ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ÊëáóóéêÜ 

Âéæõçíüò Ãåþñãéïò: Ôï ÌÝãá Ôçò ÆùÞò Ôïõ Ôáîåßäéïí...

     Βιογραφικü

     Ο Βιζυηνüς Þταν απü τους λßγους συγγραφεßς του 19ου αι., στο πρüσωπο του οποßου συνδυÜζονταν συστηματικÝς σπουδÝς, επιστημονικü Ýργο, ποιητικÞ και Ýγκυρη αφηγηματικÞ δημιουργßα. ¹ταν επßσης απü τους πλÝον ταξιδεμÝνους συγγραφεßς, αφοý, με μικρÜ διαλεßμματα, απü στο 1875-84, εξακολουθþντας να ενισχýεται οικονομικÜ απü τον Γ. Ζαρßφη, Ýζησε στις κυριüτερες πüλεις της Γερμανßας (Γοττßγγη, Λειψßα, Βερολßνο) κι επßσης στο Παρßσι και στο Λονδßνο. Αν οι γερμανικÝς αυτÝς πüλεις συνδÝονται με τις σπουδÝς στη φιλοσοφßα, σε συναφεßς επιστÞμες της αγωγÞς και ιδßως στην ψυχολογßα, και επßσης με την ποιητικÞ του δημιουργßα, το Παρßσι Ýχει ταυτιστεß αποκλειστικÜ με τον αφηγηματικü λüγο, αφοý, κατÜ την περßοδο της διαμονÞς του στη γαλλικÞ πρωτεýουσα εκδηλþθηκε Ýμπρακτα η πρüθεσÞ του να ασχοληθεß με το νÝο, για κεßνον λογοτεχνικü εßδος, το διÞγημα. Ας σημειωθεß üτι το πρþτο του διÞγημα Το αμÜρτημα της μητρüς μου δημοσιεýτηκε σε παρισινü περιοδικü και στη συνÝχεια σε αθηναúκü. Εßναι η περßοδος που ο ποιητÞς, ως τüτε, στρÝφεται στη συγγραφÞ διηγημÜτων, για ν' αναδειχθεß Ýτσι απü τους κορυφαßους νεοÝλληνες πεζογρÜφους. ΠαρÜλληλα, ερευνÜ Þ ολοκληρþνει επιστημονικÝς μελÝτες, που εßχε Þδη αρχßσει μερικÜ χρüνια πριν και πÜντως μετÜ την ανακÞρυξÞ του σε διδÜκτορα απü το ΠανεπιστÞμιο Γοττßγγης, ΦλεβÜρη 1881.



     ¸χει, κατ’ επανÜληψη κι απü παλιÜ, διατυπωθεß η Üποψη üτι παροτρýνθηκε να ασχοληθεß με το διÞγημα απü το ΒικÝλα. Η παρüτρυνση, βÝβαια, δεν θα Þταν αρκετÞ, αν ο ßδιος δεν Þταν Ýτοιμος να στραφεß προς τη πεζογραφßα. Με τη στροφÞ αυτÞ γßνονται αντικεßμενο λογοτεχνικÞς μετÜπλασης οι παιδικÝς του αναμνÞσεις, οι σπουδÝς του στη ψυχολογßα και τις παρεμφερεßς επιστÞμες, παρÜγοντες που τον οδηγÜνε προς τη ψυχογραφßα, και βÝβαια τα διαβÜσματÜ του απü την ξÝνη λογοτεχνßα κι ιδßως τη γερμανικÞ. Εßναι ωστüσο γεγονüς üτι η αναστροφÞ του Βιζυηνοý με τον ΒικÝλα Þρθε στη πιο κατÜλληλη στιγμÞ, με θαυμαστÜ, για κεßνον και τη νεοελληνικÞ λογοτεχνßα, αποτελÝσματα.
     ΓεννÞθηκε 8 ΜÜρτη 1849 στη Βιζýη (το σημερινü ΒιζÝ της Τουρκßας) της Αν. ΘρÜκης. ΤραγικÞ φυσιογνωμßα, γεννÞθηκε σε μια πολý φτωχÞ οικογÝενεια, που τη χτýπησεν ο θÜνατος. Ο πατÝρας του, ΜιχαÞλος Σýρμας, δοýλευε στα καμßνια του ασβÝστη. Αργüτερα Ýγινε πραματευτÞς και πÝθανε απü τýφο το 1854 αφÞνοντας τον γιü του ορφανü σε ηλικßα 5 ετþν. Εßχε Üλλα 4 αδÝλφια: τον ΜιχαÞλο, που πÝθανε 3 χρüνια πριν απü τον Γεþργιο, το ΧρηστÜκη, τον αδικοσκοτωμÝνο ταχυδρüμο, για τον οποßο μιλÜ στο διÞγημÜ του Ποιος Þτο ο φονεýς του αδελφοý μου και 2 κορßτσια, την ¢ννα, που πÝθανε με τις συνθÞκες που περιγρÜφει στο ΑμÜρτημα της μητρüς μου και την Αννιþ, που πÞρε το üνομα της αδελφÞς της, αλλÜ πÝθανε κι αυτÞ μικρÞ. ¸μαθε τα πρþτα γρÜμματα στο χωριü του με πολλὲς διακοπÝς.



     Σε πολý νεαρÜ ηλικßα τονε στεßλανε στη Πüλη κοντÜ σ' Ýνα θεßο του, για να μÜθει ραφτικÞ. Το πεπρωμÝνο του üμως δεν Þταν να γßνει ρÜφτης. ΠαραμÝνει εκεß μÝχρι τα 18, προστατευüμενος απü τον Κýπριο Ýμπορο, ΓιÜγκο ΓεωργιÜδη κι αργüτερα καλογεροπαßδι, προστατευüμενος του αρχιεπισκüπου Κýπρου, Σωφρονßου Β', ζει για Ýνα διÜστημα στη Κýπρο, üπου μÜλιστα τονε προüριζανε για τον ιερατικü κλÜδο. Το 1872 γßνεται ιεροσπουδαστÞς στη ΘεολογικÞ ΣχολÞ της ΧÜλκης, στα 23 του, χωρßς την υποχρÝωση να ιερωθεß, üπου το 1873 δημοσιεýει και τη 1η του ποιητικÞ συλλογÞ τα ΠοιητικÜ Πρωτüλεια. Μεταξý των καθηγητþν του εßχε και τον ποιητÞ Ηλßα Τανταλßδη. Ο τυφλüς Κωνσταντινουπολßτης καθηγητÞς διÝκρινε στο νεαρü σπουδαστÞ ιδιοφυÀα και τονε σýστησε στον εθνικü ευεργÝτη Γεþργιο Ζαρßφη. Το 1874 το επικü ποßημÜ του Κüδρος βραβεýεται στο Βουτσιναßο Ποιητικü Διαγωνισμü. Την ßδια χρονιÜ γρÜφεται στη ΦιλοσοφικÞ ΣχολÞ Αθηνþν, αλλÜ με δαπÜνες του Ζαρßφη μεταβαßνει στη Γερμανßα, στη Γοτßγγη, üπου σπουδÜζει φιλολογßα και φιλοσοφßα στο διÜστημα 1875-1878.
     ΕγκαταστÜθηκε στην ΑθÞνα για τις σπουδÝς του, πριν φýγει κι εκεß αντιμετωπßστηκε με δυσπιστßα απü φιλολογικοýς κýκλους. Σýμφωνα με üσα γρÜφει στο βιβλßο του: Οι μýθοι της ζωÞς και το Ýργο του Γιþργου Βιζυηνοý, ο καθηγητÞς ΒαγγÝλης Αθανασüπουλος, κυκλοφοροýσαν ακüμη και γελοιογραφßες σε περιοδικÜ για το στüμφο με τον οποßο απÞγγειλε τα ποιÞματÜ του στον φιλολογικü σýλλογο Παρνασσüς. Η καταγωγÞ του Þταν Ýνα επιπλÝον πρüβλημα για τον κýκλο των Αθηναßων διανοοýμενων της εποχÞς. Το 1876 Ýγραφε απü τη Γερμανßα στον Τανταλßδη: «Μη με μαλþσετε αν εμβαßνω με λερωμÝνα τσαροýχια εις το καθÜριο σας κατþγι. Εßμαι χωριατοπαßδι, καθþς γνωρßζετε, και Ýχω διανýσει μακρüν, πολý μακρüν και λασπωμÝνον δρüμον…».



     Το 1876 η επüμενη ποιητικÞ συλλογÞ του ¢ραις μÜραις κουκουνÜραις (μετονομÜστηκε σε Βοσπορßδες Αýραι) βραβεýεται στο Βουτσιναßο Διαγωνισμü, στον οποßο, το 1877 η συλλογÞ του Εσπερßδες επαινεßται. Το 1881 τυπþνεται στη Λειψßα η διδακτορικÞ του διατριβÞ Das Kinderspiel in Bezug auf Psychologie und Paedagogik (Το παιδικü παιχνßδι υπü Ýποψη ψυχολογικÞ και παιδαγωγικÞ). Οι σπουδÝς του στη Γερμανßα διηýρυναν σημαντικÜ τον πνευματικü του κüσμο και τον Ýφεραν σε επαφÞ μ' Ýνα χþρο που Ýστρεφε πλÝον τη πλÜτη του στο ρομαντισμü και στον αποστεωμÝνο κλασσικισμü και στρεφüτανε στον εσωτερικü Üνθρωπο. Το τελευταßο αυτü στοιχεßο υπÞρξε καθοριστικü για το πεζογραφικü Ýργο του κι ας μη λησμονοýμε οτι εκεß υπÞρξε, μεταξý Üλλων, μαθητÞς του θεμελιωτÞ της ΠειραματικÞς Ψυχολογßας Βßλ(χ)ελμ Βουντ.
     Η ψυχογραφικÞ ανÜλυση των ηρþων του εßναι κεßνη που προπÜντων οφεßλει τη πρωτοποριακÞ θÝση που κατÝχει στα νεοελληνικÜ γρÜμματα. ΜÝχρι το 1884 επισκÝπτεται το Παρßσι (1882), üπου γνωρßζει το ΔημÞτριο ΒικÝλα, τον Marquis Queux de Saint-Hilaire και τη Juliette Lamber-Adam και το Λονδßνο (1883), üπου σχετßζεται με τον πρεσβευτÞ ΠÝτρο ΒρÜιλα-ΑρμÝνη. ΠαρÜλληλα, δημοσιεýει τη ποιητικÞ συλλογÞ Ατθßδες Αýραι. Την ßδια χρονιÜ δημοσιεýεται στην Εστßα το πρþτο μεγÜλο διÞγημÜ του, Μεταξý Πειραιþς και Νεαπüλεως. Δημοσιεýονται επßσης το Ποßος Þτον ο φονεýς του αδελφοý μου και Το αμÜρτημα της μητρüς μου. Το 1884, λüγω του θανÜτου του προστÜτη του, Ζαρßφη υποχρεþνεται να επιστρÝψει στην ΑθÞνα και διορßζεται καθηγητÞς σε γυμνÜσιο. Στο μεταξý εßχε γßνει γνωστüς σα λαμπρὸς διηγηματογρÜφος και δοκιμιογρÜφος, Ýχει γρÜψει σχολικÜ βιβλßα ψυχολογßας και λογικÞς. ¹τανε πι προσωπικüτητα. ¼
ταν εγκαταστÜθηκε στην ΑθÞνα, δημοσßευσε διηγÞματα και ποιÞματα στα περιοδικÜ Εστßα και ΔιÜπλαση Των Παßδων, ενþ εργÜστηκε ως δÜσκαλος σε σχολεßο κι απü το 1890 ως καθηγητÞς ρυθμικÞς και δραματολογßας στο Ωδεßο Αθηνþν. Εκεß γνþρισε τη 16χρονη μαθÞτριÜ του Μπετßνα Φραβασßλη, την ερωτεýτηκε σφüδρα κι Þθελε συνÝχεια να της γρÜφει ποιÞματα.


     ¸να χρüνο αργüτερα εκλÝγεται υφηγητÞς στην Ýδρα της Ιστορßας της Φιλοσοφßας του Πανεπιστημßου Αθηνþν, με την επß υφηγεσßα διατριβÞ Η φιλοσοφßα του καλοý παρÜ Πλωτßνω. ΠαρÜλληλα δημοσιεýονται τα διηγÞματÜ του Αι συνÝπειαι της παλαιÜς ιστορßας και Το μüνον της ζωÞς του ταξεßδιον. Εκεßνη την εποχÞ αρχßζει να ασχολεßται με Ýνα μεταλλεßο στο ΣαμÜκοβο. Το 1886 γρÜφει το Ο Μοσκþβ-ΣελÞμ. Δεν πρüλαβεν üμως να γßνει καθηγητÞς. Το 1892 προσβÜλλεται απü φρενικÞ νüσο και καταλÞγει Ýγκλειστος στις 14 Απρßλη 1892 στο ΔρομοκαÀτειο Ψυχιατρεßο. Εκεß ζει βυθισμÝνος στις ουτοπικÝς εμμονÝς του για την εκμετÜλλευση του μεταλλεßου στη πατρßδα του και στο παραληρηματικü πÜθος του για τη νεαρÞ Μπετßνα την οποßα επιθυμοýσε να νυμφευθεß. ¸χασε το μυαλü του και σýμφωνα με κÜποιες πηγÝς επιχεßρησε ν' απαγÜγει τη κοπÝλα, ενþ η Ακρüπολη εßχε γρÜψει για 2 απüπειρες αυτοκτονßας του, λßγες μÝρες πριν κλειστεß εκεß.



     Ο Γεþργιος Δροσßνης αναφÝρει στα ¢παντÜ του üτι Þτανε «τρελüς ησυχþτατος» και γι' αυτü τον Üφηναν να περιφÝρεται ελεýθερα μ' Ýνα φýλακα γýρω στα πεýκα. Δεν εßχε συναßσθηση της κατÜστασης πλÝον και πßστευε πως εκεßνος επιτηροýσε το φýλακα. Θα παραμεßνει Ýγκλειστος για 4 χρüνια και μια μÝρα ακριβþς και θα πεθÜνει εκεß απü προúοýσα παραλυσßα, στις 15 Απρßλη 1896, σε ηλικßα 47 ετþν και λßγο μετÜ το θÜνατü του, 4 μÝρες μετÜ το γÜμο της, θα πεθÜνει κι η Μπετßνα στα 22 της.
----------------
     ΠαραμονÝς ΧριστουγÝννων 1895 Ýνας δημοσιογρÜφος επισκÝφθηκε στο Δρομοκαúτειο τον μεγÜλο λογοτÝχνη Γεþργιο Βιζυηνü, ξεχασμÝνο απü üλους, üπως εßναι σÞμερα παρüμοιοß του «παρκαρισμÝνοι» σε ιδρýματα ( ψυχιατρεßα) Þ ηλικιωμÝνοι σε γηροκομεßα. Τον επισκÝφθηκε να του δþσει λßγη χαρÜ, στοργÞ, ζεστασιÜ üπως προσδοκοýν οι δýσμοιροι τοýτοι συνÜνθρωποß μας τÝτοιες μÝρες.
   «ΕρρÜγησεν η ψυχÞ μου και δÜκρυα επλημμýρρησαν τους οφθαλμοýς μου μüλις εßδον εις μßαν γωνßαν, εξηπλωμÝνον επι κλιντÞρος (πολυθρüνας ) κι ατενþς προσβλÝποντα εις το κενüν με μßαν αφατον μελαγχολßαν διαχεομÝνην επι του προσþπου τον Γεþργιον Βιζυηνüν».
¸τσι Üρχισε ο δημοσιογρÜφος το ρεπορτÜζ του. Σε λßγες γραμμÝς εδωσε τη σκληρÞ εικüνα της κατÜστασης που βρισκüταν ο μεγÜλος εκεßνος λογοτÝχνης που πÝρασε τα τελευταßα του χρüνια στο ΔρομοκαÀτειο, «εις εξοχικÞν υγιειονοτÜτην, ελÜττον þρας απÝχουσα των Αθηνþν, κεßται ως γνωστüν επι της αμαξωτÞς οδοý Ελευσßνος, πλησßον του Δαφνßου και λειτουργεß ανελλιπþς απο της 1ης Οκτωβρßου 1889».
    «Η φυσιογνωμßα την οποßαν Üλλοτε εγνωρßσαμεν, εßναι ολßγον εξηντλημÝνη, το αυτü γÝνειον, η αυτÞ φαλÜκρα. Το ζωηρüν των οφθαλμþν απεξηρÜνθη και το πυρ των εσβÝσθη μαζß με την δÜδαν του νοý. Εμειδßασε μüλις με εßδε.
 -ΓνωστÞ φυσιογνωμßα, παρετÞρησεν, τεßνων μοι συγχρüνως την χεßρα. ΗθÝλησα ευθýς εξ αρχÞς να τον προκαταλÜβω, και αποσπÜσω λογικÞν τινα απÜντησιν και δεν απÝτυχον.
 -Δεν ετυχε να μÜθετε, οτι η “Εστßα” δημοσιεýει τþρα τον “Μοσκþβ ΣελÞμ” σας;
 -Η “Εστßα” τον “Μοσκþβ ΣελÞμ” μου; Κι εσιþπησεν επß τινας στιγμÜς, ωσεß προσπαθþν να θÝση εις τÜξιν τον λαβýρινθον της μνÞμης του. Ναß, ναß, εχετε δßκαιον. Ετυχε μßαν απο αυτÜς τας ημÝρας να κρατÞ κÜποιος εδþ πÝρα το φýλλον της “Εστßας” και επειδÞ εßδε το ονομÜ μου Þλθε και μου το εδειξεν. ΑλÞθεια, η “Εστßα” Ýγινε καθημερινÞ ; Επαυσε το εýμορφον περιοδικüν της ; ¼χι, του εßπον, εκδßδεται üπως πριν κατÜ οκταÞμερον, üταν εßσθε συνεργÜτης, τþρα ανÝλαβε την διεýθυνσßν της ο Ξενüπουλος. “ Ο Γρηγüρης; Τον κακομοßρη! Θα του κÜμω κι εγþ κανÝνα καλü ποßημα, οταν εβγω απ´εδþ μÝσα. Το ζÞτημα εßναι να πεισθÞ ο βασιλεýς οτι τα 700 εκεßνα εκατομμýρια δεν θα τα δþσω εις τον ΔηλιγιÜννην…»
     Οι σκηνÝς και οι εικüνες που περιγρÜφει ο δημοσιογρÜφος εßναι συγκλονιστικÝς. Ο συγγραφÝας των σπουδαιοτÜτων εργων «το αμÜρτημα της μητρüς μου» και «ποßος ο φονεýς του αδελφοý μου», μιλÜ ασυνÜρτητα, αναφÝρεται σε φανταστικÝς συναντÞσεις του με τον ΒασιλÝα Γεþργιο τον Α' του υπüσχεται οτι δεν πρüκειται να δþσει τα εκατομμýρια που εχει στον πολιτικü αντßπαλο του Τρικοýπη τον ΔηλιγιÜννη κι απαγγÝλει ενα ωραßο του ποßημα τη “Μαργαρþ”, με τα κατÜμαυρα μÜτια του να σπινθηροβολοýν και μετÜ να χÜνουν την ζωντÜνια τους, η διÜνοιÜ του να θολοýται και τα μÜτια του να ξαναπαßρνουν την χαýνουσα εκφραση και να αρχßζει να γελÜ…
     ΗγÝρθην να αναχωρÞσω. “Μου κÜμνετε την χÜριν, εßπε στρεφüμενος προς το μÝρος μου, να προσφÝρετε τους χαιρετισμοýς μου, εις τον ΠαλαμÜν και τον Δροσßνην…
-ΥπÜρχει καμßα ελπßς ιατρÝ, Þτο η πρþτη μου ερþτησις μüλις εξÞλθομεν της αιθοýσης.
“Δυστυχþς ουδεμßα, οýδ’ η αμυδροτÝρα ακτßς ελπßδος, ΠÜσχει εκ προúοýσης γενικÞς παραλýσεως κι η νüσος του ευρßσκεται εις το τελευταßον της στÜδιον.
     Ο Γεþργιος Βιζυηνüς, διαισθανüμενος το τÝλος του ζÞτησε παπÜ απü τη ΜονÞ Δαφνßου να τον μεταλÜβει. ΕγκατÝλειψε τα εγκüσμια, αλλÜ τα κεßμενα του παραμÝνουν αθÜνατα».



     Εßναι το ßδρυμα (φωτ. την εποχÞ που Þταν εκεß ο Βιζυηνüς) που Ýφτιαξε ο χιþτης μεγαλÝμπορος ΖωρζÞς Δρομοκαúτης και στο οποßο «φιλοξενÞθηκαν» προσωπικüτητες üπως ο ΜιχαÞλ ΜητσÜκης, ο Αρßστος ΚαμπÜνης, ο ΓερÜσιμος Βþκος ο Κþστας ΟυρÜνης, ο Γιαννοýλης ΧαλεπÜς και πολλοß Üλλοι. Δεν εßναι νÝο üταν ερχεται η τρÝλλα στον Üνθρωπο. Εßναι η συνηθισμÝνη του κατÜσταση, χωρßς τον Ýλεγχο. Ο τρελλüς εßναι ο ßδιος, ο φρüνιμος, που παýει να κρýβεται. Ο Βιζυηνüς, üταν το δρολÜπι της αρρþστειας εßχε φαρμακþσει το αßμα του και τσακßσει τα τελευταßα φρÜγματα του ελÝγχου, Üφησε ακοýσια τη ψυχÞ του να παραδοθεß ανεμπüδιστα στο παραλÞρημÜ της. ΚαθηγητÞς της ρυθμικÞς και δραματολογßας στα 40 του το 1890, ερωτεýεται τη 16χρονη μαθÞτριÜ του Μπετßνα Φραβασßλη, «το ξανθü και γαλανü και ουρÜνιο φþς του». Ο Üτυχος αυτüς Ýρωτας στÜθηκε μοιραßος αφοý τον οδÞγησε στην ψυχασθÝνεια και στον εγκλεισμü του στο ΔρομοκαÀτειο.
     Ο Βιζυηνüς, üταν Ýγινε 10 ετþν, οι γονεßς του τον Ýδωσαν σε συγγενÞ τους ρÜφτη στη Πüλη για να μÜθει τη τÝχνη. Ο συγγενÞς πÝθανε κι ενας συντοπßτης του τον εστελε στον συγγενÞ του, μητροπολßτη Κýπρου. ¸κανε τον ψÜλτη, του φüρεσαν ρÜσο κι Ýμαθε γρÜμματα δουλεýοντας ως παιδονüμος. Μια μÝρα τον τσÜκωσαν να κρεμιÝται απο το παρÜθυρο της κÜμαρÜς του μ’ Ýνα σχοινß και να ξενυχτÜ κÜτω απο το αντικρυνü σπßτι, οπου μια ξανθÞ μαυροματοýσα κοπελßτσα τον εßχε γοητεýσει. Τüτε ο “γÝροντÜς” του τον εβαλε 40 μÝρες αυστηρÞ νηστεßα (ψωμß ξερü και νερÜκι) κι 150 μετÜνοιες τη μÝρα. Απο το σχολειü της Κýπρου βρÝθηκε στη ΣχολÞ της ΧÜλκης με καθηγητÞ τον τυφλü ποιητÞ, τον σοφü Ηλßα Τρανταλßδη. Απο εκεß και επειτα ολα εξελßχθηκαν ομαλÜ για τον ανÞσυχο Γεþργιο. Οι τριγμοß στας φρÝνας εμφανßστηκαν αργüτερα.
---------------------------------------
     Τον Ýθαψαν οι φßλοι του σε τÜφο που παραχþρησε ο ΔÞμος Αθηναßων κοντÜ σ' Ýνα μαντρüτοιχο του νεκροταφεßου κι ο ΠαλαμÜς διÜλεξε Ýνα δικü του στßχο που του χαρÜξανε: «Κι αντηχοýνε στη μαýρη σιγÞ, τα πικρÜ, τα πικρÜ μου τραγοýδια».
     «Πüτε τελειþνει η παιδικÞ ηλικßα του Βιζυηνοý; Τη στιγμÞ που πεθαßνει», εßχε γρÜψει ο Ι.Μ. Παναγιωτüπουλος.
     Ὁ Βιζυηνὸς ἔχει μßα παιδικὴ ψυχÞ, γεμÜτη νοσταλγßα, λυρικὴ διÜθεση, ἁβρὴ μελαγχολßα, τρυφερüτητα καὶ πüνο. Νοσταλγεῖ, ὅπως ὁ ΠαπαδιαμÜντης, τὰ παιδικÜ του χρüνια, τὴ χαροκαμÝνη μÜνα του, τὸ φτωχικü του σπßτι, τὸ χωριὸ τοῦ Βιζýη, τὴ Θρᾴκη γενικÜ, τὴν Πüλη τῶν θρýλων. Κι ἡ ποßησÞ του ἀντλεῖ τὰ θÝματÜ της ἀπὸ αὐτὴ τὴ νοσταλγικὴ παρηγοριÜ. Ἀλλοῦ αὐτοβιογραφεῖται, ἀλλοῦ ἠθογραφεῖ τὶς λαúκὲς παραδüσεις τοῦ τüπου τοῦ (γρÜφει παραλογÝς, μπαλÜντες, «βαλλßσματα», ὅπως τὰ ἀποκαλοῦσε ὁ ἴδιος), ἀλλοῦ ἐκφρÜζει τὴν πßστη του στὴ ΜεγÜλη ἸδÝα καὶ ἄλλοτε γρÜφει δροσερὰ παιδικὰ ποιÞματα. Ἀρκετοὶ στßχοι του μᾶς συγκινοῦν καὶ σÞμερα. ΠρÝπει ὅμως νὰ ἐκτιμÞσουμε τὴ συμβολÞ του, μὲ τὰ μÝτρα τῆς ἐποχῆς του. Ἐνῷ ξεκßνησε ἀπὸ τὴ φαναριþτικη ποßηση τῆς Πüλης (ὁ Ἠλßας Τανταλßδης ἦταν δÜσκαλος καὶ προστÜτης του) καὶ βρῆκε τὸν στüμφο καὶ τὴ ρητορεßα τῶν Φαναριωτῶν στὴν ἈθÞνα (Θ. Ὀρφανßδης, ΠαρÜσχος, ἈλÝξανδρος Ραγκαβῆς, Ἄγγελος ΒλÜχος, πανεπιστημιακὸς διαγωνισμüς), ὁ ἴδιος ἔδειξε τὴ γνÞσια εὐαισθησßα του μὲ νÝο τρüπο: στροφὴ πρὸς τὴ λαúκὴ παρÜδοση μὲ τὴν ἐπßδραση τοῦ μεγÜλου Νικüλαου Πολßτη, στßχος λιτüς, ἁπλüς, δροσερüς, εἰλικρινÞς, ἁπλοýστερη καθαρεýουσα κι ὕστερα στροφὴ πρὸς τὴ δημοτικÞ. Ἀλλὰ ἡ ἐπßδραση ποὺ δÝχτηκε ἀπὸ τὴ γενιὰ τοῦ 1880 δὲν ὁλοκληρþθηκε (τὸ ἴδιο ποὺ ἔγινε μὲ τὸν Ἀ. ΠροβελÝγγιο, τὸν Γ. ΣτρατÞγη κι ἄλλους ποιητὲς καὶ πεζογρÜφους).



     Στη ποßησÞ του ἐξÜλλου εἶναι ἑλλαδικüς, φωτεινüς, ἀλλοῦ εὐαßσθητος κι ἀλλοῦ παιγνιþδης. Ἡ ποιητικὴ παραγωγÞ του που περιλαβαßνεται σε συλλογὲς, επιλογὴ τῶν ποιημÜτων αὐτῶν, μαζὶ μὲ νεþτερα ποιÞματα, ἐκδüθηκε μετὰ θÜνατον, το 1916 ἀπὸ τὸν Οἶκο ΦÝξη. ἈνÜμεσα στὰ ποιÞματÜ του ἀρκετὰ κι ἀπὸ τὰ καλýτερα, εἶναι ποιÞματα γιὰ παιδιÜ, ἀπὸ τὰ καλýτερα ποὺ γρÜφτηκαν ἴσαμε σÞμερα. Ἂν μὲ τὴν ποßησÞ του ἔμεινε στὸ μεταßχμιο, μεταξὺ τῆς παλιᾶς καὶ τῆς νÝας Ἀθηναúκῆς Σχολῆς, μὲ τὰ διηγÞματÜ του, στὰ ὁποῖα δÝχτηκε τὴν εὐεργετικὴ ἐπßδραση τοῦ ΒικÝλα (Λουκῆς ΛÜρας, Παπα-ΝÜρκισσος κ.ἄ.) ἔγινε ὁ πατÝρας τοῦ ἑλληνικοῦ διηγÞματος. Οἱ παιδικÝς του ἀναμνÞσεις τοῦ ἔδωσαν θÝματα γιὰ ἠθογραφßες κι ἡ γνωριμßα του μὲ τὴν ψυχολογßα, μὲ τὸ ρεαλιστικὸ καὶ ψυχολογικὸ μυθιστüρημα τῆς σýγχρονÞς του Εὐρþπης καὶ μὲ τὸ ἔργο τοῦ Ἴψεν τὸν ὤθησε καὶ τὸν βοÞθησε νὰ γρÜψει ἠθογραφικὰ διηγÞματα μὲ ψυχογραφικὴ δýναμη. ΒÝβαια κι ἐδῶ αὐτοβιογραφÞθηκε. Ἀλλὰ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀφηγηματικÞ του τÝχνη, εἶχε καὶ τὴ δýναμη νὰ παρατηρεῖ τοὺς ἀνθρþπους μὲ σιγουριÜ, νὰ τοὺς ἐρευνᾷ βαθýτερα, νὰ διαγρÜφει τοὺς χαρακτῆρες τους καὶ νὰ τοὺς κÜνει μßα ψυχολογικὴ ἀνÜλυση ποὺ ἀκüμα καὶ σÞμερα θÝλγει. Ἐδῶ δὲν ἔχουμε πρωτüλεια, γρÜφει μὲ ἀσφÜλεια, ὅπως ἕνας ὥριμος τεχνßτης. Ἡ καθαρεýουσÜ του εἶναι δουλεμÝνη καὶ ζωντανÞ, ἐνῷ οἱ διÜλογοι γρÜφονται στὴ δημοτικÞ. Κρῖμα, ποὺ ἐνῷ τὸν συγκßνησε ἡ δημοτικὴ (ἀπüδειξη τὸ χαριτωμÝνο ἀφÞγημÜ του Διατὶ ἡ μηλιὰ δὲν ἔγινε μηλÝα) δὲν μπüρεσε νὰ ὑπερνικÞσει τὸν γλωσσικὸ διχασμü. ὉπωσδÞποτε τὰ διηγÞματÜ του Τὸ ἁμÜρτημα τῆς μητρüς μου, Ποῖος ἦταν ὁ φονεὺς τοῦ ἀδελφοῦ μου, Αἱ συνÝπειαι τῆς Παλαιᾶς ἱστορßας, Τὸ μüνον τῆς ζωῆς τοῦ ταξεßδιον καß, κυρßως, τὸ καλýτερü του Μοσκὼβ Σελὴμ θεωροῦνται σημαντικüτατα ἔργα τῆς νεοελληνικῆς λογοτεχνßας. Σημαντικὰ ἐπßσης εἶναι τὰ δοκßμιÜ του γιὰ τὸν Πλωτßνο, τὸν Ἴψεν, τὶς μπαλÜντες κ.ἄ.
     Ο Βιζυηνüς, νους κριτικüς, ιδιοφυÞς, φιλÝρευνος, διδÜσκει, μεταφρÜζει τις γνωστüτερες ευρωπαúκÝς μπαλÜντες, συγγρÜφει μελÝτες φιλοσοφικÝς, αισθητικÝς, ψυχολογικÝς, λαογραφικÝς, αλλÜ και σχολικÜ εγχειρßδια κι Üρθρα για εγκυκλοπαιδικÜ λεξικÜ. ¼λες οι μελÝτες του -üπως κι αρκετÝς ποιητικÝς συλλογÝς- εκδüθηκαν σε αυτοτελÞ τüμο. Τα διηγÞματα και τα Üρθρα δημοσιεýθηκαν σε διÜφορα Ýντυπα της εποχÞς και δεν συγκεντρþθηκαν σε τüμο κατÜ τη διÜρκεια της ζωÞς του. Απü τα χειρüγραφÜ του σþζονται κÜποιες επιστολÝς κι αρκετÜ ποιÞματα.
     Το αφηγηματικü του υλικü, αντλημÝνο απü προσωπικÝς κι οικογενειακÝς μνÞμες, απü τις παραδüσεις και τα βιþματα της λαúκÞς ζωÞς στην ιδιαßτερη πατρßδα του, διοχετεýεται στα ποιÞματÜ του. Το υλικü αυτü ενισχυμÝνο απü το στÝρεο υπüβαθρο της παιδεßας του και την επιστημονικÞ γνþση της ψυχολογßας ενσωματωμÝνο σε μια ποικßλη, πλοýσια γλþσσα υψηλοý Þθους (λüγια, λαúκÞ, ιδιωματικÞ) διοχετεýεται στα διηγÞματÜ του. ¸τσι ο Βιζυηνüς αναπτýσσει τη μυθοπλασßα του. ΑνακαινιστÞς και πρωτοπüρος, ανοßγει τον δρüμο της νεοελληνικÞς διηγηματογραφßας. Η αφÞγηση σε 1ο πρüσωπο, η μυθιστορηματικÞ πλαστικüτητα των χαρακτÞρων, οι δραματικÝς συγκροýσεις, η δομÞ, η δραματικüτητα, η Üρτια αφηγηματικÞ τεχνικÞ -η ενδιαφÝρουσα διαπλοκÞ του ιστορικοý και του αφηγηματικοý χρüνου- εßναι μερικÜ απü τα βασικÜ γνωρßσματα του ΑμαρτÞματος της μητρüς μου, αλλÜ και των Üλλων διηγημÜτων του.
     Τα περισσüτερα διηγÞματÜ του εßναι αυτοβιογραφικÜ και μαρτυροýν τα Üσχημα βιþματα που εßχε ο συγγραφÝας, με δεδομÝνο üτι οι ιστορßες του εßναι ως επß το πλεßστον τραγικÝς. 
Χαρακτηριστικü παρÜδειγμα το ΑμÜρτημα της μητρüς μου, στο οποßο περιγρÜφει τη τραγωδßα μιας μητÝρας που πλÜκωσε στον ýπνο της το παιδß της και το Ýπνιξε. Ο συγγραφÝας μιλÜ για τη μητÝρα του και τον θÜνατο της αδελφÞς του, ¢ννας.
     Ο Ι. Ζερβüς στο βιογραφικü σημεßωμα, που προτÜσσει στην Ýκδοση ποιημÜτων του, (εκδ. Γ. ΦÝξη, ΑθÞναι 1916) γρÜφει για τον ποιητÞ, πως "παρουσιÜζει τη πρþτη κατ' επßγνωση και γενναßαν απüπειραν εις το να λÜβει η νεωτÝρα μας ποßηση μßα καθολικüτητα εθνικÞς διανοÞσεως, εθνικοý αισθÞματος και πανελληνßου μορφÞς, απüπειραν, Þτις υπÞρξεν οδηγüς εις Üλλους, τους εκλεκτοýς νεωτÝρους, üπως επιδιþξουν μßαν αληθεστÝραν, αλλÜ και γενικüτερα δια της τÝχνης των εκδÞλωση του Ελληνικοý συνüλου" κι αναγνωρßζει στον ποιητÞ ποιητικÞ πρωτοτυπßα, λεπτÞ αισθητικÞ και καλλιεργημÝνη σκÝψη.

           ¸ΡΓΑ ΤΟΥ

            ΠοιÞματα:

ΠοιητικÜ Πρωτüλεια (1873)
Ο Κüδρος (1874)
Βοσπορßδες Αýραι (1876)
Ατθßδες Αýραι (1883)
Εσπερßδες (1877)
ΛυρικÜ
Παιδικαß ποιÞσεις

       ΔιηγÞματα:

Ο ¢ραψ και η κÜμηλος αυτοý (1879) - Παιδικü αφÞγημα
Το αμÜρτημα της μητρüς μου (1883)
Μεταξý Πειραιþς και Νεαπüλεως (1883)
Ποßος Þτον ο φονεýς του αδελφοý μου (1883)
Αι συνÝπειαι της παλαιÜς ιστορßας (1884)
Το μüνο της ζωÞς του ταξεßδιον (1884)
ΠρωτομαγιÜ (1884)
Ο TρομÜρας (1884) - Παιδικü αφÞγημα
Το ΣκιÜχτρο (1884) - Παιδικü αφÞγημα
Ο ΚλÝπτης (1884) - Παιδικü αφÞγημα
ΜÝσα εις το αμφιθÝατρον (1890) - Παιδικü αφÞγημα
Πþς οικονομεßται ο χρüνος (1890) - Παιδικü αφÞγημα
Ο Μοσκþβ-ΣελÞμ (1895)

                   ¢ρθρα:

Η ΕλληνικÞ δημοσιογραφßα κατÜ το 1883 (1884)-ΜετÜφραση
Διατß η μηλιÜ δεν Ýγινε μηλÝα (1885)
Μαργαρßτου Ευαγγελßδου, «Ιστορßα της θεωρßας της γνþσεως» (1885) - ΚριτικÞ
Οι καλüγεροι και η λατρεßα του Διονýσου εν Θρἀκη (1888)
Αι εικαστικαß τÝχναι κατÜ την Α´ εικοσιπενταετηρßδα του Γεωργßου Α´ (1888)
Η ΚÝρκυρα (1891) - ΜετÜφραση
Αμερικανικαß Αρχαιüτητες (1891)
Ερßκος ºβσεν (1892)
ΑνÜ τον Ελικþνα, Βαλλßσματα (1894)

                ΜελÝτες:
Αυτοτελεßς διατριβÝς και παιδαγωγικÜ εγχειρßδια.

Das Kinderspiel in Bezug auf Psychologie und Paedagogik (Το παιχνßδι υπü Ýποψη ψυχολογικÞ και παιδαγωγικÞ), Λειψßα 1881
Η φιλοσοφßα του καλοý παρÜ Πλωτßνω, Λονδßνο 1883
Ψυχολογικαß μελÝται επß του καλοý, ΑθÞνα 1885 (Δßτομο)
Στοιχεßα λογικÞς, ΑθÞνα 1885
Στοιχεßα ψυχολογßας, ΑθÞνα 1888

 

ΜεταφρÜσεις Ýργων του σε Üλλες γλþσσες:

Στην αγγλικÞ:
Georgios Vizyenos: Thracian Tales, μτφρ: Peter Mackridge
Georgios Vizyenos: Moskov Selim, μτφρ: Peter Mackridge

Στη γαλλικÞ:
Georges Vizyinos: Le péché de ma mère suivi de Le Pommier de discorde, μτφρ: Gilles Decorvet, Auguste Queux de Saint-Hilaire

Στην ιταλικÞ:
Gheorghios Viziinos: L' unico viaggio della sua vita / e altre storie, κρατικü βραβεßο μτφρ: Anna Zimbone

Στη ρουμανικÞ:
Gheorghios Vizyinos, Singura călătorie din viața sa, πρüλογος και χρονολογικüς πßνακας Elena Lazăr, μετÜφραση Elena Lazăr, Margareta Sfirschi-Lăudat, Claudiu Sfirschi-Lăudat, Amalia Zambeti, Εκδ. Omonia, ΒουκουρÝστι, 2006

==================

                            Επικοýρειον

Σ' αυτÞ τη πρüσκαιρη ζωÞ μας διατß
                                να μη χαρεß το ζωντανü το σþμα;
Ως κι οι μωροß το λεν' πως εßμαστε θνητοß,
                                  πως θα μας βÜλουν μια φορÜ στο χþμα.
Μα οýτ' οι δεσποτÜδες μας οι κορδωτοß,
                                  οýτε οι πλÝον διαβασμÝν' ανθρþποι
γνωρßζουν τι θα γßνουμε κατüπι,
                                  αυτοý που θε να πÜμε...
                                  -ΒÜλτε να φÜμε!
                                  -ΒÜλτε να πιοýμε!
Γιατß αυτü κανεßς δε το αμφισβητεß:
                                  Φαγεß' και πιεß' αλλοý δε θα τα βροýμε!

ΑνÝλπιστα γυρνÜ της Τýχης ο τροχüς
                                  κι ο Χρüνος που περνÜ δε στρÝφει πßσω.
Της χθες ο Κροßσος εßναι σÞμερα φτωχüς
                                  κι εγþ ο νÝος αýριο θ' ασπρßσω.
ΑυτÜ τα ξÝρουν üλοι πλÝον ευτυχþς
                                  κι üμως πολλοß στεροýνται και νηστεýουν!
Θα ελαφρýνουν τÜχα για ν' ανÝβουν
                                  αυτοý που θε να πÜμε;...
                                  -ΒÜλτε να φÜμε!
                                  -ΒÜλτε να πιοýμε!
Γιατß ως κι οι τρελλοß το ξÝρουν, δυστυχþς,
                                  Φαγεß' και πιεß' αλλοý δε θα τα βροýμε!

Κι üποιος μια κüρη, μιαν ωραßαν αγαπÜ,
                                  ας της χαρεß τα πρþτα-πρþτα κÜλλη.
Λýπες κι αρρþστιες θα της πÜρουν τα λοιπÜ,
                                  και θα του μεßνει μüν' η παραζÜλη.
Αυτü στ' αφτß καλÜ βεβαßως δε χτυπÜ.
                                  Μα, πλην αυτοý, ξÜφνου προβÜλλ' ο ΧÜρος
κι ειδοποιεß: -"ΑφÝντη, μη προς βÜρος,
                                  κοπιÜστενε να πÜμε
!..."

                                  -ΒÜλτε να φÜμε!
                                  -ΒÜλτε να πιοýμε!
Γιατß φαγεß' και πιεß' και κÜλλη χαρωπÜ
                                  στου ΧÜρου το κελλß δε θα τα βροýμε!

       Αποχωρισμüς
 

Φουρτοýνιασεν η θÜλασσα
και βουρκωθÞκαν τα βουνÜ.
Εßναι βουβÜ τ' αηδüνια μας
και τα ουρÜνια σκοτεινÜ
κι η δüλια μου ματιÜ θολÞ.
-"Παιδß μου, þρα σου καλÞ!"

Εßν' η καρδιÜ μου κρýσταλλο
και το κορμß μου παγωνιÜ,
σαλεýει ο νοýς μου, σα δεντρß,
που στÝκει αντßκρυ στη χιονιÜ
και εßναι ξÝβαθο πολý.
-"Παιδß μου, þρα σου καλÞ!"

Βουúζει το κεφÜλι μου,
σαν του χειμμÜρου τη βοÞ!
ΞερÜθηκαν τα χεßλη μου
και μου εκüπηκ' η πνοÞ
σ' αυτü το ýστερο φιλß.
-"Παιδß μου, þρα σου καλÞ!"

Να σε παßδεψ' ο πλÜστης μου,
καταραμÝνη ξενιτιÜ!
Μας παßρνεις τα παιδÜκια μας
και μας αφÞνεις στη φωτιÜ
και πßνουμε τüση χολÞ,
üταν τους λεμ': "¿ρα καλÞ!".

           ΥποθÞκαι

 

¼που θαρριÝται για καλü,     
   και δßχως δοιÜκι ανοßγεται,
τον βρßσκ' η μπüρα στο γιαλü 
   και ναυαγεß και πνßγεται.

 

¼που σκαρþνει μια φωλιÜ
   σ' εν' Üστατο κοτρüνι,
πριν η καθßσει μια σταλιÜ,
   γυρνÜ και τον πλακþνει.

 

¼που γλιστρÞσει, αν πιασθεß  
   στων αλλωνþν την ανθρωπιÜ,
θα τον σκουντÞσουν να χαθεß,
   να μην ορθοπατÞσει πια.

 

ΧαρÜ στον, που δεν αρμενÜ ,
   κι Ýχει στεριü το σπßτι του,
κι ουδÝ τον ξÝνο προσκυνÜ,
   ουδÝ τον συντοπßτη του!

      Στης ΜελαχρινÞς Τα ΜÜτια

 

Τα μÜτια σου, πουλÜκι μου μελαχρινü, 
που φως μες στις καρδιÝς σταλÜζουν,            
με τ' Üστρα τα ψυχρÜ ψηλÜ στον ουρανü,
-μη σε γελοýν οι ποιηταß- δε μοιÜζουν.

 

Τ' αστÝρια κÜθε μαýρη νýχτα φωτεινÜ     
με καλοσýνη λÜμπουν στα πελÜγη               
τα βλÝπει ο ναýτης, που με γνþση κυβερνÜ
και ßσιο δρüμο λÜμνει εκεß που πÜγει.

 

Τα μÜτια σου τα μαýρα, φως μου, üποιος τα ιδεß,
τüσες γλυκÜδες και φωτιÝς γεμÜτα,                     
αν εßναι και το γνωστικüτερο παιδß,                     
θε να 'βγει απü την ßσια του τη στρÜτα.

   Στßχοι Του Φρενοκομεßου:
       Το ΦÜσμα Μου

 

Μες στα στÞθια η συμφορÜ
σαν το κýμα πλημμυρÜ,
σÝρνω το βαρý μου βÞμα   
   σ' Ýνα μνÞμα!

 

Σαν μ' αρπÜχθηκε η χαρÜ
που εχαιρüμουν μια φορÜ
Ýτσι σε μιαν þρα...
μÝσ' σ' αυτÞν την χþρα
üλα Üλλαξαν τþρα!

 

Κι απü τüτε που θρηνþ
το ξανθü και γαλανü   
και ουρÜνιο φως μου,
μετεβλÞθη εντüς μου  
κι ο ρυθμüς του κüσμου.

 

Μες στα στÞθια η συμφορÜ
σαν το κýμα πλημμυρÜ,
σÝρνω το βαρý μου βÞμα    
   σ' Ýνα μνÞμα...

 

Τον σταυρü τον αψηλü
   αγκαλιÜ, γλυκοφιλþ
το μυριÜκριβο üνομÜ της,
   κι απ' τα χþματÜ της
η φωνÞ της η χρυσÞ
   με καλεß «Ýλα κι εσý
δßπλα στο ξανθü παιδß σου
   και κοιμÞσου
!» 

----------------------------------

 

                     "...το μüνον της ζωÞς του ταξεßδιον..."

     ¼τε μ' εστρατολüγουν δια το Ýντιμον των ραπτþν επÜγγελμα, ουδεμßα υπüσχεσßς των ενεποßησεν επß της παιδικÞς μου φαντασßας τüσον γοητευτικÞν εντýπωσιν, üσον η διαβεβαßωσις, üτι εν Κωνσταντινουπüλει Ýμελλον να ρÜπτω τα φορÝματα της θυγατρüς του ΒασιλÝως. Εγνþριζον πολý καλÜ üτι "οι βασιλοποýλαις" Ýχουν εξαιρετικÞν τινα αδυναμßαν εις τα ραφτüπουλα, μÜλιστα, üταν αυτÜ ηξεýρουν να τραγουδοýν τους επαßνους των θελγÞτρων αυτþν, ενþ ρÜπτουν τα "βλατιÜ", με τα οποßα στολßζουσι τα κÜλλη των.
     Εγνþριζον, πως üταν ερωτευθÞ καμμßα βασιλοποýλα με το ραφτÜκι της, δεν χωρατεýει· μüνον ερωτεýεται εις τα γερÜ· και αρρωστÜ· και πÝφτει στο κρεββÜτι· και γßνεται του θανατÜ· και κανεßς ιατρüς δεν ημπορεß να την ιατρεýση, καμμßα μÜγισσα να την φÝρη στα καλÜ της. ¿ς που φωνÜζει επß τÝλους τον πατÝρα της η βασιλοποýλα και του το λÝγει παστρικÜ παστρικÜ: «ΠατερÜκι μου, Þ το ραφτüπουλο, που τραγουδÜ τüσον εýμορφα, Þ θα πεθÜνω
     Ο βασιλεýς Üλλο παιδß δεν Ýχει. Tß να κÜμη; Φορεß την κορþνα του στο κεφÜλι, και πηγαßνει στα πüδια του ραφτüπουλου και «Στον Θεü και στα χÝρια σου!» του κρÜζει! «KÜμε μου την χÜρι να πÜρης την κüρη μου. ΚÜμε μου την χÜρι να γενÞς γαμβρüς μου. ΑλλÜ δεßξε δα προτÞτερα και καμμιÜ παλληκαριÜ, δια να μην πÝσω απü την υπüληψß μου, ωσÜν βασιλÝας üπου εßμαι».
     Το ραφτüπουλο, του φαßνεται, πως Ýχει σκαλþσει στον λαιμü του κανÝνα στυφü μÝσπιλο και δεν ημπορεß να καταπιÞ. Η αλÞθεια üμως εßναι üτι δεν Ýχει να καταπιÞ τßποτε, γιατß þς και το σÜλιο του εξερÜθη μÝσ' στον λÜρυγγÜ του. Τüσο πολý εφοβÞθηκε σαν εßδε τον βασιλÝα με την κορþνα!
     Ο βασιλεýς με την κορþνα τοý "παπαρßζει" τον þμο, και το ρωτÜ να του ειπÞ και καλÜ: τß εßναι Üξιο το ραφτüπουλο να κÜμη. ΠεριμÝνει δε με ενδüμυχον χαρÜν ν' ακοýση, üτι ο επßδοξος γαμβρüς του εßναι Üξιος να καταιβÜση κανÝνα ζωντανü λεοντÜρι απü τα βουνÜ, Þ να σκοτþση κανÝνα δρÜκοντα, Þ να κυριεýση κανÝνα βασßλειο.
    Το ραφτüπουλο εις το μεταξý επÞρε θÜρρος, αλλÜ δι' αυτü δεν Ýχασε και τον νου του να πα να "πετσοκüβεται" με τα θηρßα δια να γεßνη γαμβρüς της Μεγαλειüτητüς του. Το ραφτüπουλο εßναι εν γÝνει ειρηνικüς Üνθρωπος. Και επειδÞ τα καταφÝρει καλλßτερα üταν ψÜλλη, παρÜ üταν ομιλÞ, αποκρßνεται προς τον βασιλÝα τραγουδιστÜ τραγουδιστÜ και του λÝγει, πως εßναι Üξιο και δυνατü, να ρÜψη τα νυφιÜτικα χωρßς ραφÞ και ρÜμμα».
    «ΚαλÜ, βρε Üτιμε!» βÜλλει με το νου του ο βασιλεýς ο οποßος δεν συγκινεßται πολý πολý απü τραγοýδια. «Θα σου δεßξω εγþ πþς ξεμυαλßζεις το παιδß μου, αφοý δεν Ýχεις ενüς λεπτοý παλληκαριÜ μÝσ' τα στÞθη σου!» ¸πειτα βλÝπει το ραφτüπουλο με κÜτι Üσχημαις ματιαßς, και ¯ «Πολý καλÜ, του λÝγει, κυρ γαμβρÝ! ΡÜψε μου λοιπüν σαρÜντα φορεσιαßς νυφιÜτικαις, καθþς ταιριÜζουν εις μßαν βασιλοποýλαν και πρüσεξε να μην τýχη και διακρßνω καμμßαν ραφÞν, και καμμßαν κλωστÞν πουθενÜ! Φρüντισε üμως να τας Ýχης ετοßμους αýριον πρωß πρωß, πριν εβγÞ ο Þλιος, γιατß αλλοιþς ¯ Σου κüβω το κεφÜλι!».
    Και ο βασιλεýς με την κορþνα δεν χορατεýει αυτÞν την στιγμÞν. Το Ýχει πÜρει απüφασιν ο φιλüδοξος Üνθρωπος, να σκοτþση το ραφτüπουλο για να δþση την κüρη του εις κανÝνα μεγαλοσιÜνο!
    Κατ' ευτυχßαν το ραφτüπουλο Ýχει σßγουρη την δουλειÜ του και δεν σκοτßζεται πολý πολý. Διüτι εßναι ¯ Üλλοι μεν λÝγουν υιüς, Üλλοι δε λÝγουν εγγονüς της ΝερÜιδας. Και Ýχει μßαν δακτυλÞθραν με πÜτο, την οποßαν ποτÝ δεν αφαιρεß απü το δÜκτυλüν του.
    ¼λην εκεßνην την εσπÝραν τρþγει και πßνει και διασκεδÜζει. ΕπÜνω εις τα μεσÜνυκτα που κοιμοýνται ο "μÜστορης" και οι "καλφÜδες", εβγÜλλει την δακτυλÞθραν απü το δÜκτυλüν του, παßρνει μßαν χρυσÞν τρßχαν που Ýχει αυτοý μÝσα φυλαγμÝνην, και καßει την ακρßτσα της εις την φλüγαν του λυχναρßου. Εκεß παρουσιÜζεται εμπρüς του η χρυσüμαλλη ΝερÜιδα...
    ¯ Τß στενοχωρßα Ýχεις, αγÜπη μου;
    ¯ Το και το, αποκρßνεται το ραφτüπουλο, λÝγοντας την ιστορßα.
    Η χρυσüμαλλη ΝερÜιδα, που του Ýχει τÜξει να το γλυτþνη οσÜκις κινδυνεýει, χτυπÜ τα λευκÜ της χερÜκια τρεις φοραßς, και ¯διες εσý!¯ ΣαρÜντα λευκονδυμÝνα Νεραúδüπουλα, τþνα ευμορφüτερο απ' το Üλλο, με κÜτι γλυκÜ τραγοýδια, με κÜτι μαργιüλικα λυγßσματα εις τον αÝρα, θÝτουν κÜθε μßα εμπρüς εις το ραφτÜκι τα πολυτιμüτερα υφÜσματα της οικουμÝνης.
    Το ραφτüπουλο κüφτει και η νερÜιδες ρÜφτουν· και ρÜφτουν και τραγουδοýν και αστεÀζονται και πειρÜζουν το ραφτüπουλο καμμιÜ φορÜ τüσον ερωτüτροπα, τüσον γαργαλιστικÜ, που αν δεν Þτον η μητÝρα τους εκεß κοντÜ, θα του Ýπαιρναν τον νου του χωρßς Üλλο. Μα η χρυσüμαλλη ΝερÜιδα ταις προσÝχει, ταις οδηγεß και ταις παρακινεß, και τελειþνουν τα νυφιÜτικα, πριν Þ λαλÞσ' ο πετεινüς, πριν Ýβγ' ο Þλιος.
     Μüλις προφθÜνουν να φýγουν οι ΝερÜιδες, νÜ και ο βασιλÝας που εμβαßνει με την κορþνα στο κεφÜλι και με τους δημßους καταπüδι του: ¸ρχεται να σφÜξη το ραφτüπουλο! ΑλλÜ εκεß που εμβαßνει βλÝπει ταις σαρÜντα νυφιÜτικαις φορεσιαßς κρεμασμÝναις εις το σχοινß χωρßς ραφÞ και ρÜμμα, και θαμβþνουνται τα μÜτια του: Tο χρυσÜφι και το μαργαριτÜρι, που Ýχουν επÜνω κεντημÝνο, αξßζει üλο του το ψωροβασßλειο! Ο βασιλεýς με την κορþνα δαγκÜνει τα χεßλη του. Παßρνει το ραφτüπουλο απü το χÝρι, το πηγαßνει στο παλÜτι και του δßδει την κüρην του, και τελειþνει η ιστορßα.
     Ταýτα πÜντα μοι τα διηγεßτο ο πÜππος μου, και μοι τα διηγεßτο ωσÜν να εßχον συμβÞ χθες ακüμη, ωσÜν να συνÝβαινον ανÜ πÜσαν στιγμÞν εις τον κüσμον. Ενθυμοýμαι δ' Ýτι και σÞμερον με πüσην παιδικÞν υπερηφÜνειαν εισÞλθον πρþτην φορÜν εις την πüλιν ως νεοσýλλεκτος του "εσναφßου" των ραπτþν, αναλογιζüμενος, üτι μετÜ τινας ημÝρας θα εξÞλαυνον εκ της δι' ης επεζοπüρουν τþρα πýλης, εν θριÜμβω συνοδεýων την ωραιοτÝραν βασιλοποýλαν εις το χωρßον μου. Και τοýτο μοι το υπÝδειξεν ο παπποýς. Και επειδÞ ο παπποýς Þτο δι' εμÝ ο πλÝον κοσμογυρισμÝνος και κοσμομαθÞς Üνθρωπος, επßστευον τους λüγους του μÝχρι κεραßας.
    Εν τοýτοις εßχον παρÝλθει αρκετοß μÞνες απü της αφßξεþς μας και τßποτ' ακüμη δεν κατωρθþθη. Εßναι αληθÝς üτι ο μÜστορÞς μου Þτον αρχιρρÜπτης της ΒαλιδÝ-ΣουλτÜνας, και επειδÞ εγþ Þμην ο μικρüτερος των συμμαθητþν μου, με Ýστελλε τακτικÜ εις το παρÜ τον Βüσπορον παλÜτιον αυτÞς πüτε φÝροντα μÝγαν "μπüγον" επß κεφαλÞς, πüτε δε υπü μÜλης την μεταξßνην και χρυσüκροσσον "σακκοýλαν", με τα κατÜστιχÜ του εν αυτÞ. ΠολλÜκις λοιπüν διÞλθον δια πολυτελþν στοþν, και δια σκιερþν διüδων εισÝδυσα εις τους μαγικοýς και μυροβüλους "δαερÝδες" του χαρεμßου της ΒαλιδÝ-ΣουλτÜνας. ΑλλÜ αι υπÜρξεις, προς ας ηρχüμην εις σχÝσεις εν αυτþ Þσαν κυρßως οι μαýροι ευνοýχοι, με το πλατýτατον αυτþν στüμα, με τους μεγÜλους οδüντας απαισßως λευκÜζοντας μεταξý των χονδροειδþν χειλÝων των, και με κÜτι Üγρια βλÝμματα, που με Ýκαμναν να τρÝμω απü την φρßκην μου. Ενßοτε Þθελον ¯ οι βασιλοποýλαις αναμφιβüλως¯ να εκφρÜσουν ιδιαιτÝραν τινÜ ευαρÝσκειαν προς το ραφτüπουλü των. Τüτε ο πλÝον φοβερüς μαýρος Ýπιανε το πλÝον φοβερü "καμτσßκι", Ýνευε προς εμÝ και Ýμβαινεν εμπρüς. Εγþ τον ηκολοýθουν, με το βλÝμμα επß του εδÜφου. ¸νας δεýτερος μαýρος με Ýνα δεýτερο "καμτσßκι" με ηκολοýθει κατÜ πüδας. Τοιουτοτρüπως, μεταξý των δýο εκεßνων δημßων, προεχþρουν εις τα ενδοτÝρω του χαρεμßου, εν τω οποßω üμως δεν Ýβλεπον τßποτε Üλλο, πλην του εδÜφους, ποý μεν στιλπνοý üπως αι Üρισται των χορþν αßθουσαι, ποý δε κεκαλυμμÝνου υπü βαρυτßμων ταπÞτων.
    Αλλ' εÜν δεν Ýβλεπον, Þκουον τουλÜχιστον. ¹κουον γυναικεßας φωνÜς και γÝλωτας και αστεúσμοýς βαναýσους και ýβρεις ασÝμνους απευθυνομÝνας προς τον προ εμοý βαδßζοντα "ΚισλαραγÜν", ο οποßος εφþναζε πÜσαις δυνÜμεσι να κρυβþσι φεýγουσαι κατÜ την προσÝγγισßν μου αι αμφßπολοι και οδαλßσκαι της ΣουλτÜνας, τýπτων ανηλεþς δια της μÜστιγüς του τας τολμþσας να παρακýψωσιν üπισθεν των θυρþν και των παραπετασμÜτων üπως ßδωσι τüσον πλησßον των Ýνα αρσενικüν Üνθρωπον. Ο μετ' εμÝ ακολουθþν Αιθßοψ τοýτο μεν με προεφýλαττεν απü του να γεßνω ανÜρπαστος υπü των üπισθεν λαθραßως και αψοφητß ακολουθουσþν, τοýτο δε με παραμüνευε μη τολμÞσω και υψþσω τους οφθαλμοýς απü του εδÜφους και βεβηλþσω δια του "γκιαουρικοý" μου βλÝμματος τα ιερÜ θýματα τα προωρισμÝνα να θυσιασθþσι ποτε εις στιγμιαßαν τινÜ ιδιοτροπßαν του μεγÜλου των Κυρßου.
    Εν τω μÝσω τοιοýτων συγκινÞσεων Ýφθανον τÝλος εις τον προς ον üρον.
    Αλλ' εκεß, εις το τελευταßον δωμÜτιον, εν þ με Üφινον οι μαýροι κλεßοντες üπισθÝν μου την θýραν, τß νομßζετε üτι μ' επερßμενε; Καμμßα ροδανθÞς, ξανθüκομος βασιλοποýλα ετοßμη να πετÜξη απü την χαρÜν της, εις την αγκÜλην μου; Τßποτε, απολýτως τßποτε, εντüς του δωματßου. Εντüς του τοßχου üμως, δι' οý το δωμÜτιον τοýτο συνεκοινþνει προς Üλλο, μ' επερßμενε να τον θωπεýσω, παπαρßζων αυτüν, ωσÜν να Þτο η ερωμÝνη μου, σανßδινος κýλινδρος, κατεσκευασμÝνος οýτως, þστε να περιστρÝφεται εν τη θÝσει του περß κÜθετον Üξονα, χωρßς να σε αφßνη να ιδÞς εκ των πλαγßων εις το παρακεßμενον δωμÜτιον. Μüλις τον εθþπευον, ως ανωτÝρω, και μßα λεπτÞ πολý λεπτÞ φωνÞ ηκοýετο Ýσωθεν:
    ¯ ¹λθες, αρνß μου;
    ¯ ΜÜλιστα, "ΣουλτανÞμ".
    Ο σανßδινος κýλινδρος εστρÝφετο περß εαυτüν, παρουσιÜζων τþρα προς εμÝ εις το αντßθετον μÝρος του μικρÜν θυρßδα, Þτις τον Ýκαμνε να φαßνεται, ως ερμÜριον. "ΠατσουλÞ", μüσχος, Üμβρα και üλα των Ινδιþν τα αρþματα εμοσχοβüλουν üπισθεν της θυρßδος εκεßνης. Βεβαßως θα Þτον αυτοý μÝσα η βασιλοποýλα μου! ¹νοιγον την θýραν εναγωνßως και εντüς του περιστρεφομÝνου τοýτου μικροý ερμαρßου με υπεδÝχετο μυροβüλον και ορεκτικüν κανÝνα "μοχαλεμπß", κανÝνα "μπουρÝκι", Þ "μπακλαβÜς" Þ Üλλο τι γλυκýτατον πρÜγμα απü εκεßνα, τα οποßα δεν Ýχουν μεν γλþσσαν, αισθÜνεσαι üμως Üμα τα ιδÞς, üτι σοι λÝγουν επανειλημμÝνως «φÜγε με». Τοýθ' üπερ και Ýπραττον εγþ, εννοεßται, χωρßς πολλþν διατυπþσεων.
    Μßαν ημÝραν μüλις ετελεßωσα την ευχÜριστον ταýτην ενασχüλησßν μου, και η λεπτÞ εκεßνη φωνÞ με ερωτÜ εÜν θÝλω και Üλλο τßποτε καλλßτερο.
    ¯ ¼χι, ΣουλτανÞμ, Üλλο τßποτε καλλßτερο απü σÝνα δεν θÝλω.
    ¯ "ΑφερÞμ", αρνß μου! ΜεγÜλος εßσαι, μεγÜλος;
    Ετοιμαζüμην να της εßπω üτι εßμαι τüσος, þστε ειμποροýσα να Ýμβω εις το ερμαρÜκι εκεßνο, να κλεßσω την θυρßδα, να δþσω Ýνα γýρον εις τον κýλινδρον και να ευρεθþ ωσÜν "μπουρÝκι" εμπρüς εις τους οφθαλμοýς της. ΑλλÜ ο μαýρος ευνοýχος, ο οποßος εις το μεταξý εßχεν εισÝλθει χωρßς να τον εννοÞσω, εξεστüμισεν ýπερθεν της κεφαλÞς μου Üσεμνον ýβριν, αποπνßξας την φωνÞν εις τον λÜρυγγÜ μου.
    Η καûμÝνη μου η βασιλοποýλα Ýπρεπε να λÜβη την απÜντησιν απü το Üγριον, το φοβερüν του στüμα!
    ¯ ΜεγÜλος, ε; χα, χα, χα! Ýκραξεν ο ΚισλÜρ αγÜς γελþν σαρδþνιον γÝλωτα. Εßναι τüσο μικρüς ακüμα, που για να τον κρεμÜσω αψηλÜ, στα μÜτια σου, επαρÜγγειλα καινοýριο σκαμνß να πατÞση πÜνω.
    ¸πειτα μοι Ýνευσε να τον ακολουθÞσω...
    Τþρα, εÜν συνÝβαινε να Ýχη η ΒαλιδÝ-ΣουλτÜνα, üπως Üλλοτε βασιλεßς τινες της Ασßας, εις κÜθε θýραν του παλατßου της Ýνα σοφüν γραμματÝα, διατεταγμÝνον να εκθÝτη εις λιπαρüτατον ýφος λüγου παν ü,τι συνÝβαινε περß εαυτüν, δεν αμφιβÜλλω, üτι Ýκαστος αυτþν ανεξαιρÝτως θα εσημεßωνεν εις το χρονικüν του, üτι εγþ και κατ' εκεßνην την ημÝραν εξÞλθον εκ του χαρεμßου, üπως πÜντοτε, με τον Ýνα ευνοýχον εμπρüς, εκσοβοýντα τας οδαλßσκας μακρÜν της üψεþς μου, με τον Ýτερον ευνοýχον κατüπιν, αμυνüμενον τας üπισθεν προσπαθοýσας να με σýρωσιν απü του φορÝματος. Εγþ üμως διαβεβαιþ, üτι αφ' ης στιγμÞς ο φοβερüς εκεßνος "αρÜπης" εßπεν, üτι παρÞγγειλε "καινοýριο σκαμνß" δια να με κρεμÜση, απ' εκεßνης της στιγμÞς το Ýδαφος του δωματßου, εν þ ευρισκüμην, υπεχþρησεν αßφνης υπü τους πüδας μου και εγþ κατεκρημνßσθην εις Üψοφον σκοτεινüν χÜος με τον ßλιγγα της κεφαλÞς, με την λιποθυμßαν της καρδßας, ην αισθανüμεθα ονειρευüμενοι üτι πßπτομεν απü αμετρÞτου ýψους αποτüμου βραχþματος ßνα διεκφýγωμεν τον επαπειλοýντα την ζωÞν ημþν κßνδυνον εκ μÝρους τερατþδους τινüς καταδιþκτου.
    Πþς ευρÝθην πÜλιν εις το εργαστÞριüν μας, περß τοýτου αδυνατþ να δþσω ακριβεßς πληροφορßας. ΤινÝς των συμμαθητþν μου Ýλεγον, üτι Ýχασα τον δρüμον απü την φοβÝραν μου, τινÝς, üτι Ýχασα και το μυαλü μου. Εγþ τους Üφινα να αστεÀζωνται. Μüνον üταν εσηκþθησαν οι προ εμοý κομßσαντες και αυτοß "μπüγους" εις το παλÜτι, και Þρχισαν να φλυαροýν πως τÜχα και αυτοß Ýφαγαν γλυκßσματα απü το στρογγυλüν, το περß τον ÜξονÜ του κινητüν εκεßνο ερμÜριον, και üτι το δωμÜτιον μεθ' οý συνεκοινþνει στρεφüμενον δεν Þτο η αßθουσα Þ ο κοιτþν της βασιλοποýλας, αλλÜ το "κελÜρι" του χαρεμßου, και üτι η γλυκεßα, η πολý γλυκεßα εκεßνη φωνÞ, δεν Þτο της αγÜπης μου της βασιλοποýλας, αλλÜ του γηραλεωτÜτου ευνοýχου του παλατßου, μüνον τüτε κατεξανÝστη το αßσθημα της φιλοτιμßας μου και εμÜλωσα με üλους, και περιÞλθον εις τοιαýτην προς αυτοýς διÜστασιν þστε οýτε τους ωμßλησα καν Ýκτοτε.
    ¼τι δεν εξαναπÜτησα εις το χαρÝμι εννοεßται αφ' εαυτοý. Διüτι üσον και αν εθλιβüμην, αναλογιζüμενος, üτι η βασιλοποýλα μου τÞκεται üπισθεν του στρογγυλοý ερμαρßου παρÜ τας üχθας του Βοσπüρου, Üλλο τüσον δεν εκαταλÜμβανα, διατß δεν Ýστελνε τÝλος πÜντων τον πατÝρα να με ζητÞση δια σýζυγüν της, üπως Ýκαμαν üλαις οι βασιλοποýλαις που εγνþρισεν ο πÜππος μου.
    ΜετÜ την θλιβερÜν εκεßνην απογοÞτευσιν, η αηδÞς και ανιαρÜ μονοτονßα του πρακτικοý βßου, αι δυσχÝριαι του αρχαρßου περß τα στοιχεßα της τÝχνης, μοι εφαßνοντο δýο και τρεις φορÜς βαρýτεραι. Υπü το βÜρος αυτþν Þρχισα να καχεκτþ και να μαραßνωμαι καθειργμÝνος εκεß, εντüς του Τσαρσßου της Σταμποýλ üπισθεν των σιδηρþν πυλþν του ΚεμπετσÞ-Χανßου, προς τους μολυβδοσκεπεßς του οποßου θüλους ανÝπεμπον ο δυστυχÞς τþρα ουχß πλÝον θελκτικοýς Þχους ερωτικþν ασμÜτων αλλÜ τους κλαυθμοýς και οδυρμοýς παιδικÞς, καρδιοβüρου νοσταλγßας!
    Προ πÜντων Þρχησα ν' απεχθÜνωμαι τον μÜστορÞ μου, μικρüσωμον, καχεκτικüν γερüντιον, το οποßον, ενþ συνþδευε δια των γελοßων κινÞσεων της νωδÞς του σιαγüνος τα τραγανÜ μασσÞματα του ψαλιδßου του, του αδηφÜγου, δεν Ýπαυεν επιτηρþν με ýπερθεν των μεγÜλων και στρογγυλþν αυτοý διüπτρων μη τυχüν εκτεßνω ολßγον τον μαργωμÝνον πüδα, Þ ορθþσω επß μικρüν την κατÜκοπον σπονδυλικÞν μου στÞλην.
    Μßαν ημÝραν εßτε εξ αδυναμßας, εßτε εκ πεßσματος, επÝμενον παραβαßνων τον ιερüν τοýτον κανüνα ραπτικÞς ευπρεπεßας τüσον συνεχþς, þστε Ýσχον την τιμÞν να γνωρισθþ τüτε πρþτον και με την "βουβÞν μαστüρισσαν", δηλαδÞ την παρÜ το πλευρüν του μαστüρου μου κειμÝνην πÞχην. Αυτü εξÞψε την αγανÜκτησßν μου μÝχρις ασεβεßας. Διüτι ενθυμοýμαι πολý καλÜ, üτι κατÜ το ενδüμυχον εκεßνο πεßσμα μου Þρχισα να μεμψιμοιρþ και να ελÝγχω πικρüτατα αυτüν τον Θεüν, διüτι Ýσχε την πρωτοβουλßαν να ρÜψη ιδßαις χερσßν τον περßφημον εκεßνον δερμÜτινον χιτþνα περß την γυμνüτητα της Εýας και να δþση τοιουτοτρüπως αρχÞν και γÝνεσιν εις το των ραπτþν επÜγγελμα. ΕÜν Þμην εγþ Θεüς, Ýλεγον κατ' εμαυτüν, θα την Üφινα την Εýα μου καθþς την εßχα πλÜσει. Τß θα μ' Ýβλαπτεν τÜχατες η καûμÝνη, γυμνÞ καθþς Þτο; Θαρρþ μÜλιστα, πως θα Þτο και ωραιοτÝρα. ¸πειτα, ενüσω εßχε την γυναßκα εις τον ΠαρÜδεισον, Þγουν εις το σπßτι του ο "μαστρο-Θεüς", την Üφινε γυμνÞν· üταν üμως απεφÜσισε να την φορτþση δια παντüς εις τον "γιακÜν" του δυστυχοýς ΑδÜμ, να την εβγÜλη εις τον κüσμον, τüτε την επροßκισε και μ' Ýνα στολßδι. Δεν βλÝπεις τß κακüν Ýχει κÜμει; ºδρυσε με τα ßδιÜ του χÝρια το κακοδαιμονÝστατον "εσνÜφι" των ραπτþν, καταδικÜσας με να κÜθημαι εδþ σταυροποδητüς και εσκυμμÝνος απü πρωÀας μÝχρι βαθυτÜτης νυκτüς, και ßδρυσε την κακßστην συνÞθειαν, να προικßζουν οι πατÝρες τας θυγατÝρας των, üχι μ' εσωτερικÜς αρετÜς, ενüσω τας Ýχουν εις τους οßκους των, αλλÜ μ' εξωτερικÞν πολυτÝλειαν, üταν τας φορτþνουν εις την ρÜχην των γαμβρþν των.
    Τας τελευταßας ταýτας σχολαστικüτητας, εßμαι βÝβαιος üτι Þθελον τας διατυπþσει αφελÝστερον τüτε, εÜν γνωστÞ τις φωνÞ δεν εκÜλει κÜτωθεν το üνομÜ μου, διακüψασα αßφνης το ρεýμα των ελεγειακþν μου σκÝψεων, πριν Þ λÜβωσι τελειωτικþς την λογικÞν αυτþν διατýπωσιν.
    Μ' üλας τας επανειλημμÝνας νουθεσßας, τας αναγγελλοýσας μοι εκ μÝρους της μητρüς, üτι η τÝχνη εßναι χρυσοýν βραχιüλιον, το οποßον þφειλoν να κατακτÞσω αντß πÜσης θυσßας ¯üτι η πÝτρα που κυλÜ δεν κÜμνει δια θεμÝλιον, και τα τοιαýτα¯ εγþ επÝμενον μηνýων (τüτε δεν Þξευρον ακüμη να γρÜφω) και παρακαλþν αυτÞν να με ανακαλÝση Þ να με βÜλη να μÜθω ανθρωπινωτÝραν τινÜ τÝχνην. Και δεν εßχον μεν πολλÜς πιθανüτητας επιτυχßας, Þλπιζον üμως ν' απαλλαγþ καν απü τον μÜστορην εκεßνον, δια να αναπνεýσω τον εκτüς του "Τσαρσßου" και των "χανßων" καθαρüτερον, ελεýθερον αÝρα. Προ πÜντων εßχον κρυφÞν επιθυμßαν να στοιχÞσω εις τον αρχιρρÜπτην, του εν ΝτολμÜ-μπαχτσÝ σουλτανικοý χαρεμßου, ο οποßος κατþκει εις την ασιατικÞν του Βοσπüρου üχθην, απÝναντι του ανωτÝρου παλατßου. Εκεß, εσκεπτüμην κατ' εμαυτüν, θα με ακοýουν οι βασιλοποýλαις, üταν τραγουδþ, και Þ θα εμβαßνουν εις τον "πιαντÝ" να Ýρχωνται, Þ θα με γνεýουν απü το παρÜθυρον να πηγαßνω κολυμβþντας να τας ευρßσκω.
     ΒλÝπετε, με üλα τα παθÞματÜ μου, την βασιλοποýλαν δεν την Ýβγαλα ακüμη απü το κεφÜλι· και τοýτο, διüτι, ως εßπον, εßχον απüλυτον εμπιστοσýνην εις τους λüγους του παπποý. Αυτüς Þτο δι' εμÝ ο πλÝον κοσμογυρισμÝνος, ο πλÝον πολýπειρος Üνθρωπος. Και εÜν δεν Ýβαζα καμμßαν βασιλοποýλα εις το χÝρι εδþ, εντüς της Πüλεως, ο παπποýς θα με ωδÞγει επß τÝλους, ποý ευρßσκονται αυταßς οι βασιλοποýλαις, ποý ερωτεýονται τüσον εýκολα με τα ραφτÜκια. Διüτι, δεν εßναι δυνατüν, ο παπποýς πρÝπει να ταις εßδε, πρÝπει να ταις ηξεýρη· ßσως ßσως και θα ερωτεýθηκε ο ßδιος με καμμιÜν, αν και δεν Þτο ο καûμÝνος οýτε ρÜπτης, οýτε τραγουδιστÞς περßφημος.
    ¼ταν λοιπüν Þκουσα την φωνÞν εκεßνην να καλÞ το üνομÜ μου, εσκßρτησα εξ αγαλλιÜσεως, διüτι Þτον η φωνÞ του Θýμιου, του υπηρÝτου του παπποý μου.
    Το δωμÜτιον, εν þ ειργαζüμεθα, Þτο "τζαμεκιÜνιον", τουτÝστι μικρüν ανþγεων εκτισμÝνον, ως φωλεÜ χελιδüνος, υψηλÜ μεταξý δýο θολοσκεπþν αψßδων, εις ας απολÞγουν αι περß την κεντρικÞν αυλÞν των χανßων λιθüκτιστοι στοαß. Εις το ανþγεων τοýτο ανÝβαινÝ τις απü της στοÜς δια στενÞς κλßμακος στηριζομÝνης κατÜ το Üνω Üκρον εις αυτü το δÜπεδον, εφ' οý και εκαθÞμεθα εργαζüμενοι. Μüλις λοιπüν παρÞλθε μßα στιγμÞ, αφ' ης Þκουσα το üνομÜ μου, και, üπισθεν των σαθρþν κιγκλßδων της κλßμακος ταýτης προÝβαλε πρþτα πρþτα η κεφαλÞ του αναβαßνοντος Θýμιου. Το προαßσθημÜ μου επηλÞθευσεν, οι σοβαροß του Θýμιου οφθαλμοß ανεζÞτουν τινÜ μεταξý των συμμαθητþν μου. Δεν επερßμενα να με καλÝση· δεν επερßμενα ν' αναβÞ την κλßμακα ολüκληρος, üπως πεισθþ, üτι δεν με απατþσιν αι αισθÞσεις μου. ΕτινÜχθην απü της θÝσεþς μου ως αιχμÜλωτον πτηνüν, το οποßον ευρßσκει απροσδοκÞτως ανοικτÞν την θýραν του κλωβßου του.
    ¯ «O παπποýς παλεýει με τον Üγγελο! εßπεν ο Θýμιος, ενþ ανÝβαινεν ακüμη και χωρßς τινος εισαγωγικÞς διατυπþσεως. Ο παπποýς ψυχομαχÜ και σε γυρεýει· Ýλα, πÜμε γρÞγορα. Γιατß, διες, αν δεν προφθÜξης, θ' αποθÜνη και θα μεßνουν ανοικτÜ τα μÜτια του».
    Και στηριχθεßς επß του "κεφαλοσκÜλου" ο Θýμιος Ýδωκεν εις τους λüγους του μßαν πρüσθετον βαρýτητα, νεýσας προς εμÝ, ως Üνθρωπος üστις δεν εßχε καιρüν να περιμÝνη.
    Δεν ηξεýρω εÜν Þτον ο τüνος της φωνÞς, το σοβαρüν του βλÝμματος, Þ το περιεχüμενον των λüγων του το συντελÝσαν περισσüτερον εις την ταραχÞν μου. Ενθυμοýμαι μüνον, üτι πολλÞν þραν αφοý εσιþπησεν ο Θýμιος, εγþ ιστÜμην ακüμη ακßνητος και ενεüς, εις ην θÝσιν ευρÝθην καθ' ην στιγμÞν επρüφερε τας πρþτας του λÝξεις, και, ενθυμοýμαι üτι υπü την επÞρειαν αυτþν αλλεπÜλληλοι ριγηλαß φρικιÜσεις εκλüνισαν τα νεýρα μου.
    Ο παπποýς παλεýει με τον Üγγελον! Αυτü βεβαßως δεν Þτο καλÞ δουλειÜ. Αλλ' ο παπποýς γυρεýει και μÝνα. Αυτü Þτον ακüμη χειρüτερο! Αυτü θα ειπÞ πως ο παπποýς μοναχüς του δεν ειμπορεß να τα βγÜλη πÝρα με τον Üγγελο και με καλεß να βοηθÞσω!
    Η παιδικÞ αýτη σκÝψις μοι επÞλθε, διüτι Üλλοτε εσυνÞθιζον να παλαßω με τον παπποýν, αναρριχþμενος επß της ρÜχεως και των υψηλþν αυτοý þμων προ πÜντων οσÜκις τον κατελÜμβανον καθÞμενον επß του "μεντερßου" του παρÜ την εστßαν. Ο παπποýς κατÜ τους θορυβþδεις εκεßνους αγþνας εκηρýττετο πÜντοτε ηττημÝνος και πÜντοτε με ανεγνþριζεν ως ισχυρüτερον, συνιστþν με εις τους παρατυγχÜνοντας επισÞμως, ως τον "πεχληβÜνην" του, δηλαδÞ τον εξ επαγγÝλματος παλαιστÞν, ον οι πασσÜδες τρÝφουν συνÞθως Ýτοιμον να παλαßση προς τον üστις Þθελε καυχηθÞ, üτι εßναι ο δυνατüτερος της χþρας και, Þ να τον καταβÜλη, Þ να υποχωρÞση εις τον νικητÞν την θÝσιν του. Αφοý λοιπüν μετÜ τοσοýτου κüμπου Ýφερον Üλλοτε τον τßτλον εκεßνον, μοι εφÜνη πολý φυσικüν, εÜν ο παπποýς, μη ηξεýρων τþρα πþς να "ξεκÜμη" μüνος του με τον Üγγελον, προσεκÜλει εμÝ τον "πεχληβÜνην" του δια να τον βοηθÞσω να βροντÞξη τον αντßπαλüν του χαμαß, δια ν' αναλÜβω, ßσως ßσως εγþ αυτüς τον φοβερüν εκεßνον αγþνα περß ζωÞς και θανÜτου!...
    Και πþς θα το καταφÝρω; Και ποý θα παλαßσω με τον Üγγελον; επÜνω εις το μεντÝρι του παπποý, Þ μÝσ' στο μαρμαρüστρωτο τ' αλþνι;
    ¼χι, üχι, üχι! Φοβοýμαι! Δεν βαστþ!
    Και συνεκροýοντο τα γüνατÜ μου εκ τρüμου, και Ýκλινον να καθÞσω επιστραφεßς εις την θÝσιν μου. Αλλ' εκεß εσυλλογßσθην εξαßφνης, üτι αυτÞ Þτον η μüνη ευνοúκÞ περßστασις, üχι μüνον ν' απαλλαγþ απü τας χεßρας του μαστüρου μου, αλλÜ και να προφθÜξω, ενüσω Þτο ακüμη καιρüς, να ερωτÞσω τον παπποý, εις ποßον μÝρος του κüσμου συνÞντησε τας βασιλοποýλας, περß ων ωμßλει, ωσÜν να Ýφαγε και Ýπιε και εκουβÝντιασε μαζß των.
    Αλλ' ο μÜστορης; Να ιδοýμεν τß λÝγει και ο μÜστορης! Θα με αφÞση Üρα γε να υπÜγω; ΚαλÝ, αυτüς προ μιας þρας μÜς διεβεβαßου, üτι üλοι οι μαθηταß εßμεθα αναπαλλοτρßωτα κτÞματÜ του, και τþρα θα με αφÞση να του ξεφýγω; Ω, συμφορÜ μου! Αυτü Ýπρεπε να σκεφθþ πρþτα πρþτα!
    Ο μÜστορης, αφ' ης στιγμÞς ανÞλθεν ο Θýμιος εις το δωμÜτιüν μας, αφÞκε το ψαλßδιον αυτοý μετÜ κρüτου επß του προ αυτοý "τεζιαχßου" και υψþσας τας μεγÜλας αυτοý διüπτρας απü των οφθαλμþν επß του ρυτιδωμÝνου μετþπου του, εστÞριξε τας χεßρας προκλητικþς επß των λαγüνων και διετÝλει εξακοντßζων απειλητικþτατα βλÝμματα κατÜ του τολμÞσαντος να εισχωρÞση οýτως εις το τυραννοκρατικüν αυτοý βασßλειον, χωρßς τινος προηγουμÝνης διατυπþσεως. Οι συμμαθηταß μου Þσαν πÜντες συγκεκινημÝνοι, ουδεßς üμως ετüλμησε να κινηθÞ, Þ ν' ανακýψη. Ταýτα πÜντα Þσαν κακοß οιωνοß: Βεβαßως δεν θα με αφÞση ν' αναχωρÞσω.
    ¯ Ο παπποýς του παλεýει με τον Üγγελο! εßπεν ο Θýμιος τþρα προς αυτüν κρεμþν Ýτι μÜλλον τα καταιβασμÝνα του "μοýτρα". Ο παπποýς του μας αφßνει χρüνια, κ' εγýρεψε να διη το παιδß. ΞÝρεις, εßναι η υστερινÞ του θÝλησι.
    Ο μÜστορης, του οποßου η οργÞ εφαßνετo εις το Ýπακρον κορυφωμÝνη, Þνοιγεν Þδη τα σπασμωδικþς κινοýμενα χεßλη δια να βλασφημÞση, ως εσυνεßθιζε κατÜ τας βιαßας εκρÞξεις του θυμοý του. Αλλ' η τελευταßα φρÜσις του Θýμιου, προφερθεßσα μετÜ τινος μυστηριþδους ευλαβεßας και με παρηλλαγμÝνον τüνον φωνÞς, ενÞργησεν ως μαγßα επß του σκληροý, του απανθρþπου εκεßνου γÝροντος. Το εξημμÝνον αυτοý πρüσωπον ημÝρωσεν ευθýς, το προκλητικüν του σþματος παρÜστημα κατÝπεσεν εν ακαιρεß, και, μετ' αγαθüτητος, ην πρþτην φορÜν Ýβλεπα παρ' αυτþ, Ýτινε προς εμÝ την χεßρα του να την ασπασθþ. Τοýτο Þτο Üδεια προς αναχþρησßν μου.
    Η σýγχυσις και η απειρßα με Ýκαμαν να πιστεýσω εκεßνην την στιγμÞν üτι ο Θýμιος, üπως Þξευρε να δαμÜζη τους ατιθÜσσους του πÜππου μου ταýρους δια της στεντορεßας φωνÞς και των χαλυβδßνων χειρþν του, οýτως εßχε την μυστηριþδη δýναμιν να επÜδη μακρüθεν εξημερþν την θηριωδßαν του αγριωτÝρου μαστüρου. Εξ üσων üμως συμπεραßνω σÞμερον την απροσδüκητον εκεßνην μεταβολÞν προεκÜλεσεν η κοινÞι οφειλομÝνη προς τους αποθνÞσκοντας θρησκευτικÞ ευλÜβεια.
    Εßναι αληθþς θαυμαστÞ η προθυμüτης και η ευσÝβεια, μεθ' ης και ο δυστροπþτερος των ανθρþπων υπακοýει παρ' ημßν εις την τελευταßαν επιθυμßαν των αποθνησκüντων. Δεν ηξεýρω εÜν πιστεýεται, üτι οι μη συντεßναντες προς εκπλÞρωσιν αυτÞς προκαλοýσιν εφ' εαυτþν των την του ουρανοý δυσμÝνειαν. ºσως ¯κατÜ την φιλοσοφικωτÜτην ηθικÞν του λαοý¯ αποφεýγει Ýκαστος να πρÜξη ü,τι δεν επιθυμεß να συμβÞ εις αυτüν. Το βÝβαιον εßναι, üτι η αποδημοýσα ψυχÞ εφ' üσον Ýχει ακüμη επιθυμßαν τινÜ ανεκπλÞρωτον, δεν δýναται ν' αποσπασθÞ του ξÝνου πλÝον αυτÞ σþματος και αναχωρÞση, αλλÜ τριγυρßζει γογγýζουσα και παραπονουμÝνη επß των χειλÝων του ψυχορραγοýντος· φρικτüν δε θεωρεßται και στιγματßζεται ως ασÝβεια, εÜν οι συγγενεßς και οικεßοι δεν σπεýδουν να πρÜξωσι παν το επ' αυτοßς, üπως ετοιμÜσωσιν Þσυχον και ευχαριστημÝνην την αναχþρησιν της ψυχÞς απü Ýνα κüσμον, εις τον οποßον δεν ανÞκει μεν πλÝον, μετÜ του οποßου üμως την συνδÝει ακüμη η τελευταßα της επιθυμßα. Εκ της εκφρÜσεως μÜλιστα, ην λαμβÜνει το πρüσωπον του νεκροý, αφοý εκπνεýση, δýναται ν' αποφανθÞ τις αλανθÜστως, εÜν τοýτο εγÝνετο Þ üχι.
    Εκ τοýτου συμβαßνει, να λαμβÜνωσι χþραν παρÜ την κλßνην των θανατιþντων σκηναß συγκινητικþταται, σπαραξικÜρδιοι ενßοτε. Εδþ ο Üσωτος υιüς, η απερßσκεπτος κüρη, ων η ελαφρÜ διαγωγÞ εξοργßσασα τον αυστηρüν πατÝρα, απÝκλεισεν αυτοýς απü της ολομελεßας του οßκου, συνιστþνται υπü της ολιγοδρανοýς πλÝον μητρüς των εις την επιεßκειαν του πατρüς, üστις ολολýζων τοßς ανοßγει πÜλιν φιλοστüργως τας αγκÜλας, εν μÝσω των θαλερþν δακρýων των παρισταμÝνων. Εδþ η ανÝκαθεν μισητοτÜτη παρÜ τοις ¸λλησι μητρυιÜ εμπιστευομÝνη παρÜ του ψυχορραγοýντος πατρüς εις την στοργÞν του εκ της προτÝρας συζýγου τÝκνου του, ευρßσκει παρ' αυτþ την θερμοτÝραν, την μÜλλον αφωσιωμÝνην περßθαλψιν. Εδþ συμβιβÜζονται μακραß οικογενειακαß διχüνοιαι· εξαλεßφονται ýπουλα μεταξý αδελφþν μßση· διαλýονται Ýχθραι και αυταß αι θανασιμþτεραι μεταξý συγγενþν και οικεßων. Εδþ τÝλος πÜντων, τα μÝλη της οικογενεßας, μÝχρι και αυτþν των απωτÜτων, συνÝρχονται απü των περÜτων της χþρας επß το αυτü, ουχß εκ χαιρεκÜκου, εξ ασεβοýς προσδοκßας υλικÞς κληρονομßας, αλλÜ διüτι αι ψυχαß αυτþν συνδεδεμÝναι υπü της φýσεως στενüτερον προς την αποδημοýσαν ýπαρξιν, Ýλκονται ορμεμφýτως να συναντηθþσιν Ýτι Üπαξ μετ' αυτÞς, ενüσω ευρßσκεται ακüμη πλησßον των, εν των επιγεßω κüσμω, ν' ανταλλÜξωσι μυστηριωδþς το τελευταßον πνευματικüν αυτþν φßλημα.
     Διüτι, ποßος δεν το βλÝπει; Η ψυχÞ, η ανιπταμÝνη εν μÝσω των ευχþν και των ευλογιþν των, υπÜγει εκεß, üπου ευρßσκονται τα προαποθανüντα μÝλη της οικογενεßας. Ο αποχωρισμüς λοιπüν οýτος ο μερικüς, εßναι γενικÞ συνÜντησις μετÜ των ψυχþν εκεßνων, εßναι Ýμμεσος προς τους νεκροýς συγκοινωνßα των ζþντων. Η αποδημοýσα ψυχÞ θα ευρεθÞ μετ' ολßγον εν τω μÝσω των φιλτÜτων αυτþν εις τας υπερκοσμßους χþρας, και θα περικυκλωθÞ υπ' αυτþν ερωτωμÝνη, εÜν εßδε, και πþς εßδε τους επß γης αγαπητοýς των. Δεν πρÝπει λοιπüν να λεßπη απü της κλßνης του αποθνÞσκοντος οικεßου ο μη þν Üμοιρος και της εσχÜτης προς τους νεκροýς του ευσεβεßας και στοργÞς. ΕÜν τις εκ των οικεßων, Þ ασθενþν βαρÝως, Þ ευρισκüμενος πολý μακρÜν εις τα ξÝνα, δεν ειμπορεß να παρευρεθÞ κατÜ την τελευταßαν εκεßνην συνÜντησιν, οι παρüντες αποφεýγουσιν επιμελþς να κÜμωσι μνεßαν του ονüματüς του, μη τυχüν ακοýσας επιθυμÞση ο ασθενÞς να τον ßδη. Διüτι τüτε, εÜν ο ποθοýμενος δεν προφθÜση να Ýλθη, θα μεßνουν οι οφθαλμοß του νεκροý ημßκλειστοι προσδοκþντες την Üφιξßν του, και üταν ακüμη η εν αυτοßς ζωÞ προ πολλοý απεσβÝσθη.
    Ιδοý τß εννüει κυρßως ο Θýμιος λÝγων προς εμÝ üτι, εÜν δεν προφθÜξω, θ' αποθÜνη ο παπποýς, και θα μεßνουν ανοικτÜ τα μÜτια του. Δια τοýτο, üταν παρÞλθεν η πρþτη εκεßνη σýγχυσßς μου, üτε, λαβþν την Üδειαν προς αναχþρησιν, εξÞλαυνον, εκ του "ΕδιρνÝ-Καπουσοý" της Κωνσταντινουπüλεως, üχι επß χρυσοχαλßνου "ατßου", αλλ' "οπισωκÜπουλα" επß του αυτοý μετÜ του Θýμιου καμηλοûψοýς ßππου του παπποý μου, και σφßγγων αμφοτÝραις ταις χερσßν αντß της ξανθÞς βασιλοποýλας, ην Ýμελλον να οδηγÞσω εις την καλýβην του πατρüς μου, την ερυθρÜν του Θýμιου ζþνην, εκ φüβου μÞπως ολισθÞσας κατακρημνισθþ απü των ισχνοτÜτων οπισθßων του ζþου, περß ουδενüς εφρüντιζον, περß ουδενüς ανησýχουν τüσον, üσον περß του μÞπως δεν προφθÜσωμεν εγκαßρως εις το χωρßον, και αποθÜνη ο καûμÝνος ο παπποýς, και απομεßνουν ανοικτÜ τα μÜτια του.
    Ο μακροσκελÝστατος εκεßνος ßππος Ýτρεχεν üσον επÝτρεπεν εις τα γηρατεßα του το διπλοýν αυτοý φορτßον αφ' ενüς, η ελεεινÞ των οδþν κατÜστασις αφ' ετÝρου. Εν τοýτοις ο δρüμος ον Ýπρεπε να διανýσωμεν Þτο μακρüς και ο Θýμιος αφÞκε τον παπποýν, απü της προχθÝς Þδη, ετοιμοθÜνατον. Καθ' üλον αυτü το διÜστημα ο παπποýς δεν ειμποροýσε βεβαßως ν' αντÝχη παλαßων με τον Üγγελον. Τα εννενÞκοντα οκτþ χρονÜκια του εßχον κυρτþσει προ πολλοý Þδη το λεβÝντικüν του ανÜστημα. ΒÝβαια, βÝβαια! Ο Üγγελος θα μου τον εξαπλþση τον καûμÝνον χαμαß, πριν τον προφθÜξω, και θ' αποθÜνη ο παπποýς και θα μεßνουν ανοικτÜ τα μÜτια του!
    Ο Θýμιος, üστις δεν μοι απÝτεινε τον λüγον, ει μη οσÜκις ενθυμεßτο να μ' ερωτÞση εÜν κÜθημαι ακüμη εις τα οπßσθια του ßππου, φαßνεται üτι κατεßχετο υπü των αυτþν μετ' εμοý σκÝψεων, διüτι δεν Ýπαυε μαστßζων τον ßππον δια να τρÝχη üσον το δυνατüν ταχýτερον.
    Υπü τοιαýτας περιστÜσεις δεν Þτο απßθανον να ερωτÞση μετ' ολßγον, χωρßς να υπÜρχη πλÝον κανεßς επß των οπισθßων του ßππου να τω απαντÞση. Ο Θýμιος το υπωπτεýθη εγκαßρως κατ' ευτυχßαν. Εξεζþσθη λοιπüν Ýν μÝρος της πολυγýρου ερυθρÜς του ζþνης και το ετýλιξε δýο τρεις φορÜς περß εμÝ και περß την μÝσην του συγχρüνως. Τοιουτοτρüπως προσηρτημÝνος πλÝον ασφαλþς εις αυτüν, ως εÜν Þμην κανÝν Üψυχον παρÜρτημα, εξ üσων φÝρουν οι χωρικοß συνÞθως εσφιγμÝνα περß την ζþνην των, εξηκολοýθησα το φανταστικüν εκεßνο ταξεßδιον, του οποßου τας εντυπþσεις ποτÝ δεν ελησμüνησα.
    ¹το φθινüπωρον και Þρχιζεν Þδη να καλονυκτþνη· ψυχροß πλÝον οι Üνεμοι εσýριζον δια των αραιþν του δÜσους δÝνδρων, ταρÜσσοντες τον ριγηλüν ýπνον των ημιγýμνων αυτþν κλαδßων, αφ' ων, κλαυθμηρþς γογγýζοντα, εστροβιλßζοντο επß του εδÜφους αναρßθμητα φýλλα. ΚατÜ τοιαýτας νýκτας, ηÞ εκ διαλειμμÜτων üπισθεν θολερþν συννÝφων προφαßνουσα σελÞνη, αυξÜνουσα την αγρßαν μελαγχολßαν της Φýσεως δια των ωχρþν, των "νεκροχλþμων" αυτÞς επιχρþσεων, αντß να παρηγορÞση, πληροß την καρδßαν του οδοιπüρου αορßστων φüβων και επανειλημμÝνων φρικιÜσεων. Την αγριüτητα του ημετÝρου ταξειδßου επηýξανεν η ανþμαλος ταχýτης, μεθ' ης ο υψηλüς ημþν ßππος παρÞλαυνεν Ýμπροσθεν των εκατÝρωθεν της οδοý αντικειμÝνων, πριν Þ προφθÜσω να διακρßνω τα αμφßβολÜ των σχÞματα προς καθησýχασιν της υπüπτου καρδßας μου. Η διαρκÞς και επßσημος σιγÞ του Θýμιου, το απρομελÝτητον της οδοιπορßας, ο σκοπüς, δι' ον αýτη εγßνετο, ο τρüπος της φανταστικÞς εκεßνης ιππασßας, εν η κατÜ μεν το Þμισυ εκρεμÜμην απü της ζþνης του Θýμιου κατÜ δε το Þμισυ ελικνιζüμην επß των οπισθßων του ßππου, ταýτα πÜντα ενþ εκρÜτουν την παιδικÞν μου καρδßαν εν διαρκÞ ανησυχßαν, εξÞπτον την φαντασßαν μου μÝχρι παραισθησßας.
    Δεν νομßζω να ητÝνισα κατÜ την νýκτα εκεßνην παραδüξους συμπτþσεις νεφþν, των μεν επß των δε φερομÝνων υπü του ανÝμου, χωρßς να τα συμπληρþσω τη βοηθεßα του σεληνιακοý φωτüς και της προκατειλημμÝνης φαντασßας εις πελþριον σýμπλεγμα παλαιστþν αγωνιζομÝνων τον υπÝρ των üλων κßνδυνον. Ο εßς με το λευκüν και πολýπτυχον αυτοý εσþβρακον ανεμιζüμενον εις τον αÝρα, με τα ευρÝα, τα κεντητÜ "μανßκια" του υποκαμßσου του Þτον αναμφιβüλως ο παπποýς μου. Ο Ýτερος με την μακρÜν και λυτÞν αυτοý κüμην κυμαινομÝνην, με τας λευκÜς επß των þμων πτÝρυγας, με τον φολιδωτüν του θþρακα περß το στÞθος και την φλογßνην ρομφαßαν εις την γυμνÞν δεξιÜν του, αυτüς Þτο βεβαßως ο Üγγελος. Τüσας φορÜς τον εßχον ιδεß επß της αριστερÜς θýρας του αγßου βÞματος εν τη εκκλησßα του χωρßου μας.
    Ο καûμÝνος ο παπποýς! Πþς θα τα βγÜλη πÝρα με τüσον φοβερüν αντßπαλον!...
    ΟσÜκις, απηυδημÝνος πλÝον εκ τε του κüπου και της υπερβολικÞς εντÜσεως των νεýρων, Ýκλινον την κεφαλÞν επß του þμου και Ýκλειον τους οφθαλμοýς, ωνειρευüμην τον παπποýν μακρýν μακρýν εξηπλωμÝνον χαμαß εις την "σÜλαν" της γιαγιÜς, μÝσα εις το ζωγραφημÝνον σÜβανον, το οποßον τω εßχε φÝρει εξ ΙερουσαλÞμ, με την εικüνα του ΣωτÞρος επß του στÞθους αυτοý, με τα κßτρινα κηρßα κολλημÝνα εις τα κοκκαλιασμÝνα δÜκτυλα των εσταυρωμÝνων χειρþν του. Βασιλικüς, θρýμβος, ελßχρυσος, μυροφüροι και üσα Üλλα Üνθη εßναι Ýθος να κοσμþσι τους γÝροντας νεκροýς, εκÜλυπτον τον παπποýν απü της μÝσης και κÜτω· τα θυμιατÜ και δýο λαμπÜδες Ýκαιον εστημÝναι υψηλÜ εκατÝρωθεν της κεφαλÞς του και μεταξý των λαμπÜδων τοýτων Ýκυπτεν, επß σκαμνßου καθÞμενον παιδßον του σχολεßου, αναγινþσκον μεγαλοφþνως το ψαλτÞριον και φÝρον επιδεικτικþς την προκαταβεβλημÝνην αυτþ αμοιβÞν επß του þμου: κüκκινον κεντητüν μανδÞλιον με Ýνα κüμβον εις την Üκραν.
     Το προσκεφÜλαιον του παπποý Þτο το Þμισυ του μεταξωτοý εκεßνου προσκεφαλαßου, το οποßον τüσας φορÜς μÜς Ýδειξεν υπερηφÜνως η γιαγιÜ, λÝγουσα, üτι αυτü Þτο το μαξιλÜρι, επß του οποßου προ εννενÞκοντα περßπου χρüνων επÜτησεν αυτÞ και ο νοικοκýρης της, üταν εστεφανüνοντο εν τη εκκλησßα. Τα πρÜγματα με τα οποßα Þτο γεμισμÝνο το προσκεφÜλαιον του παπποý, Þσαν το Þμισυ αυτþν εκεßνων, των αγνωρßστων πλÝον τþρα, ανθÝων και λουλουδßων, με τα οποßα τους Ýρρανον οι παρευρεθÝντες ως νεονýμφους κατÜ την Ýξοδον αυτþν απü της εκκλησßας. Τα οξÝα των θρηνωδþν μοιρολüγια, ικανÜ να κινÞσωσιν εις δÜκρυα και αυτüν τον απαθÝστατον Üνθρωπον, παρßστων τον πÜππον μου, ως τον μÜλλον αγαθüν, τον μÜλλον ενÜρετον Üνθρωπον.
     Διατß λοιπüν η κεφαλÞ του δεν αναπαýεται επß του προσκεφαλαßου εν ησυχßα; Επß της μορφÞς αυτοý διατß δεν βασιλεýει η αγßα ημερüτης, η βαθÝως ονειρευτικÞ εκεßνη Ýκφρασις η συνÞθης επß των εν ειρÞνη δια παντüς κεκοιμημÝνων γερüντων; Επß των πελιδνþν αυτοý χειλÝων ψιθυρßζει, νομßζεις, θλιβερþτατον παρÜπονον! Yπü τας λευκÜς και πυκνÜς αυτοýς οφρýς οι οφθαλμοß του χýνουσι λÜμψιν θαμβοý κρυστÜλλου, ανοικτοß, ατενεßς προς την θýραν της οικßας! Ποßον περιμÝνει; Ποßον εκ των αγαπητþν του επεθýμει λοιπüν Ýτι να ιδÞ, και απÝθανεν ο καûμÝνος ο παπποýς και Ýμειναν ανοικτÜ τα μÜτια του;
    Και εξýπνων τεταραγμÝνος εκ της φρßκης του ονεßρου, και þρθωνα ολßγον τον μαργωμÝνον μου λαιμüν και Ýκλινον την κεφαλÞν προς το αντßθετον μÝρος αποκοιμþμενος εκ νÝου.
    Εκεß μοι εφαßνετο, ωσÜν να επÝρασε πολý καιρüς, αφ' üτου απÝθανεν ο παπποýς, ωσÜν να τον εßχον θÜψει πλÝον εις Ýνα τÜφον Ýμπροσθεν της εκκλησßας. Ο τÜφος Þτον αυτοý νεοσκαφÞς, αλλ' ο παπποýς δεν Ýκειτο μÝσα εις το "κιβοýρι" του· εκÜθητο επß του χþματος, ακουμβημÝνος εις τον λευκüν, τον λßθινον σταυρüν, υπü το φως της σελÞνης. Εις τον πüδα του σταυροý Ýκαιε μικρüς λýχνος και εκÜπνιζε θυμιατÞριον· παρÝκει υπÞρχε μικρüν μελßχριστον "τσουρÝκιov" και πÞλινον αγγεßον γεμÜτον εκ μαýρου παλαιοý οßνου. Αλλ' ο παπποýς με την κουλοροειδÞ αυτοý "σερβÝταν" χαμηλÜ περß το μÝτωπον, με τα λευκÜ του οφρýδια καταιβασμÝνα, δεν εφαßνετο ευχαριστημÝνος απ' αυτÜ, δεν εßχεν üρεξιν να τα εγγßση· αλλ' εκρÜτει το θλιβερüν του βλÝμμα προσηλωμÝνον εις τον δρüμον και Ýβλεπεν, Ýβλεπεν, Ýβλεπεν, ωσÜν να επερßμενε κανÝνα να Ýλθη μεθ' ολονÝν αυξοýσης ανυπομονησßας. Εκεß Ýξαφνα, ωσÜν να εξηντλÞθη πλÝον η υπομονÞ του, ο παπποýς ετινÜχθη εκ της θÝσεþς του, υψηλüς υψηλüς, και μαζß με αυτüν εσηκþθη και ο σταυρüς, εφ' οý εστηρßζετο, ο οποßος üμως δεν Þτο πλÝον ο σταυρüς αλλ' αυτü εκεßνο το λευκüν, το καμηλοûψÝς του παπποý Üλογον, επß του οποßου επÝστρεφον εγþ εις το χωρßον, ασÝλωτον, αχαλßνωτον, υπÝρ ποτε ισχνüν και αγριωμÝνον. Ο παπποýς επÞδησεν επß της ρÜχεþς του, και ο ßππος ερρßφθη μανιþδης εις τον αÝρα, με φλογþδεις οφθαλμοýς, με τεταμÝνους αχνßζοντας ρþθωνας, με την χαßτην ατÜκτως κυμαινομÝνην. ºππος και αναβÜτης εφαßνοντο τρÝχοντες προς εμÝ μετ' απεριγρÜπτου εκφρÜσεως οργÞς και εκδικÞσεως. Αλλ' ενþ αμφüτεροι εφÝροντο εις τον αÝρα, εγþ Þκουον τους κρüτους του καλπÜζοντος ßππου και υφιστÜμην τους εκ των βημÜτων αυτοý κλονισμοýς, ως εÜν εκαθÞμην εγþ επß των νþτων του. Η μεγÜλη του παπποý "σερβÝτα", ξεσφιχθεßσα κατÜ το Ýν Üκρον και εκτυλιχθεßσα, εσεßετο αναπεπταμÝνη εις τους ανÝμους και καθιστþσα την εμφÜνισßν του τüσον φανταστικþς φρικþδη, þστε εφ' üσον με προσÞγγιζεν, οýτως Ýφιππος, επß τοσοýτον ηýξανεν η στενοχωρßα μου, συνεσφßγγετο η καρδßα, ιλιγγßα ο νους, εξÝλιπον αι αισθÞσεις μου. Δýο τρεις φορÜς εδοκßμασα να φωνÜξω βοÞθειαν, να ζητÞσω Ýλεος, αλλ' η φωνÞ μου Þτο κρατημÝνη. ¼τε δε υπü το κρÜτος καταπληκτικÞς αγωνßας εξÝβαλον ισχυρÜν κραυγÞν φρßκης, τüτε μοι εφÜνη, üτι εσηκþθη απü το στÞθος μου μßα μεγÜλη μυλüπετρα. Διüτι, εξýπνησα.
    Περιττüν να εßπω üτι μετÜ τοιαýτας συγκινÞσεις δεν ετüλμησα να νυστÜξω εκ νÝου. 'Αλλως τε Þτον Þδη περß τα εξημερþματα και ενüμιζον να εισÝλθωμεν μετ' ολßγον εις το χωρßον.
    Εν τοýτοις, üταν εξεπεζεýσαμεν προ της οικßας του παπποý, εßχε παρÝλθει και η μεσημβρßα. Ο Θýμιος, χωρßς να προφÝρει λÝξιν, διηυθýνθη προς τους σταýλους δια να περιποιηθÞ τον αποκαμüντα ßππον. Εγþ εισÞλθον εις το πλακüστρωτον κατþγειον, ανοßξας αθορýβως την θýραν. Βαθεßα σιωπÞ επεκρÜτει ανÜ την οικßαν. ΑλλÜ τα πÜντα περß εμÝ Þσαν αμετÜβλητα· η αυτÞ, ως και Üλλοτε, καθαριüτης παντοý, η αυτÞ τÜξις, η αυτÞ ακρßβεια περß την τοποθÝτησιν ενüς εκÜστου οικιακοý σκεýους, μÝχρι και αυτοý του δια ποικιλοχρüων τσοχßνων λωρßδων κεκοσμημÝνου σαρþθρου. Μüνον τα υποδÞματα του παπποý, τα πÜντοτε ξεσκονισμÝνα και "γλαμπερÜ", μüνον αυτÜ δεν ευρßσκοντο με τας μýτας αυτþν εστραμμÝνας προς την Ýξοδον, προ της θýρας του δωματßου, εν þ συνÞθως διημÝρευεν ο γÝρων. Η Ýλλειψις αýτη Ýκαμε την οικßα να φανÞ εις τους οφθαλμοýς μου κενÞ, Ýρημος, εγκαταλελειμμÝνη. Ο παπποýς Ýλειπεν! Και επειδÞ δεν ηδυνÜμην να υποθÝσω, üτι Ýλειπεν εις κανÝν ταξεßδιον, θλιβερüν προαßσθημα ανεβßβασε τα δÜκρυα εις τους οφθαλμοýς μου...
    ¸ξαφνα εκ του βÜθους του κατωγεßου προς τα δεξιÜ, üπου Þτον η θýρα του κελλαρßου ανοικτÞ, Þκουσα γογγßζουσαν την φωνÞν της γιαγιÜς μου. ΠαρÝβαλον το οýς και ηκροÜσθην. Η γιαγιÜ εγüγγιζεν, ως συνÞθως, καλοθÝτουσα τα σκεýη και μαλüνουσα εν τω μεταξý πρüς τινα.
    ¯ Ε; ΘÝλεις να σε θρÝφω; ΘÝλεις να θρÝφω "μοýχτη", μωρÝ "τεμπÝλη"; Αμ' τα κουλÜ σου γιατß σε τÜδωσ' ο Θεüς; Για να λογυρνÜς καταπüδι μου; 'Αιντε, πÜνε να δουλÝψης "χαûμανÜ", γιατß τþρα σε τινÜζω την γοýνα σου α! 
    Και εκ του κρüτου, τον οποßον Ýκαμνον οι "χαλÝντζαις" (υψηλüτατα τσüκαρα) αυτÞς επß των πλακþν του εδÜφους, εσυμπÝραινα üτι Ýτρεχε κυνηγοýσα τινα προς πραγματοποßησιν της απειλÞς εκεßνης. Εκεß εξþρμησε της θýρας του κελλαρßου τρÝχων πÜσαις δυνÜμεσιν ο γÜτος της οικßας, με την ουρÜν υψηλÜ σηκωμÝνην και με μßαν Ýκφρασιν των οφθαλμþν, ως εÜν Þθελε να εßπη και εις εμÝ «ο σþζων σωζÝτω την εαυτοý ψυχÞν!»
    Ω! ¯εσκÝφθην κατ' εμαυτüν¯ ο καûμÝνος ο παπποýς απÝθανε, και η γιαγιÜ, αφοý δεν Ýχει πλÝον με ποßον να τα βÜλη, μαλοκοπιÝται με τον γÜτο της!
    Εκεß προÝβαλε και η γιαγιÜ, γογγßζουσα μεν üπως πÜντοτε, αλλÜ με τον βραχßονα υψωμÝνον και με το "γλιτÞρι"* εις την χεßρα της.
    Δεν θα λησμονÞσω ποτÝ την Ýκφρασιν του προσþπου και την στÜσιν του σþματος αυτÞς, üταν με εßδεν οýτως απροσδοκÞτως εν τη οικßα.
    ¯ Εγοý! ανεφþνησεν η γιαγιÜ, μετÜ τινας στιγμÜς αφþνου εκπλÞξεως, και αφÞκε το γλιτÞρι να πÝση χαμαß, και εκτýπησε δι' αμφοτÝρων των χειρþν τα γüνατÜ της. ¸πειτα, οýτω προκεκλιμÝνη με τας χεßρας επß των γονÜτων, με ητÝνισεν εκ νÝου διαποροýσα και, ¯ως εÜν εκοινολüγει το πρÜγμα προς την καρδßαν αυτÞς¯ ¹λθε το Ξειδερü μας! εßπε μετ' αληθοýς αγαλλιÜσεως.
    Εγþ þρμησα να χυθþ εις τας αγκÜλας της. Αλλ' η γιαγιÜ, συνοφρυωθεßσα αßφνης και παρατηροýσα προς εμÝ, ως εÜν αμφÝβαλλε τþρα περß της ταυτüτητüς μου,
    ¯ Αμ' απü ποý Ýρχεσαι μωρÝ πολλακαμÝνε; εßπεν επιπληκτικþς προσβλÝπουσα. Ε; απü ποý Ýρχεσαι! Απü το φεγγÜρι Ýρχεσαι; ¹ μÞπως Ýφαγες üλο το θειÜφι των Εβραßων και Þλθες να μου φÝρης τÝτοια κßτρινα μοýτρα; Εγοý στην ντροπÞ! Εγοý που να κατακÜγεσαι, φüνισσα! Εγοý, εγοý, εγοý! Μωρ' τß στÝκεις αυτοý σαν κρεμασμÝνος; Ε; τß στÝκεις αυτοý! ΠιÜσε να φÝρης λßγο νερü γρÞγορα!
    Και λαβοýσα η γιαγιÜ μου, μοι ενεχεßρισε μßαν λαγÞναν εις εκατÝραν των αδρανþς κρεμαμÝνων χειρþν μου. Τας Ýλαβον μηχανικþς αλλÜ δεν εκινÞθην.
    Εγνþριζον, üτι ουδεßς ποτε υπερÝβη το κατþφλοιον της γιαγιÜς χωρßς ν' αγγαρευθÞ, παρ' αυτÞς εßς τινα υπηρεσßαν. Ηξßουν üμως, ýστερον απü τον τρüπον καθ' ον, και τον σκοπüν δι' ον ανεκαλοýμην εκ Κωνσταντινουπüλεως, να πληροφορηθþ τß απÝγεινεν ο καûμÝνος ο παπποýς κατÜ τον μεταξý του αγγÝλου και αυτοý αγþνα. ΙστÜμην λοιπüν αυτοý, κρατþν τας λαγÞνους ακουσßως και απορþν πþς να θßξω το ζÞτημα τοýτο, μετÜ την συμπεριφορÜν της συζýγου του και την υποδοχÞν, Þτις εγÝνετο εις εμÝ τον επßκουρον. Αλλ' η γιαγιÜ, μη συνηθισμÝνη εις τοιαýτας αναβολÜς των προσταγþν της,
    ¯ Τß στÝκεις Ýτσι, μωρÝ "ΣαψÜλη"; Ε; τß στÝκεις Ýτσι! εφþναξεν. ΦοβÜσαι να μην πÝσουνε τα νεφρÜ σου; Ου! που να κατακÜγεσαι, που μου Þθελες και πουκÜμισο με κολÜρο! AχρημÜτιστε! ΠολλακαμÝνε! AκαμÜτη!...
    Η γιαγιÜ, εις τοιαýτας περιστÜσεις, ωμοßαζε με τους μηχανισμοýς εκεßνους, οι οποßοι, üταν Üπαξ χορδισθþσι, πρÝπει να παßξωσι πλÝον την μουσικÞν αυτþν μÝχρι και του τελευταßου τüνου. ΔιαφορÜ υπÞρχε μüνον εν τοýτω, üτι την μουσικÞν της γιαγιÜς ουδεßς υπÝμεινε να την ακοýση ποτÝ μÝχρι τÝλους. Μüλις λοιπüν προελüγισεν εκεßνη ως ανωτÝρω, εγþ Ýσφιγξα τας λαγÞνους και Ýσπευσα ν' απÝλθω διευθυνüμενος προς την βρýσιν. Η υπακοÞ μου εν τοýτοις δεν ßσχυσε να την διακüψη. Η γλþσσα της γιαγιÜς εξηκολοýθησε τον σκοπüν αυτÞς τßς οßδε πüσην þραν και μετÜ την αναχþρησßν μου, διüτι, üταν επÝστρεψα εγþ, εκεßνη εγüγγιζεν ακüμη πολý ισχυρüτερον, παρ' üτι Ýκαμνε συνÞθως χωρßς τινος αιτßας. Δια τοýτο, üταν λαβοýσα τας γεμÜτας λαγÞνους εκ των χειρþν μου, αντικατÝστησεν αυτÜς δια δýο κενþν, δεν εσκÝφθην να διστÜσω ποσþς, αλλ' Ýδραμον προς την βρýσιν προθυμüτατα τþρα, ßνα την εξιλεþσω.
    ¯ Ποý εßναι ο παπποýς, γιαγιÜ; Ηρþτησα ευλαβþς, επιστρÝψας μετ' ολßγον και ευρþν αυτÞν εις τα καλÜ της, πιθανþς διüτι δεν υπÞρχεν Üλλη τις εργασßα πρüχειρος δι' εμÝ.
    ¯ Αμ' ποýν' τος γιÜ; ποýν' τος! ανÝκραξεν εκεßνη, χορδισθεßσα τþρα επß Üλλου τüνου: ΕπÞγε και με Üφηκε! Ο "χαúμανÜς"! Ο "τεμπÝλαρος"! Ο αχρημÜτιστος! ο ακαμÜτης! και οýτω καθεξÞς ο... ο... ο... μÝχρι τÝλους.
    Η γιαγιÜ ¯εσκÝφθην κατ' εμαυτüν¯ θα Ýχη την απαßτησιν να βγαßνη ο παπποýς απü τον τÜφον να κÜμνη τας εργασßας μ' üσας τον επεφüρτιζεν εν üσω Ýζη, και το εσπÝρας να γυρßζη πÜλιν οπßσω εις τον λÜκκον του!
    ¯ Τþρα που δεν Ýχει δουλειÜ, τß να κÜμνη Üρα γε ο καûμÝνος ο παπποýς; εßπον Ýπειτα χαμηλοφþνως και τρüπον τινÜ προς εμαυτüν διαλεγüμενος.
    ¯ Αμ' λιÜζεται! ΥπÝλαβεν η γιαγιÜ χορδιζομÝνη εις υψηλüτερον τüνον. ΛιÜζει την κοιλιÜ του! Ο ψωμοκαταλýτης. O χαραμοφÜς. O ανÜξιος! ο... ο... ο... πÜλιν μÝχρι τÝλους.
    Περßεργον πρÜγμα! εσκÝφθην εγþ. ¿ς και στον Üλλον κüσμο τον παραφυλÜγει τον Üνθρωπο, για να ξεýρει τß κÜμνει!
    ¯ Και ποý την λιÜζει την κοιλιÜ του, γιαγιÜ; Ηρþτησα τþρα μετÜ δειλßας, διüτι την υπÝθεσα ικανÞν να ηξεýρη και αν ο παπποýς λιÜζεται εις το θÜλπος του Παραδεßσου Þ εις τον καýσωνα της ΚολÜσεως.
    ¯ Αμ πÜνου στην "ΜπαÞρα"! Εφþναξεν εκεßνη εξαφθεßσα και πÜλιν. ΠÜνου στην ΜπαÞρα! Δεν τον ξεýρεις; Τον σαχλιü! Τον "σουρτοýκη"! Τον "χουλοýζη"... Τον... Τον... Τον... Ταýτην την φορÜν δεν επερßμενα να τελειþση. ΕξÝδραμον της οικßας χωρßς να εßπω λÝξιν.
    Η "ΜπαÞρα" εßναι το προς βορρÜν της οικßας του παπποý μÝγα βραχþδες ýψωμα, εφ' οý Üλλοτε Þτον εκτισμÝνη η ακρüπολις του τüπου, νυν δε υψοýται επß των πελασγικþν αυτÞς τειχþν το τουρκικüν διοικητÞριον και οικßαι τινÝς των εγκρßτων οθωμανþν, γραφικþτατον παρÝχουσαι θÝαμα εν τη ποικιλßα των χρωμÜτων και τη ανωμαλßα του ρυθμοý αυτþν. Τα οικοδομÞματα ταýτα προστατεýοντα την μεσημβρινÞν του υψþματος πλευρÜν απü των βορεßων και των ανατολικþν ανÝμων και συγκεντροýντα και αντανακλþντα τας ελευθÝρας του ηλιακοý φωτüς ακτßνας, παρÝχουσι θαλπερüν προ αυτþν καταφýγιον και κατ' αυτüν ακüμη τον χειμþνα.
    Ο παπποýς, οσÜκις εβαρýνετο πλÝον τα συναξÜρια της γιαγιÜς υπεξÝκλεπτεν εαυτüν επιτηδεßως και ανερριχÜτο το Üναντες εκεßνο βρÜχωμα, üπως καθÞση επß τινας þρας υψηλÜ εις τον Þλιον. Την εκλογÞν της θÝσεως την εδικαιολüγει διαβεβαιþν ο παπποýς üτι μαζß με το θÜλπος εκεß επÜνω απελÜμβανε και το μαγευτικüν θÝαμα του πανορÜματος της χþρας.
    ¼λος ο κüσμος εν τοýτοις εγνþριζεν üτι ο παπποýς ανÝβαινε τüσον υψηλÜ, διüτι Ýνεκα των ρευματισμþν της η γιαγιÜ μüνον αυτοý επÜνω δεν ειμποροýσε να αναβÞ δια να τον περιμαζεýση.
    Εκεß επÜνω λοιπüν, εις το υψηλüτατον μÝρος της ακροπüλεως, Ýσπευσα ν' αναβþ, κ' εκεß, επß της συνÞθους, της γνωστÞς αυτοý θÝσεως, εßδον τον παπποýν καθÞμενον εις τον Þλιον με την κουλοροειδÞ αυτοý "σερβÝταν" περß την κεφαλÞν, με το λευκüτατον αυτοý εσþβρακον. Το τσüχινüν του σαλιβÜριον, δεν τω επÝτρεπε η γιαγιÜ να το φορÝση ει μη μüνον κατÜ τας εορτÜς και την ημÝραν του ονüματüς της. Εις τας χεßρας του εκρÜτει ο παπποýς μßαν κÜλτσαν ¯της γιαγιÜς υποθÝτω¯ πλÝκων αυτÞν με μεγÜλας πυξßνας βελüνας, τας οποßας τüσον επιτηδεßως Þξευρε να κατασκευÜζη και να χειρßζηται. Επß μßαν στιγμÞν ενüμισα üτι ονειρεýομαι ακüμη.
    Αλλ' υπü τους σπεýδοντας πüδας μου κυλιüμενα τα χαλßκια και τα χþματα του ανωφεροýς εδÜφους προεκÜλεσαν την προσοχÞν του γÝροντος. Μüλις εσÞκωσε το βλÝμμα απü του εργοχεßρου του και με ανεγνþρισε:


                                ΓεωργÜκη μου, ποιÜν αγαπÜς
                                κι ολημερÞς την τραγουδÜς;


    Αυτü Þτο το δßστιχον, δι' οý με υπεδÝχετο πÜντοτε με ανοικτÜς τας αγκÜλας ο αγαθþτατος γÝρων.
    Αυτü δεν Þτο πλÝον απÜτη. Δεν Þτο φÜντασμα. Ο παπποýλης εβρüντηξε τον Üγγελον χαμαß και την "εσκαποýλισεν"! ¯εσκÝφθην κατ' εμαυτüν¯. Τß χαρÜ! Τß αγαλλßασις!...
    ¯ ΕπÞγες εις την Πüλη, ψυχÞ μου, εßπεν ο παπποýς, üταν ετελεßωσαν αι περιπτýξεις και τα φιλÞματα, και εστÝγνωσαν τα δÜκρυÜ μου. ΕπÞγες εις την Πüλη. Εßδες πολýν κüσμον!
    ¯ Ναι, παπποý. Εßδα την ΣυληβριÜ με το Παραπüρτι αψηλÜ αψηλÜ και με κÜτι μýλους που Ýχουν φτερÜ και γυρßζουν με τον Üνεμο!
    ¯ 'Ας τ' αυτÜ! Εßπεν ο παπποýς. ΕπÝρασες απü την χþρα, που ψÞv' ο Þλιος το ψωμß; Και εßδες τους ΣκυλοκεφÜλους;
    ¯ ¼χι, παπποý! Δεν τους εßδα. Ποý εßναι αυτοß οι ΣκυλοκÝφαλοι;
    ¯ ΝÜ, κομμÜτι παρ' εδþ απü την χþρα, που ψÞν' ο Þλιος το ψωμß. Εßπεν ο παπποýς, σημειþν το "παρ' εδþ" εις τον ορßζοντα δια δεικτικÞς χειρονομßας, ως κÜμνουν οι γεωγρÜφοι, üσοι επεσκÝφθησαν τα μÝρη περß ων διδÜσκουσι.
    ¯ Απ' εμπρüς εßναι Üνθρωποι, εξηκολοýθησεν ο παπποýς, και απü πßσω σκýλοι. Απ' εμπρüς μιλοýν και απü πßσω γαυγßζουνε. Απ' εμπρüς σε καλοπιÜνουν και απü πßσω σε τρþνε! Γι' αυτü, ψυχÞ μου, καλλßτερα που δεν επÞγες.
    ¯ Ω! βÝβαια καλλßτερα! εßπον εγþ. Καλλßτερα που δεν μ' Ýφαγαν κι επÞγα στην Πüλη με το καÀκι. Να ιδÞς δα, παπποý, και την θÜλασσα! ¸τσι þς πÜνου γεμÜτη νερü! και μÝσα στο νερü τα καÀκια. Φσσσσσσσ! Φσσσσσσσ περπατοýν με τα πανιÜ φουσκωμÝνα!
    ¯ 'Ας τ' αυτÜ! Εßπεν ο παπποýς πÜλιν. ΕπÝρασες απü της θÜλασσας τον αφαλü και εßδες το νερü που γυρßζει γýρω, γýρω, γýρω, σαν που γυρßζ' η γιαγιÜ σου η Χατζßδενα την Üρμη στην "μπακÞρα", και γßνεται μια τρýπα μÝσ' στην μÝση;
    ¯ ¼χι, παπποý, δεν το εßδα!
    ¯ Ωχ! ψυχÞ μου! Δεν εßδες τßποτε λοιπüν!
    ¯ Και ποý εßναι αυτü, παπποý;
    ¯ Αυτü εßναι, Ýτσι κομμÜτι παρ' εδþ, εßπεν ο παπποýς δεικνýων εις τον ορßζοντα δια της χειρüς ¯εκεß üπου ευρßσκεται και η Φþκια, η μÜνα τ' ΑλεξÜνδρου. ΑυτÞν την εßδες καν την εßδες;
    ¯ ¼χι, παπποý! δεν την εßδα!
    ¯ Αχ! ψυχÞ μου, ανεστÝναξε βαθýτερον ο παπποýς, τßποτε δεν εßδες! τßποτε!
    ¯ Και πþς εßναι η Φþκια, παπποý;
    ¯ ΝÜ Ýτσι ¯εßπεν ο παπποýς χειρονομþν οýτως, ως εÜν εßχεν την Φþκιαν ενþπιüν του και μοι þριζεν ανατομικþς τα μÝλη της.¯ Απü τον αφαλü και πÜνου εßναι η εμορφüτερη γυναßκα, απü τον αφαλü και κÜτω εßναι το φοβερþτερο ψÜρι. ΚÜθεται στον πÜτο της θÜλασσας. Μα κεß που σκιαχθÞ κανÝνα καρÜβι που περνÜ απü πÜνω, κÜμνει μßα χοπ! και βγαßνει στην επιφÜνεια· κÜμνει μια χαπ! και αρπÜζει το καρÜβι με το χÝρι της και το σταματÜ. Απαß, φωνÜζει τον καπετÜνο και τον ερωτÜ: Αλεξανδρος ο Βασιλεýς ζη και βασιλεýει; Τρεις φοραßς τον ερωτÜ, ψυχÞ μου, και τρεις φοραßς ο καπετÜνος σαν της ειπÞ πως ζη και βασιλεýει, τον αφÞνει και πÜγει στην δουλειÜ του. Σαν της ειπÞ πως δεν ζη, τον βουλÜ και τον πνßγει!
    Και αναποδßσας την κÜλτσαν της γιαγιÜς και σεßσας αυτÞν οýτως, þστε να πÝση το εντüς αυτÞς κουβÜριον, μοι Ýδειξε πþς ναυαγοýν τα πλοßα ο παπποýς, και ¯Γιαυτü επρüσθεσε¯ καλλßτερα, ψυχÞ μου, που δεν την εßδες.
    ¯ Ω βÝβαια καλλßτερα, παπποý! Γιατß, διες, πþς θα επÞγαινα στην Πüλη σαν ιπνßγομουν; Να ιδÞς δα παπποý, τß μεγÜλη που εßναι η Πüλη, και τß λογÞς λογÞς Üνθρωποι που εßν' αυτοý και χανοýμισσαις και βασιλοποýλ...
    ¯ 'Ας τ' αυτÜ!!! διÝκοψεν ο παπποýς πÜλιν, ως εÜν ωμßλουν περß πραγμÜτων κοινþν και τετριμμÝνων. Εßδες τον τüπο, που εßναι οι Üνθρωποι οι μαρμαρωμÝνοι;
    ¯ ¼χι, παπποý! Δεν τον εßδα!
    ¯ ΑÜχ! ψυχÞ μου. Τßποτε δεν εßδες, στην ζωÞ σου, τßποτε!
    ¯ Και ποý εßν' αυτü παπποý;
    ¯ Αυτü, εßπεν ο παπποýς ως Üνθρωπος συγκεντρþν την μνÞμην του, αυτü εßναι βαθειÜ μÝσα σ' Ýνα δÜσος. ΜÝσα σ' Ýνα σπÞλαιο. ¸τσι καθþς Ýμβης απ' αυτÞν την μεριÜ, βλÝπεις üλους τους ανθρþπους που Ýγειναν μÜρμαρο. Γιατß αυτοý μÝσα εßναι μια μÜγισσα, που üποιον διη πως περνÜ, και τον αγαπÞση, τον παραπλανÜ να Ýμβη αυτοý μÝσα και τον κÜμνει μÜρμαρο και τον Ýχει αυτοý πÝρα στημÝνο, για να μη της φýγη. ¼ποτε θÝλει αυτÞ, παßρνει το αθÜνατο νερü και του στÜζει τρεις κüμβους επÜνω στην κορφÞ, και εκεß στην στιγμÞ το μÜρμαρο μαλακüνει και γßνεται Üνθρωπος εμμορφüτερος απü πρþτα. Τüτε κÜθεται και τρþγει και πßνει και διασκεδÜζει μαζß του· σαν διασκεδÜση κ' ýστερα, μια τον βλÝπει καλÜ καλÜ στα μÜτια και τον κÜμνει πÜλι μÜρμαρο. Γιαυτü, ψυχÞ μου, καλλßτερα που δεν την εßδες!
     ΠοτÝ δεν αμφÝβαλον üτι ο παπποýς μου Þτο πολýπειρος, κοσμογυρισμÝνος Üνθρωπος. Αλλ' οπωσδÞποτε επÝστρεφον και εγþ απü το μακρüτερον ¯μετÜ τον 'Αγιον ΤÜφον¯ ταξεßδιον, απü την Πüλιν. Εßχον ιδεß τüσα και τüσα πρÜγματα. Ενüμιζον λοιπüν, üτι Ýφερον μετ' εμαυτοý αφηγητικÞν ýλην, ικανÞν να ενασχολÞση επß τινας τουλÜχιστον ημÝρας την προσοχÞν, αν ουχß τον θαυμασμüν του γÝροντος. Αλλ' üτε τον Þκουσα να προφÝρη οýτως ακαταδÝκτως και περιφρονητικþς εκεßνο το «'Ας τ' αυτÜ!», να διακüπτη τα σπουδαιüτερÜ μου θÝματα, ως εÜν Þσαν μηδÝν δι' αυτüν, και να αντικαθιστÜ ταýτα δι' ιδßων τüσον θαυμαστþν, τüσον αγνþστων εις εμÝ διηγημÜτων, Ýπαιξα κατησχυμÝνος υπü το μÝγεθος της ανεξαντλÞτου κοσμογνωσßας αυτοý και δεν ετüλμησα πλÝον να εßπω τßποτε.
    ΜετÜ πολλÞν þραν σιωπÞς, καθ' ην ησθανüμην τον παπποýν θριαμβεýοντα επß της απειρßας μου, ýψωσα εκ νÝου τους οφθαλμοýς προς αυτüν:
    ¯ ΠολλÜ ταξεßδια θα Ýκαμες εις την ζωÞν σου! τω εßπον. Και επρüφερα τας λÝξεις μετÜ θαυμασμοý, πολλÞς μετÝχοντος της κολακεßας.
    Ο παπποýς εξαφνßσθη. Προφανþς η ερþτησις τω Þλθεν απροσδüκητος. Επß τινας στιγμÜς με ητÝνισεν ως Üνθρωπος σιγηλÜ διαμαρτυρüμενος κατÜ τινος συκοφαντßας. Εßτα, ¯ Εγþ; εßπεν, Εγþ ταξεßδια; Η γιαγιÜ σου, η Χατζßδενα!
    Εν τη προφορÜ των λÝξεων τοýτων υπεννοεßτο ολüκληρος ιστορßα. ΕπειδÞ üμως εγþ δεν Ýδειξα üτι εκατÜλαβα την σημασßαν αυτÞς, ο παπποýς προσÝθηκε την ιστορßαν χαμηλÞ τη φωνÞ:
    Μια φορÜ ¯τüτε δεν Þτον ακüμη Χατζßδενα¯ ΨυχÞ μου, της λÝγω, ετÜχθηκα να πÜγω στην Σαρακηνοý, στο πανηγýρι.
    ¯ Να πας βÝβαια, να πας, λÝγ' αυτÞ. Ε; Τß σε θÝλω δωπÝρα; Τß σε θÝλω! να κÜθεσαι να με φυλÜγης; ¯Και χαμηλþσας Ýτι μÜλλον την φωνÞν¯ «ο τÝτοιος και τÝτοιος και τÝτοιος» προσÝθηκεν ο γÝρων εκφραστικþς. ¯ Πολý καλÜ, εξηκολοýθησεν Ýπειτα. Σου κÜμνω, ψυχÞ μου, üλαις ταις ετοιμασßαις. Ξυρßζομαι, στολßζουμαι, σελþνω τ' Üλογο, βÜλλω το σταυρü μου να καβαλικÝψω ¯ ΝÜ σου την, και παρουσιÜζεται. ¯ Και χαμηλþσας την φωνÞν οýτως þστε μüλις ν' ακοýεται ο παπποýς,
    ¯ ΜωρÝ, που να πÜθης, που να δεßξης, ποý θα πας; ¯Εßπε, μιμοýμενος της γιαγιÜς τα σχÞματα.¯ Ε; ποý θα πας;
    ¯ Στην Παναγßα, ψυχÞ μου, στην Σαρακηνοý.
    ΜωρÝ θ' αφÞσης την αγελÜδα να πας στην Παναγßα; ΜωρÝ, τÝτοιε, και τÝτοιε και τÝτοιε, το πανηγýρι το συλλογÝσαι, και την αγελÜδα, την γκαστρωμÝνη την αγελÜδα, δεν την συλλογÝσαι; Που εßναι στην εβδομÜδα της, δεν την συλλογÝσαι;
    Τþρα, θÝλω να της συντýχω, εßπεν ο παπποýς αναλαβþν την στÜσιν του, μα που δεν σ' αφÞνει νÜρθης στην αρÜδα; Σαν εßδα που δεν τα βγÜζω στο κεφÜλι:
    ¯ Καλü, ψυχÞ μου, της λÝγω. Εγþ ¯"ΕβασκÝστισα".
    ¯ Αμ' ο κüσμος; ο κüσμος τß θα πÞ! Που Ýκαμες ετοιμασßας κι αγüρασες τα κεριÜ και το λÜδι και το θυμßαμα! Και τ' Üλογο; τ' Üλογο τß θα πÞ που το καλßβωσες και το σÝλωσες; Τ' Üλογο θÝλει δρüμο! Εßπεν ο παπποýς κλεßσας προς εμÝ εκφραστικþς τον οφθαλμüν και περιμÝνων να τον εννοÞσω. Και περιμÝνων εις μÜτην.
    Δεν καταλαμβÜνεις; ¯ανεφþνησεν επß τÝλους,¯ ο καυγÜς Þταν για το πÜπλωμα! Την εσÞκωσα, ψυχÞ μου, την εκÜθισα πÜνω στ' Üλογο, και την Ýστειλα στο πανηγýρι με τον αδελφü της.
    ¯ Κι εσý παπποý;
    ¯ Εγþ, ψυχÞ μου, εφýλαγα μÝσ' στον σταýλο να γεννÞσ' η αγελÜδα. Και Üφησε συ που δεν εγÝννησε, το γδÜρμα, προσÝθηκεν Ýπειτα, ωσÜν να Ýπταιε το ζþον δια την αποτυχßαν, μüνο μου εσÞκωσε "τ' ογοýρι", απü τα ταξεßδια, και üσαις φοραßς εκßνησ' απü τüτε για ταξεßδι, ψυχÞ μου, βρÝθηκεν εμπüδιο μÝσ' στον δρüμο μου!
    ¯ Πþς, παπποý;
    ¯ Αι! εßπεν εκεßνος, αμηχανþν, πþς να συνδυÜση τα οδοιπορικÜ του ατυχÞματα με τον καθυστερÞσαντα τοκετüν της αγελÜδος. Αυτü κι εγþ δεν το ξÝρω. Μα, σαν εßναι μÝσα ναικατωμÝνη η γιαγιÜ σου, η Χατζßδενα, πÜνε συ πλειÜ ναýρης λογαριασμü! Πþς σου το κατÜφερνε, ψυχÞ μου, πþς σου το μαστüρευε ¯ εßναι να χÜσης τον νου σου! ¼σαις φοραßς ετοιμÜσθηκα να ταξιδεýσω ¯ Πüτ' εγεννοýσε κÜνα πρÜμμα, πüτε ξεπετοýσε το μελßσσι, πüτ' αρρωστοýσε κανÝνας, πüτε Þρχονταν "μουσαφßρης". Θαρρεßς που τα εßχε παραγγελμÝνα, ψυχÞ μου, ßσα ßσα την þρα που Ýκαμνα τον σταυρü μου να καβαλικÝψω!
    Τüσα χρüνια πανδρεμμÝνος, εγþ Ýκαμνα ταις ετοιμασßαις κι εκεßνη πÞγαινε στο ταξεßδι! ¸τσι στο Ραιδεστü· Ýτσι στην ΣυληβριÜ· Ýτσι στην ΜÞδεια· Ýτσι παντοý. ¸να ταξεßδι, ψυχÞ μου, αυτü το μελετοýσα στα κρυφÜ, τo φýλαγα για λüγου μου. Καιροýς και χρüνους εμÜζευα τα "μαδιÜ" και τα Ýκρυβα üπου κι' üπως ειμποροýσα. Σαν εμÜζωξα πενÞντα χιλιÜδες γρüσια, το βÜλλω μια μÝρα στο "κÝφι", και φωνÜζω την γιαγιÜ σου ¯ ¼ταν το εßχα στο κÝφι δεν την εγιþρταζα πολý πολý·¯ Της λÝγω λοιπüν, ψυχÞ μου, Ýτσι δα μ' απüφασι: ¯ΧρουσÞ! ΕβÜλθηκα να πÜγω σε ταξεßδι, κýτταξε μην εßναι κανÝνα πρÜμμα ετοιμüγεννο, Þ Üρρωστο, Þ χρειαζοýμενο, και κýτταξε μην Ýμβη κανÝνας "μουσαφßρης" στο σπßτι γιατß, διες, του σπÜζω τα πüδια του! Και ο παπποýς Ýκαμεν ως εÜν εθαýμαζε τον εαυτüν του πþς τα εκατÜφερεν. Σε Þθελα, εßπεν εßτα προς εμÝ, να την διης πþς τα εχρειÜσθηκε! ΤσιμουδιÜ δεν Ýβγαλε! Κι εγþ αυτü Þθελα. ΣτÝλνω, ψυχÞ μου, στον πνευματικü κι Ýρχεται κι εξομολογοýμαι· φωνÜζω την γιαγιÜ σου μπροστÜ του και της γρÜφω üλον τον βιον επÜνω της. ΦωνÜζω τους χωριανοýς και παßρνω συγχþρεσι απü τον καθÝνα, γιατß διες, ψυχÞ μου, το ταξεßδι εßναι το μακρýτερο ταξεßδι του κüσμου, κι εμεßς Ýχουμε ζωÞ και θÜνατο!
    Την Üλλη την ημÝρα τραβþ το Üλογο και κÜμνω τον σταυρü μου να καβαλικÝψω. Η γιαγιÜ σου· ¯τüτε δεν Þτον ακüμη Χατζßδενα¯ Ýσκυψεν απü την θýρα να με διÞ· εγþ το εßχα "τσατισμÝνο"· κýτταξε! Μια να μ' Ýβγαζε τßποτε στην μÝση, τþπαιρνεν η ευχÞ! Η γιαγιÜ σου το Þξευρε· δεν εßπε λüγο. Kι εγþ αυτü Þθελα. Σαν Ýκαμα τον σταυρü μου να καβαλικÝψω,
    ¯ ¸λα, ΧρουσÞ, της εßπα, Ýχουμε ζωÞ και θÜνατο, συχþρα με και Θεüς σχωρÝσοι σε! Εκεß, ψυχÞ μου, την παßρνουν τα κλÜματα, εßπεν ο παπποýς τεταραγμÝνος, ως εÜν συνÝβαινε το πρÜγμα ταýτην την στιγμÞν ενþπιüν του. Και προσπαθþν üσον το επ' αυτþ να παραστÞση την μεγÜλην της συζýγου του θλßψιν:
    Αχ! που να μην Ýσωνα! που να μην Ýδειχνα! ¯ Εßπεν ο παπποýς μιξοκλαßων. ¯ Η Üτυχη, η κακüμοιρη, η αρßζικη! που θα χÜσω το ταßρι μου! τον νοικοκýρη μου! τον αφÝντη μου!
    Και εκπεπληγμÝνος εκ των κοσμητικþν τοýτων του επιθÝτων ο παπποýς: Αυτü, ψυχÞ μου, εßπε δεν το επερßμενα. ¼λος ο κüσμος να χαλοýσε, το εßχα τσατισμÝνο. Μα σαν εßδα την γιαγιÜ σου, την γυναßκα μου, να κλαßη, εκüπησαν τα ýπατÜ μου! Πþς να την αφÞσω να πÜγω στην Üκρηα του κüσμου;
    ¯ Εßμαι ταμμÝνος στον 'Αγιον TÜφο, της λÝγω, ψυχÞ μου, πþς να κÜμω τþρα; Σαν δεν πÜγω θα κριματισθοýμεν.
    ¯ Σαν εßσαι συ ταμμÝνος, νοικοκýρη μου, ανδρüγυνο δεν εßμασθε; Ýνα πρÜγμα εßμασθε. Εßτε συ επÞγες, εßτ' εγþ, το ßδιο πρÜμμα κÜνει.
    Τα δÜκρυα στα μÜτια της! εßπεν ο παπποýς, αλλÜξας τον τüνον της φωνÞς του, τß να πω! ¯ Την αναιβÜζω, ψυχÞ μου, στ' Üλογο, και την στÝλνω στον 'Αγιον ΤÜφο με τον αδερφü της.
    Απü τüτε και να πÜγη ¯εßπεν ο παπποýς κροτþν τας παλÜμας ως εÜν τας εξεσκüνιζεν¯ απü τüτε και να πÜγη δεν εδοκßμασα να ταξειδεýσω.
    ¯ Και τον κüσμο που εγýρισες, παπποý, τα μεγÜλα ταξεßδια που Ýκαμες, θα τα Ýκαμες λοιπüν πριν πÜρης την γιαγιÜ; ορßστε;
    Ο παπποýς ανÝλαβε πÜλιν το εργüχειρüν του· θλιβερüν μειδßαμα εκÜθητο επß των χειλÝων του.
    ¯ Πριν με δþσουν στην γιαγιÜ σου την Χατζßδενα, εßπε ταπεινþσας τους oφθαλμοýς, δεν Þμουν αγüρι!
    ¯ Αμ' τß, παπποý; κορßτσι Þσουνα;
    ¯ Πες πως Þμουνα κορßτσι, ψυχÞ μου, εßπεν ο παπποýς με το θλιβερüν του μειδßαμα, αφοý κι εγþ το θαρροýσα πως Þμουνα, κι ο κüσμος το επßστευεν.
    Αι λÝξεις μοι ενεποßησαν παρÜξενον εντýπωσιν. Ο παπποýς εκρÜτει εις τας χεßρας του γυναικεßον εργüχειρον· και ¯μ' üλον το λεβÝντικüν του ανÜστημα¯ το επιμελþς εξουρισμÝνον πρüσωπον, ο φιλαρÝσκως επß των ορßων του Üνω χεßλους ψαλιδισμÝνος μýσταξ, η üλη της μορφÞς τoυ Ýκφρασις μοι εφÜνη την στιγμÞν εκεßνην ενÝχουσα πολý το θηλυπρεπÝς και γυναικεßον.
    ¯ Ναι, ναι, ψυχÞ μου, εßπεν ο παπποýς αναστενÜξας και γενüμενος αßφνης σýννους. Εσεßς ζÞτε σε χρυσοýς καιροýς τþρα, σε χρυσοýς καιροýς! ταξιδεýετε σ' ü,τι þρα θÝλετε, σ' üποια χþρα θÝλετε. Και το κÜτω κÜτω, ψυχÞ μου, ξÝρετε τß εßστε. Εμεßς εζοýσαμεν σε βßσεκτους καιροýς, δυστυχισμÝνους χρüνους! Oι μÜναις μας εγονÜτιζαν μπρüς σταις εικüναις, ψυχÞ μου, και Ýκλαιαν στην Παναγßα Þ να τους δþση κορßτσι, Þ να σκοτþση το παιδß, που εßχανε στα σπλÜγχνα τους, δια να μη γεννηθÞ αγüρι.
    ¯ Γιατß παπποý;
    ¯ Γιατß, κÜθε λßγο και πολý, εßπεν ο παπποýς ολονÝν σκυθρωπüτερος, Ýβγαινε, ψυχÞ μου, το Γιανιτσαριü, κÜτι μεγÜλοι και φοβεροß ΤουρκαλÜδες, με τ' αψηλÜ τα "καβοýκια", με τα κüκκινα καβÜδια, κι εγýριζαν αρματομÝνοι στα χωριÜ, με τον "ιμÜμην" εμπρüς με τον "τσελÜτη" καταπüδι, κι εμÜζωναν τα ευμορφüτερα χριστιανüπαιδα, ψυχÞ μου, και τα τοýρκευαν.
    ¯ Γιατß, παπποý;
    ¯ Για να τα κÜμουν Γιανßτσαρους, εßπεν ο γÝρων αγανακτþν. Για να τα κÜμουν σαν τον εαυτü τους· να Ýρχωνται πßσω στην χþρα, σαν μεγαλþσουν και ξεχÜσουν που εßναι Ρωμηüπουλα, να σφÜζουν τους ßδιους των γονεßς, που τα γÝννησαν, και ν' ατιμÜζουν ταις ßδιαις των αδελφαßς, που βýζαξαν απü Ýνα γÜλα!


                                            ΑνÜθεμα την þρα,
                                            την πρþτην ΑπριλιÜ,
                                            που βγÞκε το ΙζÜμι
                                            και μÜζωξε παιδιÜ!

    ΕστÝναξεν απαγγεßλας ο παπποýς και απÝμαξε τα δÜκρυÜ του.
    Γι' αυτü, εξηκολοýθησεν Ýπειτα, üταν εγεννÞθηκα εγþ, ψυχÞ μου, και μ' εβÜφτισαν, με Ýβγαλαν "ΓεωργιÜ"· που θα πη, μου Ýδωκαν θηλυκüν üνομα, καθþς Ýβγαζαν τüτε ΚωνσταντινιÜ και Θανασßα και ΔημÞτρω ¯üλα αρσενικÜ παιδιÜ, ψυχÞ μου, με θηλυκüν üνομα¯ Και μαζß με το üνομα, μ' εφüρεσαν και κοριτσßστικα ροýχα.
    ¼σα χρονÜκια πÝρασαν, ψυχÞ μου, τüσαις φοραßς απü την θýραν του σπιτιοý μας δεν εβγÞκα, σαν καψοκüριτσο που θÜρρευα να εßμαι. Σαν Ýγεινα καμμιÜ δεκαριÜ χρονþ, με πιÜνει μιαν ημÝρα ¯Θεüς σχωρÝσ' τονα¯ ο κýρης μου, με καθßζει στο σκαμνß, με κüφτει ταις μεγÜλαις μου πλεξοýδαις, μου βγÜζει τα φουστανÝλια και:
    ¯ Διες εδþ, με λÝγει, ΓεωργιÜ, απü σÞμερα και να πÜγη εßσαι "Γεþργης", εßσαι αγüρι· απü αýριο και να πÜγη εßσαι Üνδρας, ο Üνδρας της ΧρουσÞς, που παßζετε κÜθε μÝρα ταις κοýκλαις και τα πεντüβολα.
    Αυτü Þταν üλο κι üλο, που με εßπε, και μ' εφüρεσε τ' αγορßστικα ροýχα.
    Την Üλλη την ημÝρα, ψυχÞ μου, Þλθαν τα βιολιÜ και τα λαγοýτα, και μ' επÞραν στην εκκλησιÜ, και μ' εστεφÜνωσαν με την γιαγιÜ σου.
    ¯ Πþς, παπποý; ¸τσι μικρüς που Þσουνα;
    ¯ Ναι, ψυχÞ μου· εßπεν ο παπποýς συναπορþν και αυτüς. Ακüμα δεν Ýμαθα πþς να δÝνω το καινοýριο μου καβÜδι, και μ' Ýδωσαν και γυναßκα για να κυβερνÞσω! Μα ¯εßπεν εßτα συνωφρυωμÝνος¯ Ýπρεπε να γÝνη. Περισσüτερον καιρü δεν ειμποροýσαν να με κρýψουν· και το φερμÜνι Ýλεγε, πως μüνον τους ανýπανδρους να παßρνουν οι Γιανßτσαροι. Μ' επÜνδρεψαν λοιπüν "εν πομπÞ και παρατÜξει" και Ýτσι, ψυχÞ μου, αντß να με πÜρη κανÝνας Γιανßτσαρος ¯μ' επÞρεν η γιαγιÜ σου.
    ¯ Και που θα πη λοιπüν, παπποý, εσý δεν Ýκαμες μÞτ' Ýνα ταξεßδι στην ζωÞ σου! ΜÞτε, πριν πανδρευθÞς, δεν εταξεßδευσες;
    Ο παπποýς επß τινας στιγμÜς εφÜνη αμηχανþν, πþς πρÝπει ν' απαντÞση. ¸πειτα χαμηλþσας αιδημüνως το βλÝμμα:
    ¯ Τß να σε πω, ψυχÞ μου, εßπε. Πριν πανδρευθþ Ýκαμα Ýνα ταξεßδι, μα ¯τß τα θÝλεις¯ Ýμεινε κι' αυτü στην μÝση. ¸μειν' ατελεßωτο...
    ¯ Πþς, παπποý; Πüτε;
    Ο γÝρων παρÞτησε το εργüχειρüν του χαμαß, και τεßνας το βλÝμμα προς τον ορßζοντα, εφαßνετο ενασχολþν σιγηλÜ τους οφθαλμοýς του με την θÝαν της προ ημþν εκτεινομÝνης χωριογραφßας.
    Ο ουρανüς Þτον ανÝφελος· ο Þλιος χαμηλÜ εις τον ορßζοντα· και το υψηλüν της θÝσεως, εφ' ης ευρισκüμεθα, παρεßχεν εις τον θεατÞν λßαν αχανÝς και üμως λßαν ευπερßληπτον πανüραμα.
    Περß τα κρÜσπεδα της ακροπüλεως, αμÝσως υπü τα βλÝμματÜ μας, Ýκειντο κατÜ συγκεχυμÝνας ομÜδας αι οικßαι της πολßχνης, εν ταις αυλαßς των οποßων ÝβλεπÝ τις Üνδρας, γυναßκας, παιδßα, ενασχολουμÝνους να εισαγÜγωσι τα φθινοπωρινÜ αυτþν προúüντα εις τας αποθÞκας. ΑμÝσως περß την πüλιν εφαßνοντο οι λαχανüκηποι με τα γηραλÝα, τα φυλλορροοýντα δÝνδρα περß τους λελυμÝνους φραγμοýς των· και τους τελευταßους τρυγητÜς, φορτþνοντας τα üψιμα λαχανικÜ επß των αμαξþν των· αυτοý πλησßον εκÜπνιζον καιüμενα τα Üχρηστα απομεινÜρια των ερÞμων πλÝον αλωνßων. ΠαρÝκει Þρχοντο εκτεινüμενοι ημικυκλικþς εις μεγßστην ακτßνα οι καρποφορþτατοι της χþρας αγροß, εν οις üμως δεν εσεßοντο πλÝον βαρεßς των δημητριακþν οι στÜχυς, ως επιφÜνεια ξανθÞς κυμαινομÝνης θαλÜσσης, αλλ' Ýβοσκον ελευθÝρως, δαπανþντα και την τελευταßαν χλωρÜν βοτÜνην τα βραδÝως προς την πüλιν επιστρÝφοντα ποßμνια και αι αγÝλαι. Εις το απþτατον του ορßζοντος βÜθος Ýκλειον, ως υψηλüν περιθþριον, την αχανÞ ταýτην εικüνα οι αμπελþνες του τüπου, Ýρημοι και οýτοι μετÜ τον τρυγητüν κ' εγκαταλελειμμÝνοι. Η λαμπρÜ ποικιλßα των τελευταßων φθινοπωρινþν χρωμÜτων, οι κατÜ συχνÜ διαστÞματα διαυλακοýντες την χþραν ποταμßσκοι, τα παρÜ τας üχθας αυτþν γραφικþς εγειρüμενα συμπλÝγματα δÝνδρων και οικοδομþν, οι κατÜ τüπους ως μÝγιστα κωνοειδÞ χþματα υψοýμενοι των Οδρυσþν τýμβοι üχι μüνον διÝκοπτον την συνÞθη των επιπÝδων χωριογραφιþν μονοτονßαν, αλλÜ και παρεßχον εις την απÝραντον εκεßνην εικüνα Ýκτακτον, θαυμασßαν ενüτητα και ποικιλßαν.
    Και üμως προ του τερπνοτÜτου τοýτου θεÜματος ¯το ενθυμοýμαι ακüμη¯ μυστικÞ τις ανησυχßα, θλιβερüν τι προαßσθημα συνεßχε την καρδßαν μου. Ενüμιζες, üτι η ζωÞ, η Üλλοτε τüσον σφριγωδþς επß της χþρας ταýτης επανθÞσασα, υπεχþρει τþρα βραδÝως, αλλÜ σταθερþς προς τους ενδοτÜτους μυχοýς της φýσεως· η δ' επß της üψεως αυτÞς εναπομÝνουσα λαμπρüτης δεν Þτον ει μη το τελευταßον, το ýστατον μειδßαμα επß των χειλÝων του θανατιþντος.
    Ο παπποýς, αφ' οý εφ' ικανÞν þραν ενησχολÞθη με το θÝαμα τοýτο σιωπηλüς και αφηρημÝνoς, εστÞριξε το βλÝμμα επß ενüς των απωτÝρων κωνοειδþν χωμÜτων εις το βÜθος του ορßζοντος και δεßξας δια του δακτýλου:
    ¯ Την βλÝπεις, ψυχÞ μου, εßπεν, εκεßνην την "τοýμβα";
    ¯ ΠοιÜν, παπποý;
    ¯ ΝÜ εκεßνην την αψηλüτερη απü üλαις ταις Üλλαις, που φαßνεται, εκεß που τελειþνει της γης το πρüσωπο.
    ¯ Την βλÝπω· εγγßζει τον ουρανü με την κoρφÞ της, παπποý.
    ¯ 'Αú χακ! Εßπεν ο παπποýς, ευχαριστημÝνος εκ της απαντÞσεως. Ο ουρανüς ακουμβÜ πÜνου της. Δεν ακουμβÜ;
    ¯ Ναι, παπποý! Η γης τελειþνει αυτοý πÝρα και αρχßζει ο ουρανüς.
    ¯ 'Αι χακ! ανεφþνησεν ο γÝρων Ýτι μÜλλον ευχαριστημÝνος. Εßτα προσηλþσας επ' εμοý υπερÞφανον βλÝμμα· ¯ ¿ς εκεß πÝρα, εßπε, μ' εβÜσταξε να ταξειδÝψω!
    Και επρüφερε τας λÝξεις με ýφος τüσον εναβρυντικüν, þστε δεν ηννüησα ευθýς εÜν του παπποý τοý εβÜσταξε να ταξειδεýση μÝχρι του ουρανοý, Þ μÝχρι της "τοýμβας", εφ' ης εφαßνετο ο ουρανüς στηριζüμενος.
    Ο παπποýς εξηκολοýθησεν.
    ¯ Η τοýμβα φαßνεται απü το παρÜθυρü μας· απü μικρü παιδß την Ýβλεπα και το εßχα Ýνα "μερÜκι" ¯μια μεγÜλη επιθυμßα¯ να Þτανε βολετü να πÞγαινα εκεß κÜτω, ν' αναßβω στην κoρφÞ της "τοýμβας", να μβþ εις τα ουρÜνια. Μα Ýλα που Þμουνα κορßτσι! Πþς να βγþ μÝσα στους δρüμους;
    Σαν μ' Ýκοψεν ο κýρης μου τα μαλλιÜ και μ' Ýβαλε καβÜδι, και μ' Ýκαμεν, Ýτσι δια μιας αγüρι ¯εκεßνοι εψαλßδιζαν χαρτιÜ και Ýπλεκαν του γÜμου τα στεφÜνια, εγþ, μια κλωθογυρνþ την Üκρην Üκρη, και βγαßνω στην αυλÞ. Το ταξεßδι εßχα στον νου μου, και μüνο το ταξεßδι.
    ΜετÜ τινα σιωπÞν, καθ' ην ο παπποýς εφαßνετο συγκεντρþν τας αναμνÞσεις του:
    ¯ ¸ξω απü τ' ορνιθαριü, εßπεν, Þτον Ýνα ξýλο στημÝνο, με κÜτι ξυλÜκια σταυρωτÜ πÜνω σ' αυτü καρφωμÝνα, για να πατοýν οι üρνιθες ν' αναιβαßνουν σταις φωλιαßς των. Το εßχα απü μιας αρχÞς στο μÜτι. Θα τ' ακουμβÞσω στο γυαλß του ουρανοý, Ýλεγα με τον νου μου, σαν σκÜλα, θ' αναßβω, θα τρυπÞσω μια τρýπα, θαμβþ μÝσα. ¸τσι, ψυχÞ μου, σου παßρνω το ξýλο στον þμο, και, σαν με διουν, ας με γρÜψουν!
    ¯ Βγαßνω απü την αυλÞ, στρßβω δεξιÜ και δρüμο! Ο κüσμος που μ' Ýβλεπε, ποý να με γνωρßση πως Þμουν η ΓεωργιÜ η θυγατÝρα του Σýρμα! ¹ταν σαν να Þρθα πρþτη φορÜ στον κüσμο.
    ¿ς και η ΧρουσÞ, η γιαγιÜ σου, που με εßδεν Ýτσι με το καβÜδι, μ' Ýβαλε μπροστÜ με ταις πÝτραις. ¼χι τÜχα πως μ' εγνþρισεν· μα Ýτσι τα κατÜτρεχεν απü μιας αρχÞς τ' αγüρια. Εγþ ¯ δρüμο. Απü τÝτοιο ταξεßδι, ποιüς μπορεß να μ' εμποδßση; Βγαßνω στους κÞπους· μβαßνω στα χωρÜφια· περνþ τον ποταμü· τα μÜτια καρφωμÝνα στην "τοýμβα", και ¯δρüμο. ΠÜγω Ýνα μßλι, πÜγω δýο. Μα ¯τß θαρρεßς, ψυχÞ μου; Η "τοýμβα", üσο προχωρþ, τραβιÝται μακρüτερα! Ο ουρανüς, üσο κοντεýω, σηκþνετ' αψηλüτερα! Α! αυτü, ψυχÞ μου, μ' Ýκοψε τα γüνατα! ΚουρασμÝνος Þμουν απü πολý προτÞτερα, μα δεν μ' αποφÜνηκε, παρÜ σαν εßδα πως η Üκρα του ουρανοý επÞγαινεν üλον Ýν μακρýτερ' απü την "τοýμβαν", που ελογÜριαζα να τον εýρω. Τüτε μου εκüπηκε το "χαβÝσι", και Ýννοιωσα, πως εßμαι κουρασμÝνος, πως πεινþ, πως το ξýλο που σηκüνω βαραßνει σαν μολýβι, πως Üρχησε να βραδυÜζη και ¯τß τα θÝλεις, ψυχÞ μου; ¯τüτες εγýρισα πßσω κι' αφÞκα το ταξεßδι ατελεßωτο!
    Γιατß, διες, επρüσθεσεν εßτ' αμÝσως ο γÝρων, εσυλλογßσθηκα κοντÜ εις τ' Üλλα και τον κýρη μου. Αυτüς ¯Θεüς σχωρÝσ' τονε¯ δεν Ýμοιαζε την γιαγιÜ σου, την Χατζßδενα.
    ¯ Πþς, παπποý;
    ¯ Χμ! εßπεν εκεßνος, εκφραστικþς μειδιÜσας. Η γιαγιÜ σου, ψυχÞ μου, μπουμπουνßζει, μα δεν βρÝχει. Ο κýρης μου Ýβρεχε, μα δεν εμπουμποýνιζε! Γι' αυτü, ψυχÞ μου, εγýρισα πßσω. ¹ταν "το μüνο ταξεßδι της ζωÞς μου ταξεßδιον", επρüσθεσεν εßτα σýννους ο γÝρων, μα Ýμειν' ατελεßωτο.
    ¯ Και τα πρÜγματα, που εßδες παπποý, και ξεýρεις; ηρþτησα εγþ τüτε εν μεγßστη απορßα. Στην χþρα που ψÞν' ο Þλιος το ψωμß εκεß κοντÜ που ζουν οι ΣκυλοκÝφαλοι, πüτε επÞγες, παπποý;
    ¯ Ω! εßπεν εκεßνος τüτε. Αυτοý, ψυχÞ μου, δεν επÞγα· με τ' αφηγÞθηκε η γιαγιÜ μου, üταν μ' εμÜθαινε να πλÝκω.
    ¯ Και στης θÜλασσας τον αφαλü, παπποý, που βγαßνει η Φþκια και πιÜνει τα καρÜβια, και τα ρωτÜ για τον ΑλÝξανδρο τον βασιλÝα; Κι εκεß δεν επÞγες;
    ¯ ¼χι, ψυχÞ μου! Κι αυτü με τ' αφηγÞθηκ' η γιαγιÜ μου.
    ¯ Και στο σπÞλαιο, παπποý, που εßν' η ΜÜγισσα, που μαρμαρþνει τους ανθρþπους, κ' εκεß δεν επÞγες;
    ¯ ¼χι, ψυχÞ μου! Η γιαγιÜ μου, με τ' αφηγÞθηκε, η γιαγιÜ μου.
    Απερßγραπτος εßναι η αýξουσα Ýντασις της απογοητεýσεþς μου ανÜ πÜσαν αυτοý απüκρισιν. ¼λη λοιπüν η μεγÜλη εκεßνη ιδÝα μου περß των ταξειδßων του παπποý, üλη μου η προς αυτüν υπüληψις κι εμπιστoσýνη δια την κοσμογνωσßαν και πολυπειρßαν του περιωρßζετο Ýξαφνα εις τας διηγÞσεις, δηλαδÞ τα παραμýθια, τα οποßα Þκουσεν απü την μÜμμην του, καθ' ον χρüνoν εßχε την αφÝλειαν να πιστεýη ο πτωχüς και το üτι Þτο θηλυκοý και ουχß αρσενικοý γÝνους! Απελπισßα και αγανÜκτησις κατεßχε την καρδßαν μου.
    ¯ Και ταις βασιλοποýλαις, παπποý, και αυταßς λοιπüν δεν ταις εßδες με τα μÜτια σου; και δεν Ýφαγες και δεν εκουβÝντιασες μαζß των;
    ¯ Ποιαßς βασιλοποýλαις, ψυχÞ μου;
    ¯ ΝÜ! αυταßς που ερωτεýονται με τα ραφτüπουλα, και αρρωστοýν απü την αγÜπη, και στÝλνουν τον πατÝρα τους, τον βασιλÝα με την κορþνα, να πÜγη να παρακαλÝση τον γαμβρü; Δεν θυμÜσαι, που με τþλεγες; Δεν θυμÜσαι την Χρυσüμαλλη ΝερÜιδα και τα λευκονδυμÝνα νεραúδüπουλα, που τραγουδοýν, παπποý, και γελοýν και χορατεýουν, και ρÜφτουν τα νυφιÜτικα, χωρßς ραφÞ και ρÜμμα;
    ¯ Αχ! ψυχÞ μου! Εßπεν ο γÝρων τüτε λυπημÝνος. Αυτü το Üκουσα απü την γιαγιÜ μου, üταν μ' εμÜθαινε να κεντþ και να ρÜφτω! Μα θαρρþ, ψυχÞ μου, πως μÞτ' εκεßνη δεν το εßδε με τα μÜτια της!
    Τοýτο διÝλυσε και την ελαχßστην μου πλÜνην!... Εις το χαρÝμιον της ΒαλιδÝ-ΣουλτÜνας, üπισθεν του στρογγýλου ερμαρßου εν τω τοßχω, δεν μ' επερßμενε λοιπüν η βασιλοποýλα! Και δεν Þτον αυτÞ που μ' Ýδιδε τα μοσχομυρισμÝνα εκεßνα γλυκßσματα, αλλÜ τßς οßδε τß πιναρüς, ρικνοπρüσωπος, πλατýστομος γÝρο-ΑρÜπης! Εßχον δßκαιον οι συμμαθηταß μου!
    ΑλλÜ λοιπüν αι κακουχßαι και τα βÜσανα, üσα υπÝστην, και üσα Ýμελλον να υποστþ, με την γλυκεßαν ελπßδα, να επιστρÝψω ποτÝ εις το χωρßον με μßαν βασιλοποýλαν εις το πλευρüν μου, επÞγαινεν εις τα χαμÝνα; επÞγαν δια τßποτε; ΚαλÜ, παπποý! Αν με διης και σý ποτε να ξαναπιÜσω βελüνι, πες πως εßμαι θηλυκüς και δεν το ξεýρω!
    Και τον ενδιÜθετον τοýτον λüγον ητοιμαζüμην να προφÝρω, ελÝγχων συγχρüνως τον παπποýν, διüτι Ýγεινεν αιτßα να υπÜγω εις την Πüλιν να κακουχηθþ επß ματαßω. Αλλ' üτε, υψþσας τους οφθαλμοýς, εßδον τον παπποýν με το ονειροπολοýν αυτοý βλÝμμα διαρκþς προσηλωμÝνον μακρÜν επß της κoρυφÞς του κωνοειδοýς εκεßνου χþματος, απü του οποßου ÞλπισÝ ποτε να εισÝλθη εις τα ουρÜνια, δεν ηξεýρω ποßα μυστηριþδης δýναμις εδÝσμευσε την φωνÞν επß της γλþσσης μου.
    Ο Þλιος εßχε κατÝλθει πολý χαμηλüτερα προς την δýσιν. ΠÜσα ýπαρξις, πÜσα εκδÞλωσις ζωÞς απεσýρετο σιγαλÜ και βραδÝως προς τα ενδοτÝρω της πüλεως.
    Η Ýκφρασις της χωριογραφßας μοι εφÜνη τþρα μελαγχολικωτÝρα, θλιβερωτÝρα. Η καρδßα μου εταρÜχθη εκ νÝου. Μεταξý της φυσιογνωμßας της σκηνÞς και της εκφρÜσεως του ωχροý και μαραμÝνου του παπποý προσþπου, üπως εφωτßζετο υπü των τελευταßων του ηλßου ακτßνων, υπÞρχε τüση ομοιüτης, τüση στενÞ συγγÝνεια!...
    Ο καûμÝνος ο παπποýς! εσκÝφθην προς εμαυτüν, επÜλευσε κι ενßκησε τον Üγγελον χωρßς της βοηθεßας μου, αλλÜ εξαντλÞθη και αδυνÜτησε τüσο πολý, που, αν ξανακυλÞση Ýτσι καθþς εßναι κανεßς δεν τον γλυτþνει.
     -'Αρχισε να κÜμνη κρýο, ψυχÞ μου, εßπεν ο γÝρων Ýξαφνα. ¸λα να πÜμε.
    Τω Ýτεινα σιωπηλþς την χεßρα και υποστηρßζων αυτüν üσον ηδυνÜμην, τον συνþδευσα εις την οικßαν του.
    Την νýκτα εκεßνην Ýκαμε τω üντι πολý ψýχος. Τη δε πρωßα της επιοýσης παχεßα πÜχνη Ýκειτο λευκÜζουσα επß των μεμαραμÝνων φýλλων των καλυπτüντων το Ýδαφος του κÞπου μας. Μüλις αφυπνßσθην και Ýδραμον εις την οικßαν του αγαπητοý μου παπποý. Αλλ' οποßα διαφορÜ απü της χθες μÝχρι σÞμερον! ΠλÞθος συγγενþν και οικεßων συνωστßζοντο σοβαροß και Üφωνοι εις την αυλÞν, εις το κατþγειον εις την "σÜλαν" της γιαγιÜς, εν τω μÝσω της οποßας Ýκειτο μακρýς μακρýς ο παπποýς. Εφαßνετο πως δεν εξýπνησεν ακüμη.
    Βαθεßα ειρÞνη εβασßλευεν επß της μορφÞς του. Μßα υπερκüσμιος αßγλη, εν εßδει μειδιÜματος βαθμηδüν αποσβεννυμÝνου Ýπαιζε με τα χαρακτηριστικÜ του προσþπου του.
    Η γιαγιÜ με τας χεßρας θηλυκωμÝνας περß τα γüνατÜ της, με το απελπισμÝνον της βλÝμμα απλανÝς, επß της üψεως του παπποý, εκÜθητο ωχρÜ, βωβÞ, ακßνητος ως απολιθωμÝνη παρÜ το πλευρüν του. Η ταλαßπωρος! Τß δεν θα Ýδιδεν üπως τον εμποδßση απü τοýτο το ταξεßδιον! Διüτι το μειδßαμα του παπποý Þτον η λÜμψις, ην Ýσυρεν οπßσω της η προς ουρανüν αποδημοýσα ψυχÞ του.
    Διüτι ο καûμÝνος ο παπποýς συνεπλÞρωνε αληθþς τþρα "το μüνον της ζωÞς του ταξεßδιον"!

*
EιλιτÞριον. Tο αλλαχοý λεγüμενον "τυλιγÜδι".

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers