κατάλυσιν καὶ τὰς πολιτείας διασπᾶν, οἱ δὲ ὡς πρέσβεις πέπομφεν ὡς βασιλέα, οἱ δὲ ἐν Ἰλλυριοῖς πόλεις τειχίζειν, οἱ δὲ -λόγους πλάττοντες περιερχόμεθα- ἀνόητοι γάρ εἰσιν οἱ λογοποιοῦντες". Ἡ τάσις αὕτη τῶν Ἀθηναίων ἐξηκολούθει καὶ κατὰ τοὺς μεταγενεστέρους χρόνους, ὡς φαίνεται ἐκ τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων (XVII, 21): "Ἀθηναῖοι δὲ πάντες εἰς οὐδὲν ἕτερον εὐκαίρουν ἢ λέγειν τι καὶ ἀκούειν καινότερον".
     Ἀδολεσχία εἶναι ἡ μανία νὰ λέγῃ κανεὶς πολλὰ καὶ ἀπερίσκεπτα. Ὁ Ἀριστοτέλης περὶ τοῦ χαρακτῆρος τούτου λέγει· "ἀδολέσχους λέγομεν τοὺς φιλομύθους καὶ διηγητικοὺς καὶ περὶ τῶν τυχόντων κατατρίβοντας την ἡμέραν" (Ἠθικ Νικ. Γ' 10,2). Ο Θεόφραστος διακρίνει 4 εἴδη φλυαρίας, τὴν ἀδολεσχίαν, τὴν λαλιάν, τὴν λογοποιΐαν καὶ τὴν κακολογίαν· ὁ ἀδολέσχης ἢ ἀδόλεσχος λέγει ὅ,τι τύχη κι ἀσυνάρτητα, ὁ λάλος νομίζει ὅτι εἶναι γνώστης ὅλων κι ὁμιλεῖ πολλά, ἀλλὰ μὲ κάποιον συνειρμόν, ὁ λογοποιὸς πλάττει καὶ διαδίδει ψευδεῖς εἰδήσεις κι ὁ κακολόγος ἀγαπᾷ νὰ κακολογῇ ὅλους. Ὁ Πλούταρχος εἰς τὸ ἔργον του, Περί Αδολεσχίας, ὀνομάζει ἀδολέσχους ὅλους τοὺς φλυάρους.
---------------------

     Ἡ λογοποιία εἶναι διήγησις πλαστῶν λόγων καὶ πράξεων ποὺ ὁ λογοποιὸς θέλει νὰ τὰς κάμῃ πιστευτάς. 
Ιδοὺ δὲ τί λογῆς ἄνθρωπος εἶναι αὐτός:
     Όταν συναντήσῃ τὸν φίλον του, ἀφήνει ἀμέσως τὸ σοβαρὸν ὕφος καὶ μὲ χαμόγελο ἐρωτᾷ "ἀπὸ ποῦ ἔρχεσαι;” καὶ "τί λέγεις;” καὶ "πῶς δὲν γνωρίζεις τίποτε διὰ τὰ νέα τῆς ἡμέρας”, χωρὶς νὰ περιμένῃ ἀπάντησιν ἐξακολουθεῖ "μήπως λέγουν τίποτε νεώτερον; κι ὅμως καλὰ βεβαίως εἶναι τὰ λεγόμενα”, καὶ χωρὶς νὰ τὸν ἀφήσῃ νὰ ἀποκριθῇ, προσθέτει "πῶς δὲν ἤκουσες τίποτε; λοιπὸν θὰ σὲ χορτάσω μὲ σπουδαῖα νέα, πιστεύω” καὶ τότε λέγει ὅτι τὰ ἔχει ἀκούσει ἀπὸ ἕνα στρατιώτην ἢ ἀπὸ τὸν δοῦλον τοῦ αὐλητοῦ Ἀστείου ἢ ἀπὸ τὸν ἐργολάβον Λύκωνα1, ποὺ ἔχουν ἐπιστρέψει ἀπὸ τὴν μάχην.
     Εκεῖνοι λοιπὸν εἰς τοὺς ὁποίους ἀναφέρονται οἱ λόγοι του εἶναι τοιοῦτοι, ποὺ δὲν ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ ἐξακριβώσῃ τὴν ἀλήθειαν. Διηγεῖται λοιπόν, κατὰ τὴν μαρτυρίαν των, ὅτι ὁ Πολυπέρχων2 κι ὁ βασιλεὺς ἔχουν νικήσει καὶ ὅτι ὁ Κάσσανδρος ἔχει συλληφθῆ αἰχμάλωτος κι ἂν κανεὶς τὸν ἐρωτήσῃ "σὺ δὲ τὰ πιστεύεις;” θὰ ἀπαντήσῃ "τὸ πρᾶγμα εἶναι φανερόν, διότι τὸ συζητοῦν μεγαλοφώνως εἰς ὅλην τὴν πόλιν κι ὅτι ἡ φήμη διαδίδεται κι ὅλοι εἶναι σύμφωνοι, διότι δίδουν τὰς ἰδίας λεπτομερείας περὶ τῆς μάχης κι ὅτι ἔχει γίνει μεγάλη αἱματοχυσία". Ἀπόδειξις, λέγει, εἶναι καὶ τὰ πρόσωπα τῶν ἀρχόντων, διότι τὰ βλέπει ὅλων ἀλλαγμένα, προσθέτει δὲ ὅτι ἤκουσε κρυφὰ πὼς ἔχουν κρύψει εἰς ἕνα σπίτι κάποιον ποὺ ἦλθε πρὸ πέντε ἡμερῶν ἀπὸ τὴν Μακεδονίαν κι αὐτὸς τὰ γνωρίζει ὅλα, κι ἐνῷ τὰ διηγεῖται μὲ ὅσον τὸ δυνατὸν πειστικὸν τρόπον, ἐλεεινολογεῖ καὶ λέγει "δυστυχῆ ταλαίπωρε Κάσσανδρε, συλλογίζεσαι τὴν μεταβολὴ τῆς τύχης; ἀλλ' ὅμως (συνελήφθη) ἀφοῦ ὑπῆρξε γενναῖος”. "Αὐτὰ ποὺ σοῦ λέγω" λέγει εἰς τὸν φίλον του "πρέπει νὰ τὰ γνωρίζῃς μόνος” ἀλλὰ εὐθὺς τρέχει καὶ τὰ διαδίδει εἰς ὅλην τὴν πόλιν.
     Θαυμάζω διὰ τοὺς τοιούτους ἀνθρώπους, τί ἆρά γε ἐπιζητοῦν καὶ πλάττουν ψευδεῖς εἰδήσεις· διότι ὄχι μόνον ψεύδονται, ἀλλὰ καὶ δὲν
κερδίζουν τίποτε. Πολλάκις μάλιστα ἄλλοι μὲν ἀπὸ αὐτούς, ἐνῷ συναθροίζουν πολλοὺς γύρω των εἰς τὸ λουτρόν, χάνουν τὰ φορέματά των3, ἄλλοι δέ, ἐνῷ νικοῦν μάχας κατὰ ξηρὰν καὶ κατὰ θάλασσαν εἰς τὴν Στοάν, καταδικάζονται ἐρήμην εἰς τὸ δικαστήριον, ἄλλοι πάλιν, ἐνῷ μὲ τὰ λόγια κυριεύουν κατὰ κράτος πόλεις, ἔχασαν τὸ δεῖπνόν των. Εἶναι πραγματικῶς πάρα πολὺ ἐλεεινὸν τὸ ἐπάγγελμά των διότι ποία στοὰ καὶ ποῖον ἐργαστήριον καὶ ποῖον μέρος της ἀγορᾶς ὑπάρχει, ὅπου δὲν περνοῦν ὅλην τὴν ἡμέραν των ἐνοχλοῦντες τοὺς ἀκροατάς των; τόσον πολὺ κουράζουν μὲ τὰς ψευδολογίας των.-



--------------------------

 1 Αὐλητὴς τοῦ στρατοῦ ἦτο ὁ συνοδεύων μὲ τὸν αὐλὸν τὰς ἱεροτελεστίας πρὸ καὶ μετὰ τὴν μάχην. Οἱ Λακεδαιμόνιοι μόνον ἐχρησιμοποίουν αὐλητὰς καὶ διὰ τὰ στρατιωτικὰ ἐμβατήρια κατὰ τὰς ἐξόδους. Ἐργολάβος δὲ ὁ προμηθεύων διάφορα στρατιωτικὰ εἴδη ἢ ἀναλαμβάνων τὴν κατασκευὴν διαφόρων ἔργων κατὰ τὰς πολιορκίας.
 2 Ὁ Πολυπέρχων, στρατηγὸς τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου καὶ διοικητὴς τῆς Μακεδονίας μετὰ τὸν Ἀντίπατρον, περιῆλθεν εἰς πόλεμον πρὸς τὸν Κάσσανδρον, υἱὸν τοῦ Ἀντιπάτρου, ἐπὶ 10 ἔτη (319-309 π.Χ.). Ἐκ τῶν τριῶν βασιλέων ποὺ κατεῖχον κατ' ὄνομα μόνον τὸν θρόνον τῆς Μακεδονίας κατὰ τὴν περίοδον ταύτην, ἤτοι Ἀλεξάνδρου Δ', Ἡρακλέους υἱοῦ τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου, καὶ Φιλίππου Ἀρριδαίου, εἶναι δύσκολον νὰ ὁρισθῇ ποῖος ἦτο ὁ σύμμαχος τοῦ Πολυπέρχοντος· πιθανῶς πρόκειται περὶ τοῦ τελευταίου· ἡ ἀναφερομένη ἐδῶ μάχη ὑπὸ τοῦ λογοποιοῦ καὶ ἡ αἰχμαλωσία τοῦ Κασσάνδρου ἐννοεῖται ὅτι εἶναι πλασταί.
 3 Εἰς τὰ ἀποδυτήρια τῶν δημοσίων λουτρῶν ὑπῆρχον ὑπηρέται πρὸς φύλαξιν τῶν ἐνδυμάτων τῶν λουομένων, ἀλλ' ὅμως κλοπαὶ φορεμάτων ἐγίνοντο συχνότατα, ἂν καὶ αὐστηρότατα ἐτιμωροῦντο οἱ δρᾶσται, τοὺς ὁποίους ὠνόμαζον λωποδύτας (ἐκ τοῦ λῶπος = ἱμάτιον καὶ δύτης) δηλ. βουτηχτὰς ξένων φορεμάτων. Ἡ λέξις εἶναι καὶ σήμερον εὔχρηστος ἐπὶ τῶν ἀφαιρούντων ἐπιτηδείως ὄχι μόνον ἱμάτια ἀλλὰ καὶ βαλλάντια. Χαρακτηριστικὸν εἶναι τὸ ἀνέκδοτον τοῦ φιλοσόφου Διογένους, ὁ ὁποῖος παρατηρήσας μίαν φορὰν κάποιον πρόσωπον ὕποπτον νὰ εἰσέρχεται εἰς τὸ ἀποδυτήριον τοῦ λουτροῦ τὸν ἠρώτησεν εἰρωνικῶς μὲ τὸ λογοπαίγνιον “ποῖ πορεύη; ἐπ' ἀλλειμμάτιον ἢ ἐπ' ἀλλ' ἱμάτιον
;

==================

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers