Μεταξὺ ὅλων τῶν ἐπαγγελμÜτων, εἰς ὅλον τὸ ΓÝνος,
περνᾶ ἐξüχως τὸ ἐπÜγγελμα τῆς θρησκεßας,
καθὼς καὶ τοῦ πατριωτισμοῦ.
ΑλÝξανδρος ΠαπαδιαμÜντης
Βιογραφικü
¸νας απü τους σημαντικüτερους ¸λληνες λογοτÝχνες, γνωστüς κι ως "ο Üγιος των ελληνικþν γραμμÜτων", Þ "ο κοσμοκαλüγερος", κατÜ το βιογρÜφο του ΜιχÜλη ΠερÜνθη κι "η κορυφÞ των κορυφþν" κατÜ τον ΚαβÜφη. ¸γραψε μυθιστορÞματα, κυρßως διηγÞματα, ποιÞματα, μεταφρÜσεις, κριτικÜ δοκßμια κι Üρθρα σε τüσες εφημερßδες που συνεργÜστηκε τüσα χρüνια, και που κατÝχουν περßοπτη θÝση στη νεοελληνικÞ λογοτεχνßα.
Ο ΑλÝξανδρος ΕμμανουÞλ, üπως Þτανε το κανονικü του üνομα, γεννÞθηκε στη ΣκιÜθο στις 4 ΜÜρτη 1851 κι Þταν γιος του ιερÝα ΑδαμÜντιου ΕμμανουÞλ (εξ ου και το ψευδþνυμο, απü τ' üνομα του πατÝρα του και το επÜγγελμÜ του Παπα -ΔιαμαντÞς) και της Γκουλιþς (ΑγγελικÞς) κüρης του Αλεξ. Μωραúτßδη. Ἡ οἰκογÝνειÜ του ἦταν, ὅπως συνÝβαινε συνÞθως τὴν ἐποχὴ ἐκεßνη, πολýτεκνη. Ἡ σειρὰ τῶν παιδιῶν ἦταν ἡ ἑξῆς: Ἐμμανουὴλ (πÝθανε σὲ νεανικὴ ἡλικßα), Οὐρανßα, Χαρßκλεια, ἈλÝξανδρος, Σοφοýλα, Γεþργιος καὶ Κυρατσοýλα. Ὁ πατÝρας του, γüνος ναυτικῆς οἰκογÝνειας, ἦταν ἱερÝας τοῦ νησιοῦ, στὸ ὁποῖο ἐπικρατοῦσε ἤδη ἀπὸ τὸν 18ο αἰ. ἡ ἐκκλησιαστικὴ παρÜδοση τῶν "ΚολλυβÜδων"*. Ἡ μητÝρα του καταγüταν ἀπὸ ἀρχοντικὴ οἰκογÝνεια τοῦ Μυστρᾶ, που ἐγκαταστÜθηκε στη ΣκιÜθο πρὸς τὸ τÝλος τοῦ 18ου αἰ. Εξοικειþθηκε νωρßς με τα εκκλησιαστικÜ πρÜγματα, τη θρησκεßα, τα ξωκλÞσια κι Þσυχη ζωÞ νησιþτικου περßγυρου. ¼λ' αυτÜ διαμορφþσαν χριστιανικÞ ιδιοσυγκρασßα, που διατÞρησε ως το τÝλος της ζωÞς του.
_________________________
* ΚολλυβÜδες Þταν μÝλη ενüς κινÞματος εντüς της ΑνατολικÞς Ορθüδοξης Εκκλησßας που ξεκßνησε το 2o μισü του 18ου αι. στο Αγßον ¼ρος κι αγωνßστηκε για την αποκατÜσταση των παραδοσιακþν πρακτικþν σε αντßθεση με αδικαιολüγητες καινοτομßες και που μετατρÜπηκε απροσδüκητα σε κßνημα πνευματικÞς αναγÝννησης. ΥπÞρξαν ο αντßποδας των ευρωπαúστþν, δηλαδÞ των επηρεασμÝνων απü τις αρχÝς του Διαφωτισμοý και του Εγκυκλοπαιδισμοý. Τ' üνομα προÝρχεται απ' τα κüλλυβα που χρησιμοποιοýνται για τη τÝλεση των μνημοσýνων. Οι υποστηρικτÝς του Þταν Αθωνßτες μοναχοß που 'ταν αυστηρÜ προσκολλημÝνοι στην ΙερÞ ΠαρÜδοση κι επÝμεναν üτι τα μνημüσυνα δεν πρÝπει να τελοýνται ΚυριακÝς, γιατß αυτÞ εßναι μÝρα της ΑναστÜσεως του Κυρßου, αλλÜ ΣÜββατα, που 'ναι συνÞθης μÝρα να τιμÜται η μνÞμη των νεκρþν. ¹ταν επßσης υπÝρ της συχνÞς λÞψης της Θεßας Κοινωνßας κι εξασκοýσαν την αδιÜκοπη προσευχÞ της καρδιÜς. Οι üροι "ΚολλυβÜδες", "Κολλυβισταß" και "Σαββατιανοß" αρχικÜ χρησιμοποιοýνταν σαρκαστικÜ ως προσβολÝς, ωστüσο με τη πÜροδο του χρüνου Ýγιναν τßτλος τιμÞς. ΕπικεφαλÞς τους ο Νεüφυτος Καυσοκαλυβßτης (1713 -1784), ο ¢γιος ΜακÜριος ΝοταρÜς (1731 -1805), ο ¢γιος Νικüδημος ο Αγιορεßτης (1749 -1809) κι ο ¢γιος ΑθανÜσιος ο ΠÜριος (1722 - 1813).
___________________
Ο πατÝρας του, ΔιαμαντÞς ΕμμανουÞλ
Τα πρþτα γρÜμματα τα Ýμαθε στο νησß του ο μικρὸς ἈλÝξανδρος, στὸ Δημοτικὸ Σχολεῖο τῆς ΣκιÜθου (1856 -60), ὅπου φÝρεται ἐγγεγραμμÝνος σαν ἈλÝξανδρος Παπὰ ΔιαμÜντης, στὸ Ἑλληνικὸ Σχολεῖο ΣκιÜθου (1860 -62), σαν ἈλÝξανδρος Παπὰ Ἀδαμαντßου και στὸ Σχολαρχεῖο ΣκοπÝλου (στὴν Γ' τÜξη, κατὰ τὸ σχολικὸ ἔτος 1865 -1866), σαν ἈλÝξανδρος Ἀδαμαντßου ἱερÝως. Στο σχολικὸ ἔτος 1867 -68 ἐγγρÜφεται στὴν Α' τÜξη τοῦ Γυμνασßου Χαλκßδας, σαν ἈλÝξανδρος ἈδαμαντιÜδης. Στη διÜρκεια τοῦ ἑπüμενου σχολικοῦ ἔτους ἔρχεται σὲ σýγκρουση μὲ τὸν καθηγητὴ τῶν Θρησκευτικῶν, πους τοῦ φαινüτανε πολý... αγρÜμματος κὶ ἐγκαταλεßπει τὴ φοßτηση στὴ μÝση της χρονιᾶς. Τον ΣεπτÝμβρη τοῦ 1869, δßνει ἐξετÜσεις, παßρνει τὸ ἐνδεικτικü της Β' τÜξης ἀπὸ τὴ Χαλκßδα καὶ τον Ὀκτþβρη ἐγγρÜφεται στὴ Γ' τÜξη τοῦ Γυμνασßου Πειραιῶς. ΤÝλη ΓενÜρη 1870 διακüπτει τὴ φοßτησÞ του εκεß κι ἐπιστρÝφει ΣκιÜθο. Ἕνα Ýτος μετÜ βρßσκεται στὴν ἈθÞνα μὲ συστατικὲς ἐπιστολὲς τοῦ ἡγουμÝνου τῆς μονῆς Εὐαγγελιστρßας ΣκιÜθου Δαμιανοῦ πρὸς τὸν πρωθυπουργὸ ἈλÝξανδρο Κουμουνδοῦρο καὶ τὸν ὑπÜλληλο τοῦ ὑπουργεßου Παιδεßας ΒαλαβÜνη. Ὡστüσο δὲν μπορεῖ ἢ μᾶλλον δὲ θÝλει νὰ τοὺς συναντÞσει. Τὸν Ἰοýλιο τοῦ ἑπüμενου ἔτους πραγματοποιεῖ ταξßδι στὸ Ἅγιο Ὅρος, ὅπου, φιλοξενοýμενος τοῦ μοναχοῦ ΝÞφωνα τῆς Μονῆς Δοχειαρßου, συμπατριþτη καὶ πιστοῦ φßλου του, παρÝμεινε μερικοὺς μῆνες "χÜριν προσκυνÞσεως" κι ολοκλÞρωσε τη (χαμÝνη) κωμωδßα, Ο Διοπτροφüρος κι Ýνα ποßημα αφιερωμÝνο στη μητÝρα του..
Το 1872 επισκÝφθηκε λοιπüν το ¢γιον ¼ρος μαζß με τον φßλο του Νικüλαο ΔιανÝλο και παρÝμεινε 8 μÞνες ως δüκιμος μοναχüς. Μη θεωρþντας τον εαυτü του Üξιο να φÝρει το αγγελικü σχÞμα, επÝστρεψε στην ΑθÞνα 26 ΣεπτÝμβρη 1873 μÝσῳ Χαλκßδας. Δßνει μὲ ἐπιτυχßα κατατακτÞριες ἐξετÜσεις καὶ ἐγγρÜφεται στὴ Δ' τÜξη τοῦ Βαρβακεßου Λυκεßου. Φοιτᾶ στὸ ΒαρβÜκειο, ἐνῶ ταυτüχρονα παραδßδει και κÜποια ἰδιαßτερα μαθÞματα, γιὰ νὰ ἐνισχýει τὰ πενιχρὰ οἰκονομικÜ του. Στὶς 16 ΣεπτÝμβρη 1874 πῆρε τὸ ἀπολυτÞριο τοῦ Βαρβακεßου μὲ βαθμὸ "σχεδὸν καλῶς" 3 (μὲ ἄριστα τὸ 6) και με τ' ὄνομα ἈλÝξανδρος Παπαδαμαντßου. Στὶς 25 ΣεπτÝμβρη τοῦ ἴδιου ἔτους, ἀφοῦ ἀμφιταλαντεýτηκε ἀνÜμεσα στὴ Θεολογßα καὶ τὴ Φιλολογßα, γρÜφτηκε στὴ Φιλοσοφικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημßου Ἀθηνῶν, ὅπου ἤδη φοιτοῦσαν τὰ ξαδÝλφια του ἈλÝξανδρος Μωραúτßδης καὶ ΣωτÞρης Οἰκονüμου, Þτανε συμφοιτητÞς με τον Γ. Βιζυηνü, ενþ στους καθηγητÝς του Þταν ο ΣτÝφανος Κουμανοýδης. Αντßθετα μ' αὐτοýς, δὲ θὰ τη τελειþσει ποτὲ, πρÜγμα που στοßχισε στον πατÝρα του, (εξακολουθοýσε üμως να προφασßζεται συνÝχιση των σπουδþν του στην οικογÝνειÜ του για αποφυγÞ της επιστροφÞς του στη ΣκιÜθο και της στρÜτευσÞς του) που τον περßμενε να γυρßσει καθηγητÞς στο νησß και να βοηθÞσει τις 4 αδελφÝς του. Οι 3 απ' αυτÝς παρÝμειναν ανýπαντρες και του παραστÜθηκαν με αφοσßωση σ' üλες τις δýσκολες στιγμÝς του -üπως üταν π.χ., απογοητευμÝνος απü τη ζωÞ της ΑθÞνας, αναζητοýσε καταφýγιο στη ΣκιÜθο. Ωστüσο, επειδÞ οι οικονομικÝς του ανÜγκες Þταν πολλÝς, σýντομα αναγκαζüταν να επιστρÝψει στην ΑθÞνα. Το 1877 δημοσßευσε ανþνυμα σειρÜ Üρθρων στην Εφημερßδα με τßτλους Η εβδομÜς των Αγßων Παθþν και Το ¢γιον ΠÜσχα, στρατεýτηκε για σýντομο διÜστημα, διüτι πÞρε αναστολÞ ως σπουδαστÞς, και κλÞθηκε ξανÜ στον στρατü το 1880 -1881.
Η αδελφÞ του, Χαρßκλεια
ΜÝνει στὴν ἈθÞνα καὶ προσπαθεῖ νὰ ἐξασφαλßσει τὰ πρὸς τὸ ζῆν κυρßως μὲ φροντιστÞριο μαθητῶν. Το 1881 δημοσßευσε το ποßημα ΔÝησις (ΕρÜνισμα εκ των ψαλμþν) στο περιοδικü ΣωτÞρ, εγκαινιÜζοντας την επßσημη πλÝον παρουσßα του στα γρÜμματα με τ' üνομα ΑλÝξανδρος ΠαπαδιαμÜντης. ΠαρÜλληλα ἔχει διαρκῶς τὴν ἔγνοια γιὰ τὴν οἰκογÝνειÜ του κι ἐνεργεῖ γιὰ νὰ διευθετÞσει ὑποθÝσεις τοῦ πατÝρα καὶ τοῦ ἀδελφοῦ του. Ἀπὸ τὸ 1876 ἀρχßζει νὰ δημοσιεýει ἀνωνýμως ἐπßκαιρα θρησκευτικὰ ἄρθρα στὴν Ἐφημερßς. ΣυχνÜζει στὸ βιβλιοπωλεῖο τοῦ Σπ. Κουσουλßνου κι ἀρχßζει νὰ γνωρßζεται μὲ δημοσιογρÜφους καὶ λογοτÝχνες τῆς ἐποχῆς. Ἀπὸ τὸ ΣεπτÝμβρη τοῦ 1879 μÝχρι το ΓενÜρη τοῦ 1880 δημοσιεýει, μ προτροπὴ και σýσταση τοῦ ΒλÜσση Γαβριηλßδη, τὸ 1ο μυθιστüρημα Ἡ ΜετανÜστις στον Νεολüγο στη Πüλη. Ὑπηρετεῖ στὸ στρατὸ ἀπὸ ΣεπτÝμβρη 1880 μÝχρι Ιοýνιο 1881. Ἀπὸ τὸ 1882 ἀρχßζει νὰ ἐργÜζεται ὡς μεταφραστὴς στὴν Ἐφημερßδα τοῦ Δ. Κορομηλᾶ. Τα οικονομικÜ του προβλÞματα Üρχισαν να υποχωροýν κι Ýτσι ανακοßνωσε και στην οικογÝνεια τη συγγραφικÞ του δραστηριüτητα. Ἀπὸ τüτε καὶ μÝχρι τÝλους τῆς ζωῆς του ἡ μετÜφραση ἄρθρων γιὰ λογαριασμὸ ἐφημερßδων καὶ περιοδικῶν τῆς ἐποχῆς, ἀλλὰ καὶ βιβλßων, ἀπὸ τὰ ἀγγλικὰ καὶ τὰ γαλλικÜ, ἀποτελεῖ τὴ βασικὴ πηγὴ βιοπορισμοῦ του. Μεταξὺ ΝοÝμβρη 1882 καὶ ΦλεβÜρη 1883 δημοσιεýεται στὸ περιοδικὸ Μὴ ΧÜνεσαι το μυθιστüρημÜ του Οι ¸μποροι Των Εθνþν, μὲ τὸ ψευδþνυμο ΜποÝμ, ἐνῶ ἀπὸ Ἀπρßλη μÝχρι Ὀκτþβρη τοῦ 1884, στὴν Ἀκρüπολη δημοσιεýεται τὸ 3ο του μυθιστüρημα, Ἡ Γυφτοποýλα και στο περιοδικü Εστßα (ΧρÞστος Μηλιþνης, 1885).
Απü τη στιγμÞ που γρÜφτηκε στο ΠανεπιστÞμιο Üρχισε να δημοσιογραφεß και να κÜνει μεταφρÜσεις απü τα ΓαλλικÜ κι ΑγγλικÜ, γλþσσες που εßχε μÜθει σε βÜθος και που λßγοι τις γνþριζαν τüσο καλÜ στην εποχÞ του. Οι απολαβÝς του üμως Þταν πενιχρÝς κι αναγκαζüταν να ζει σε φτωχικÜ δωμÜτια, üντας πÜντα ολιγαρκÞς και λιτοδßαιτος. ΓρÜφει το πρþτο λυρικü του ποßημα για τη μητÝρα του. Το 1879 δημοσιεýει το μυθιστüρημα Η ΜετανÜστις στην εφημερßδα Νεολüγος. Το 1882 Üρχισε να δημοσιεýει το μυθιστüρημÜ του Οι ¸μποροι Των Εθνþν στην εφημερßδα Μη ΧÜνεσαι, ενþ παρÜλληλα συνÝχισε να εργÜζεται σαν μεταφραστÞς. Η θÝση του βελτιþθηκε κÜπως, üταν γνωρßστηκε με τον προοδευτικü δημοσιογρÜφο κι εκδüτη ΒλÜση Γαβριηλßδη, που ßδρυσε την περßφημη για την εποχÞ της εφημερßδα Ακρüπολη. Ακολοýθησαν δυο χρüνια σιωπÞς του (οι πληροφορßες αναφÝρουν συγκατοßκησÞ του με τον μοναχü ΝÞφωνα που εßχε τüτε εγκαταλεßψει το ¢γιο ¼ρος) ως το 1887, οπüτε, 25 ΔεκÝμβρη δημοσιεýει Ýνα Üρθρο με τßτλο Χριστοýγεννα, με ψευδþνυμο ΒΥΖΑΝΤΙΝ¼Σ κι 26 ΔεκÝμβρη η δημοσßευση του 1ου χριστουγεννιÜτικου διηγÞματος Το Χριστüψωμο και τα 2 στην Εφημερßδα. Η τελευταßα αυτÞ συνεργασßα κρÜτησε ως το 1891 και καρποß της στÜθηκαν πολλÜ διηγÞματÜ του και λογοτεχνικÝς μεταφρÜσεις με κορυφαßα κεßνη του Ýργου του ΝτοστογιÝφσκι: ¸γκλημα & Τμωρßα.
ἘγεννÞθην ἐν ΣκιÜθῳ τῇ 4ῃ Μαρτßου 1851. Ἐβγῆκα ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸν Σχολεῖον εἰς τὰ 1863, ἀλλὰ μüνον τῷ 1867 ἐστÜλην εἰς τὸ ΓυμνÜσιον Χαλκßδος, ὅπου ἤκουσα τὴν Α´ καὶ Β´ τÜξιν. Τῇ Γ´ ἐμαθÞτευσα εἰς Πειραιᾶ, εἶτα διÝκοψα τὰς σπουδÜς μου καὶ ἔμεινα εἰς τὴν πατρßδα. Κατὰ τὸν Ἰοýλιο τοῦ 1872 ἐπῆγα εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος χÜριν προσκυνÞσεως, ὅπου ἔμεινα ὀλßγους μῆνας. Τῷ 1873 ἦλθα εἰς ἈθÞνας καὶ ἐφοßτησα εἰς τὴν Δ´ τοῦ Βαρβακεßου. Τῷ 1874 ἐνεγρÜφην εἰς τὴν Φιλοσοφικὴν Σχολὴν ὅπου ἤκουσα κατ᾿ ἐκλογὴν ὀλßγα μαθÞματα φιλολογικÜ, κατ᾿ ἰδßαν δὲ ἠσχολοýμην εἰς τὰς ξÝνας γλþσσας. Μικρὸς ἐζωγρÜφιζα Ἅγßους, εἶτα ἔγραφα στßχους, κι ἐδοκßμαζα νἀ συντÜξω κωμωδßας. Τῷ 1868 ἐπεχεßρησα νὰ γρÜψω μυθιστüρημα. Τῷ 1879 ἐδημοσιεýθη ἡ «ΜετανÜστις» ἔργον μου, εἰς τὸν «Νεολüγον» Κωνσταντινουπüλεως. Τῷ 1881 ἓν θρησκευτικὸν ποιημÜτιον εἰς τὸ περιοδικὸν «Σωτῆρα». Τῷ 1882 ἐδημοσιεýθησαν «Οἱ Ἔμποροι Τῶν Εθνῶν» εἰς τὸ «Μὴ χÜνεσαι». Ἀργüτερα ἔγραψα περὶ τὰ ἑκατὸν διηγÞματα, δημοσιευθÝντα εἰς διÜφορα περιοδικὰ καὶ ἐφημερßδες.
Βιογραφικü που 'στειλε στον ΒλαχογιÜννη που το ζÞτησε για την Εστßα.
Το 1891 επιχεßρησε χωρßς επιτυχßα να πραγματοποιÞσει Ýκδοση επιλογÞς των διηγημÜτων του με τßτλο ΘαλασσινÜ Ειδýλλια (2η προσπÜθειÜ του το 1902 απÝτυχε επßσης).. Εßχε προηγηθεß μια Ýκδοση διηγημÜτων του μαζß με Ýργα των Α.Μωραúτßδη κι Α.Σπηλιωτüπουλου απü τον Γαβριηλßδη (1890) καθþς και το Üρθρο του ΠαλαμÜ για τον ΠαπαδιαμÜντη στη ΤÝχνη (1889). Το 1895 πÝθανε ο πατÝρας του κι απü τüτε, επιφορτßζεται με την οικονομικÞ φροντßδα της οικογÝνειÜς του. Στα 1902 -04 Ýμεινε στη γενÝτειρÜ του κι αφοσιþθηκε στη μετÜφραση των Ýργων History of the Greek Revolution του Thomas Gordon και History of the Greek Revolution του George Finlay κατÜ παραγγελßα του ΒλαχογιÜννη που η φιλßα τους μετρÜ απü το 1901. Απü τη ΣκιÜθο συνÝχισε να στÝλνει Ýργα του στα αθηναúκÜ φýλλα (το 1903 δημοσιεýτηκε στην Ακρüπολη η Φüνισσα). Το 1904 επÝστρεψε στην ΑθÞνα. Εßχε προηγηθεß νευρικüς κλονισμüς του αδερφοý του Γιþργη κι ακολοýθησε ο θÜνατüς του το 1905.
Η ζωÞ του üμως δεν Üλλαξε. Αν κι η αμοιβÞ του απü την εργασßα του στην Ακρüπολη Þταν υπÝρογκη (Ýπαιρνε 200 και 250 δραχμÝς το μÞνα), ενþ κÝρδιζε αρκετÜ και απü τις -περιζÞτητες - συνεργασßες του με Üλλες εφημερßδες και περιοδικÜ, η οικονομικÞ του κατÜσταση στÜθηκε για πÜντα η αδýνατη πλευρÜ του. ¹τανε σπÜταλος κι ανοργÜνωτος üσον αφορÜ τη διαχεßριση των χρημÜτων του. ¼ταν Ýπαιρνε το μισθü του, πλÞρωνε τα χρÝη του στη ταβÝρνα του ΚεχριμÜνη στου ΨυρρÞ (üπου Ýτρωγε 27 ολüκληρα χρüνια), Ýδινε το νοßκι, Ýστελνε στη ΣκιÜθο, μοßραζε στους φτωχοýς, σπαταλοýσε χωρßς σκÝψη για την αυριανÞ μÝρα. Κι Ýτσι Ýμενε πÜντα φτωχüς και στενοχωρημÝνος, χωρßς να μπορεß να αγορÜσει ακüμη και τα στοιχειþδη, ακüμα και ροýχα. Δεν μποροýσε να περιποιηθεß τον εαυτü του κι η μεγÜλη ανεμελιÜ του, συνοδευμÝνη απü κÜποια φυσικÞ ραθυμßα και νωθρüτητα, με μια πλÞρη αδιαφορßα για τα βιοτικÜ, τονε κρατοýσε σε κατÜσταση αθλιüτητας. ¢πλυτος, απεριποßητος, σχεδüν κουρελÞς, ενþ μποροýσε να ζει με αξιοπρÝπεια, γιατß Þταν λιτüτατος κι ασκητικüς, σκορποýσε τα λεφτÜ του και μüνο κÜθε πρωτομηνιÜ εßχε χρÞματα στην τσÝπη του.
Η αδερφÞ του Σοφοýλα
"Κατ' Ýκεßνην την ÞμÝραν συνÝβη να εßμαι πλοýσιος..." Ýχει γρÜψει στο διÞγημÜ του 'ΠατÝρα Στο Σπßτι. Ενδεικτικü της σχÝσης του με τα χρÞματα εßναι το περιστατικü που αναφÝρει ο ΝιρβÜνας: üταν ξεκßνησε τη συνεργασßα του με την εφημερßδα Το ¢στυ, ο διευθυντÞς του προσÝφερε μισθü 150 δραχμÝς. Η απÜντηση του ΠαπαδιαμÜντη Þταν: "ΠολλÝς εßναι 150. Με φτÜνουν 100". Η βασανισμÝνη αυτÞ ζωÞ, η εντατικÞ εργασßα, το ξενýχτι και προπÜντων το ποτü, που σιγÜ -σιγÜ του Ýγινε πÜθος, καθþς και το τσιγÜρο κι η καθημερινÞ υπερβολικÞ κοýραση, κατÝστρεψαν την υγεßα του και τον Ýφεραν πρüωρα στο θÜνατο. Εξακολοýθησε τη συγγραφικÞ του δραστηριüτητα (παρÜ τη κακÞ κατÜσταση υγεßας), χωρßς ποτÝ να δει Ýκδοση των Ýργων του και το 1906 ο ΒλαχογιÜννης τον πηγαßνει στο φιλολογικü καφενεßο της ΔεξαμενÞς. Ως τüτε απÝφευγε τους λüγιους κýκλους, λüγω της οικονομικÞς του ανÝχειας, του φüρτου εργασßας του αλλÜ και της μοναχικÞς φýσης του και προτιμοýσε να συχνÜζει σε λαúκÝς αθηναúκÝς συνοικßες Þ να ψÝλνει στην εκκλησßα του ΠροφÞτη Ελισσαßου στο ΜοναστηρÜκι με τον ξÜδερφü του ΑλÝξανδρο Μωραúτßδη. Στη ΔεξαμενÞ φωτογραφÞθηκε (για 1η φορÜ στη ζωÞ του) απü τον ΝιρβÜνα και η ιστορικÞ πλÝον φωτογραφßα του δημοσιεýτηκε ολοσÝλιδη συνοδεßα εκτενοýς Üρθρου για το πρüσωπü του απü το ΝιρβÜνα στα ΠαναθÞναια.
Παρ' üλο που γενικÜ στη ζωÞ του φαινüταν απλησßαστος, παρ' üλο που του Üρεσε η μοναξιÜ κι η απομüνωση και δεν Ýπιανε εýκολα φιλßες, στο περιοδικü ΝÝα Εστßα (Χριστοýγεννα 1940) διαβÜζουμε για κεßνους που πλησßαζε και φανÝρωνε τον πλοýσιο εσωτερικü του κüσμο. ΕλÜχιστοι Þταν οι φßλοι του, üπως ο συγγραφÝας κι ερευνητÞς ΓιÜννης ΒλαχογιÜννης, ο ποιητÞς ΜαλακÜσης κι Ýνας -δυο Üλλοι. Ακüμα και προς το ΒλÜσση Γαβριηλßδη, που του στÜθηκε ως πατÝρας και τον ενθÜρρυνε και τον βοηθοýσε πÜντα σε κÜθε δýσκολη στιγμÞ, δεν Ýδειξε την αγÜπη, που ßσως, θα Ýπρεπε να δεßξει. Του Üρεσε να ζει στον κλειστü εσωτερικü του κüσμο και να ζητÜ πνευματικÞ ανακοýφιση ζωγραφßζοντας τις αναμνÞσεις του στα ποιÞματÜ του και στον ποιητικüτατο πεζü του λüγο, στα διÜφορα διηγÞματÜ του, που τα περισσüτερα ξαναζωντανεýουν τους παλιοýς θρýλους του νησιοý του. Αυτüς ο περßεργος κι απüκοσμος τρüπος ζωÞς, με τη παρÜλληλη προσÞλωσÞ του στη θρησκεßα τον Ýκανε να μοιÜζει με κοσμοκαλüγερο. ΣυνÞθιζε να ψÜλλει στο Ναü του Αγßου Ελισσαßου (ὁ ὁποῖος μὲ ἐνÝργειες τῆς Ἑταιρεßας Παπαδιαμαντικῶν Σπουδῶν ἔχει ἀναστυλωθεῖ ἀπὸ τὸ 2004 καὶ στὸν ὁποῖο ἡ Ἑταιρεßα τελεῖ κÜθε μÞνα ἀγρυπνßα) ως δεξιüς ψÜλτης, ενþ στον ßδιο ναü, Ýψαλλε ως αριστερüς ψÜλτης ο ξÜδελφüς του και συγγραφÝας ΑλÝξανδρος Μωραúτßδης κι εφημÝριος Þταν ο παπα -Νικüλας ΠλανÜς (στις μÝρες μας ανακηρυγμÝνος ¢γιος).
ΑυτÞ τη φωτογραφßα τον Ýπεισε να τη τραβÞξει ο Π. ΝιρβÜνας
Η ζωÞ του ΠαπαδιαμÜντη μÝρα με τη μÝρα γινüταν δυσκολüτερη. Η φτþχεια, το ποτü κι η ασυλλüγιστη απλοχεριÜ του γßναν αιτßα να φτÜσει σε απελπιστικÞ κατÜσταση, ενþ παρÜλληλα χειροτÝρευε κι η υγεßα του. ΚÜποιοι φßλοι του (μεταξý των οποßων οι ΜαλακÜσης, Επαμεινþνδας Δεληγιþργης, ΝιρβÜνας, ΔημÞτριος ΚακλαμÜνος, ΑριστομÝνης ΠροβελÝγγιος) διοργÜνωσαν μια γιορτÞ στο Φιλολογικü Σýλλογο Παρνασσüς το 1908 για τα λογοτεχνικÜ 25χρονÜ του και κατÜφεραν να συγκεντρþσουν Ýνα χρηματικü ποσü, με σκοπü να τον βοηθÞσουν να βγει απ' το οικονομικü αδιÝξοδο, υπü τη προστασßα της πριγκÞπισσας Μαρßας ΒοναπÜρτη. Η κατÜσταση της υγεßας του παρουσßαζε διαρκÞ επιδεßνωση, αρνÞθηκε να παρευρεθεß στον Παρνασσü και στο τÝλος του ßδιου μÞνα Ýφυγε για τη ΣκιÜθο, üπου Ýμεινε ως το θÜνατü του, εξακολουθþντας να στÝλνει διηγÞματα σε εφημερßδες και περιοδικÜ της ΑθÞνας. Με τα χρÞματÜ του Παρνασσοý, πρÜγματι, κατüρθωσε να πληρþσει τα χρÝη του και να αγορÜσει 1η φορÜ καινοýρια ροýχα. ΜÜταια ο ΝιρβÜνας (γιατρüς ο ßδιος) προσπÜθησε να τον πεßσει να εισαχθεß στο νοσοκομεßο πριν φýγει. Δεν Þθελε να παραμεßνει στη πüλη "της δουλοπαροικßας και των πλουτοκρατþν", και δεν εßχε σκοπü να επιστρÝψει, üπως ο ßδιος Ýγραψε. Στο νησß του εξακολοýθησε να κÜνει τις μεταφρÜσεις που του 'στελνε ο ΒλαχογιÜννης, για να 'χει κÜποιο πüρο ζωÞς, μα ýστερα απü λßγο τα χÝρια του πρηστÞκανε και του Þτανε δýσκολο να γρÜφει. Το ημερÞσιο πρüγραμμÜ του περιλÜμβανε πολý πρωινü ξýπνημα, μια βüλτα στην ακρογιαλιÜ κι ýστερα εκκλησßα. Μαζεýοντας τα ιστορικÜ του νησιοý και τα παλιÜ χρονικÜ συνÝθεσε τα τελευταßα του διηγÞματα πιο þριμα και πιο ολοκληρωμÝνα.
Ο ΠαπαδιαμÜντης πÝθανε 3 ΓενÜρη 1911. Εκεῖ, στὸ πατρικü του σπßτι, θὰ ἀφÞσει τὴν τελευταßα του πνοÞ, ἀφοῦ λßγες ὧρες πρὶν εἶχε ψÜλει ὕμνο τῶν Ὡρῶν τῆς ἐπικεßμενης γιορτῆς τῶν Φþτων, ýστερα απü επιδεßνωση της υγεßας του και πνευμονßα, -μüλις τη προηγοýμενη, εßχεν αναγγελθεß η βρÜβευσÞ του. Η κηδεßα του τελÝστηκε μÝσα στο πÝνθος üλων των απλþν ανθρþπων του νησιοý και τον επικÞδειο εκφþνησε ο Γ. ΡÞγας. Με την εßδηση του θανÜτου του, το πÝνθος Ýγινε πανελλÞνιο. ¸γιναν επßσημα μνημüσυνα στην ΑθÞνα, στην Πüλη, στην ΑλεξÜνδρεια κι αλλοý. Στις 22 ΝοÝμβρη 1912 τον τÜφο του επισκÝφτηκε η Μαρßα ΒοναπÜρτη και το 1925 στÞθηκε η προτομÞ του, Ýργο του Θ. Θωμüπουλου. ΟρισμÝνοι ποιητÝς συνÝθεσαν εγκωμιαστικÜ Ýργα (ΜαλακÜσης, Πορφýρας κ.Ü.) και τα φιλολογικÜ περιοδικÜ της εποχÞς εξÝδωσαν τιμητικÜ τεýχη, αφιερωμÝνα στη μνÞμη του. Ο εκδοτικüς οßκος ΦÝξη, λßγο αργüτερα, Üρχισε την Ýκδοση των Ýργων του, που Ýφτασαν τους 11 τüμους. Στα 1924, ο ΕλευθερουδÜκης εξÝδωσε τα ¢παντÜ του με αρκετÜ ανÝκδοτα διηγÞματα. Το 1925 πραγματοποιÞθηκαν τα αποκαλυπτÞρια της προτομÞς του στη ΣκιÜθο, ενþ στις εφημερßδες Ελεýθερον ΒÞμα και Πολιτεßα δημοσιεýτηκαν τα τελευταßα Üγνωστα διηγÞματÜ του. Το 1933 γßναν ομιλßες μπρος στη προτομÞ του για το Ýργο του, με τη παρουσßα και συμμετοχÞ 400 ΓÜλλων διανοοýμενων που επισκÝφθηκαν τη ΣκιÜθο, καθþς κι 150 ΕλλÞνων λογοτεχνþν κι Üλλων θαυμαστþν του.
ΔιηγÞματÜ του Üρχισαν να εκδßδονται στα γαλλικÜ και πολλοß ΓÜλλοι ελληνιστÝς ασχολÞθηκαν πλατýτερα με το Ýργο του. Το 1936 ο Γιþργος Κατσßμπαλης ετοßμασε τη 1η βιβλιογραφßα του, ενþ ξεκßνησε απü τους ¸λληνες λογοτÝχνες η συστηματικÞ κριτικÞ του Ýργου του, Üλλοτε θετικÞ κι Üλλοτε αρνητικÞ. Αν κι η βιβλιογραφßα γýρω απü τη ζωÞ του εßναι τερÜστια, τüσο σε Ýκταση üσο και σε ποικιλßα, σοβαρÜ κριτικÜ Üρθρα, που να απορρÝουν απü μια αντικειμενικÞ μελÝτη του Ýργου του, δεν υπÜρχουν ως το 1935. "Τὴν χεῖρα σου τὴν ἀψαμÝνην τὴν κορυφὴν τοῦ Δεσπüτου…". ¹ταν το αγαπημÝνο του εκκλησιαστικü τροπÜρι κι αυτü επÝλεξε να εκτελÝσει η βυζαντινÞ χορωδßα στο φιλολογικü μνημüσυνο που Ýγινε στην ΑθÞνα το ΓενÜρη του 1961 για τη συμπλÞρωση 50 χρüνων απü το θÜνατü του. Εκεßνη τη βραδιÜ, στην αßθουσα του Παρνασσοý μßλησαν ο λογοτÝχνης Γεþργιος ΒαλÝτας κι ο Φþτης Κüντογλου για τη θρησκευτικüτητα του "Αγßου" των ελληνικþν ΓραμμÜτων. Στη γενÝτειρÜ του, τη ΣκιÜθο, οι εκδηλþσεις κρÜτησαν üλο το χρüνο, που εßχε ονομαστεß ¸τος ΠαπαδιαμÜντη. ΣÞμερα, η κÜρα του φυλÜσσεται στο Ναü ΓεννÞσεως της Θεοτüκου ΣκιÜθου, ενþ ο τÜφος του διατηρεßται στο ΚοιμητÞρι του νησιοý.
Εδþ τον ξανα Ýπεισε να φωτογραφηθοýνε παρÝα ο ΝιρβÜνας
Μες στα περισσüτερα διηγÞματÜ του, συγγραφÝα κι υμνητÞ "του ρüδινου νησιοý του", γßνεται συχνÞ αναφορÜ στο φυσικü περιβÜλλον της ΣκιÜθου, στις ρεματιÝς, τις χαρÜδρες, τα υψþματα, με διαφορετικÞ το καθÝνα βλÜστηση. Επßσης αναφÝρεται συχνÜ κι η θαλασσινÞ της διαμüρφωση, με τα αμÝτρητα λιμανÜκια, τους κüρφους και τους κÜβους, τους γκρεμοýς, τις σπηλιÝς, τα νησÜκια, τις αμμουδιÝς, τα ακρογιÜλια. ΑυτÝς οι αλησμüνητες παιδικÝς μνÞμες κυριαρχοýν στη σκÝψη του και τις κÜνει διηγÞματα, εμπλουτισμÝνα με τα θρησκευτικÜ βιþματÜ του και με τα βÜσανα, τους καημοýς και τις μικροχαρÝς της σκιαθßτικης φτωχολογιÜς. Οι ÞρωÝς του εßναι ψαρÜδες, αγρüτες, ιερωμÝνοι, μετανÜστες, πολυφαμελßτες, εργÝνηδες, αναξιοπαθοýσες χÞρες, üμορφες ορφανÝς, αλλÜ και κακÜσχημες μÜγισσες και διÜφορες αγýρτισσες. ¼ταν δεν Ýκανε τÝχνη τις παιδικÝς του αναμνÞσεις, Ýπαιρνε θÝματα απü τη ζωÞ στις φτωχογειτονιÝς της ΑθÞνας. Το υπüστρωμα συνÞθως εßναι θρησκευτικü. Το εξωτερικü περιβÜλλον περιγρÜφεται με αληθινÞ λατρεßα προς τη φýση. ΥπÜρχει üμως και μια οξýτατη ψυχολογικÞ περιγραφÞ, μια εýστοχη διεßσδυση στα βÜθη του ψυχικοý κüσμου των ηρþων του, που Ýκανε τüση εντýπωση, τüσο στους μετÝπειτα χρüνους üσο και στην εποχÞ του, που πολλοß τον παρομοßασαν με τον ΝτοστογιÝφσκι.
ΟλÜκερη ουσßα της πεζογραφßας του περικλεßεται μÝσα σε μια φρÜση του: "Το Ýπ' Ýμοι, ενüσω ζω κι αναπνÝω καß σωφρονþ, δεν θα παýσω να υμνþ μετÜ λατρεßας τον Χριστüν μου, να περιγρÜφω μετ' Ýρωτος την φýσιν καß να ζωγραφþ μετÜ στοργÞς τα γνÞσια ελληνικÜ Þθη". Στενüτερα ηθογρÜφος στην αρχÞ, διεýρυνε με τον καιρü την ηθογραφßα του και τη τεχνικÞ, þστε να θεωρεßται πως αυτüς εγκαινßασε τη διηγηματογραφßα στην ΕλλÜδα. ΠροσÝδωσε στο Ýργο του τÝτοια ποιüτητα, που τον καθιÝρωσε ως πρωταγωνιστÞ της ελληνικÞς πεζογραφßας. Οι εμπνεýσεις του, τροφοδοτοýμενες απü Ýνα απüθεμα μνÞμης, διαποτßζονται απü τον ποιητικü οßστρο και τη μαγεßα του λüγου. Οι ÞρωÝς του, απλοß, ταπεινοß, γραφικοß, βασανισμÝνοι, γßνονται οι πυρÞνες των δραματικþν συγκροýσεþν τους με τη ζωÞ. Η καθαρεýουσα, που χρησιμοποιεß, σπÜνια γßνεται δυσνüητη, γιατß διαπνÝεται απü τον κραδασμü και τη θÝρμη του πλÝον ευσυγκßνητου ανθρωπισμοý. Ωστüσο, σιγÜ -σιγÜ απλοποιοýσε τη γλþσσα, βÜζοντας περισσüτερα λαúκÜ στοιχεßα, και λßγο πριν το θÜνατü του Ýγραψε και διηγÞματα στη δημοτικÞ. Τον διακρßνει ποιητικü ýφος, γüνιμη φαντασßα και θρησκευτικÞ κατÜνυξη, η οποßα τον συγκλüνιζε απü την παιδικÞ του ηλικßα. Δεν περιορßζεται στην περιγραφικÞ γοητεßα, αλλÜ εισχωρεß στο δρÜμα της ανθρþπινης ψυχÞς. Στις εικüνες του, που Ýχουν την ßδια ζωγραφικÞ γοητεßα, εßτε αναφÝρονται στο Αιγαßο, εßτε σε φτωχογειτονιÜ της ΑθÞνας, εμφυσÜ την πνοÞ της λυρικÞς του Ýξαρσης, ενσταλÜζει το βυζαντινü μυστικισμü του και αποθÝτει την τρυφερüτητα της χριστιανικÞς του αγÜπης.
Εκτüς απü τα διηγÞματα και τις νουβÝλες Ýγραψε και ποιÞματα θρησκευτικÞς Ýμπνευσης, που εξυμνοýν τη μητÝρα του και την Παναγßα. Κι üμως ο ΠαπαδιαμÜντης, που Þταν υπερÞφανος για το διηγηματικü του Ýργο, που γνþριζε την πραγματικÞ του αξßα, δε θεþρησε ποτÝ του üτι Þταν και ποιητÞς, αν κι η ποιητικÞ πνοÞ αποτελεß κýριο χαρακτηριστικü και του πεζοý του λüγου. Χωρßς να ενδιαφÝρεται για ρßμες και στολßδια, πÝτυχε μια λιτüτητα ελεýθερου στßχου, που αρκετÜ χρüνια αργüτερα Ýγινε, σχεδüν, μüνιμο μοτßβο της νεοελληνικÞς ποßησης. Αν η πεζογραφßα του Ýχει τη δυνατüτητα να αντικειμενοποιεß και τα προσωπικÜ του βιþματα, η ποßηση του αντßθετα δεν εκφρÜζει παρÜ την προσωπικÞ του εξομολüγηση.
Το σπßτι του στη ΣκιÜθο
Η 1η του δειλÞ λογοτεχνικÞ προσπÜθεια πραγματþνεται με το μυθιστüρημα Η ΜετανÜστις. Εßναι Ýνα Ýργο του ξενιτεμÝνου ελληνισμοý που επικρßνει τον εκμοντερνισμü των μεταναστþν, γιατß κατ' αυτüν ξÝχασαν τις γνÞσιες ελληνικÝς παραδüσεις και χÜλασαν τη ψυχÞ τους. Με ηρωßδα την Ελληνßδα Μαρßνα Βεργßνη (μετανÜστρια κι η ßδια), που κρατεß αχÜλαστη την ΕλλÜδα μÝσα της, πιστÞ στις εθνικÝς αρετÝς, με την αφοσßωσÞ της στο μνηστÞρα της και μετÜ την εγκατÜλειψÞ της, πληγωμÝνη στη λεπτÞ ευαισθησßα της και στην ευγÝνεια της ψυχÞς της, οδηγεßται, με καρτερικüτητα κι Üδολη αγÜπη προς üλους, στον τÜφο. Ο συγγραφÝας ξετυλßγει τα χτυπÞματα της μοßρας με τÝτοια δýναμη, που υψþνει την ηρωßδα του στο επßπεδο μορφÞς της αρχαßας τραγωδßας και, μÝσα απü το δικü της τραγικü μεγαλεßο, βρßσκει την ευκαιρßα να ξεγυμνþσει και να καυτηριÜσει τη διαφθορÜ του περßγυρου και την κακßα της κοινωνßας.
Στο 2ο: Οι ¸μποροι Των Εθνþν, ξεπερνÜ τη 1η του προσπÜθεια και παρουσιÜζει Ýνα Ýργο που δεν στÜθηκε μüνο σημαντικÞ προσφορÜ στην εποχÞ του, αλλÜ και σÞμερα μπορεß να σταθεß δßπλα στα καλλßτερα ιστορικÜ και ρομαντικÜ ελληνικÜ μυθιστορÞματα. ΠληθωρικÞ φαντασßα, σε συνδυασμü με μεγÜλο συγγραφικü ταλÝντο, Ýδωσε Ýργο πραγματικÜ γνÞσιας καλλιτεχνικÞς δημιουργßας. Ξαναζωντανεýει τη νησιþτικη Βενετοκρατßα στη πρþτη της εξüρμηση για τη κατÜκτηση των ΚυκλÜδων και περιγρÜφει με δαντικÝς εικüνες την αγριüτητα των Βενετþν και των ΓενοβÝζων, που εßχαν ως μüνο νüμο τους την αυθαιρεσßα και την ωμÞ ιδιοτÝλεια. Αυτοß εßναι "οι Ýμποροι των εθνþν", που η δßψα του χρÞματος τοýς μεταβÜλει σε λýκους κι απαßσιους φονιÜδες των Þσυχων ανθρþπων των ελληνικþν νησιþν.
ΑυτÞ τη τρÜβηξε ο Κ. Χατζüπουλος
Το 3ο: Η Γυφτοποýλα, εßναι συγγραφικü τüλμημα και στη σýλληψη και στη σýνθεση και στη μορφÞ. ΔημοσιευμÝνη σε συνÝχειες, μÞνες ολüκληρους στην Ακρüπολη του Γαβριηλßδη, εßχε τüση επιτυχßα στο αναγνωστικü κοινü και γενικÜ στους λογοτεχνικοýς κýκλους, που δημιοýργησε γýρω του τον θρýλο του μÜγου και του υπερÜνθρωπου, καθþς ο συγγραφÝας κρυβüταν στην αφÜνεια και στην ανωνυμßα. Εßναι μυθιστüρημα για την ¢λωση, Ýνας θρÞνος για τη Πüλη, απü Ýνα μεγαλοúδεÜτη και Βυζαντινü, τον περßφημο φιλüσοφο Γεþργιο Γεμιστü ΠλÞθωνα. Για τον ßδιο εßναι σýμβολο, θετικü κι αρνητικü. Τον θαυμÜζει για την αρχαιολατρßα του, τον αποδοκιμÜζει για τη θρησκευτικÞ του πλÜνη και την Üγονη προσπÜθειÜ του να αναβιþσει τη θρησκεßα της αρχαßας ΕλλÜδας. Το ανακÜτωμα των Γýφτων στην ιστορßα δßνει ιδιαßτερο θÝλγητρο στη πλοκÞ, με αναπÜντεχες συμπτþσεις που κÜνουν το μυθιστüρημα Ýνα απÝραντο περιβüλι δολοπλοκιþν, με ολοκληρωμÝνους Þρωες τον ΠλÞθωνα και την Üτυχη κüρη του, με τον ακüμα πιο Üτυχο ερωτÜ της με τον Γýφτο ΜÜχτο (στην αυγÞ της ευτυχßας τους σκοτþνονται κι οι δυο κÜτω απü τα συντρßμμια των αγαλμÜτων, που πÝφτουν ξαφνικÜ απü σεισμü την παραμονÞ της ¢λωσης της Πüλης).
Με τον ΧρÞστο Μηλιüνη, σαν 4ο, ξαναζωντανεýει τα ηρωικÜ χρüνια της ΚλεφτουριÜς, της εθνικÞς αντßστασης. Εκεß, κατÜ τον συγγραφÝα, η λαúκÞ ψυχÞ, παρατημÝνη απü την ηγεσßα της, πÞρε στα χÝρια της τη τýχη του ¸θνους. Εßναι προανÜκρουσμα της παρουσßασης της νεοελληνικÞς ζωÞς, που ετοιμαζüταν να συνθÝσει με τα διηγÞματÜ του. Ο ΠαπαδιαμÜντης πιστεýει πως η ΕπανÜσταση δεν δικαιþθηκε. Ο λαüς, που πολÝμησε για να βρει την ελευθερßα του, "απλþς και μüνον μετÞλλαξεν τυρÜννους". Για τον συγγραφÝα, οι τýραννοι αυτοß εßναι ξενüδουλοι, λογιüτατοι γραμματοσοφιστÝς, που με τις νüθες εκλογÝς κÜθονταν στη πλÜτη του φτωχοý λαοý, που τον περιφρονοýσαν κιüλας. Την Üθλια μετεπαναστατικÞ αυτÞ κοινωνßα θÝλησε να στηλιτεýσει με το Ýργο του αυτü. Ο ΧρÞστος Μηλιüνης εßναι Ýνα ιστορικü λογοτÝχνημα, που και μüνο αυτü να εßχε γρÜψει θα Þταν αρκετü να χαρακτηριστεß μεγÜλος συγγραφÝας. Ο πυρÞνας του Ýργου προÝρχεται απü το γνωστü δημοτικü τραγοýδι για τον ηρωικü θÜνατο του ΧρÞστου Μηλιüνη. Το Ýργο αυτü δßνει την εικüνα μιας ΚλεφτουριÜς με αγνü ηρωισμü κι ασßγαστη πßστη στην ελευθερßα.
Τα προσωπικÜ του αντικεßμενα στο γραφεßο του
Η Φüνισσα εßναι η 2η νουβÝλα του και θεωρεßται, απü τους περισσüτερους, το αριστοýργημÜ του. ΑνÞκει στα Ýργα της προχωρημÝνης ωριμüτητÜς του, της ρεαλιστικÞς περιüδου, και κλεßνει μÝσα του τα πιο γüνιμα στοιχεßα της τÝχνης του. Σýλληψη, σýνθεση, μορφÞ, περιεχüμενο και μýθος σχηματßζουν Ýνα σημαντικü Ýργο τÝχνης. Εßναι βγαλμÝνο απü τα βÜθη της ψυχÞς του συγγραφÝα, απü την τραγωδßα του σπιτιοý του, απü τη μιζÝρια του νησιοý του, απü τη μεγÜλη δυστυχßα των φτωχþν ανθρþπων του λαοý. Η σýνθεση του Ýργου εßναι αριστοτεχνικÞ και η ενüτητα αδιÜσπαστη. Η αφÞγηση εßναι γοργÞ, ρωμαλÝα, συγκλονιστικÞ, και παßρνει συμβολικü χαρακτÞρα. Η τεχνικÞ του φτÜνει στο αποκορýφωμÜ της, üταν το Ýγκλημα αναδýεται βουβü μÝσα απü τις τýψεις της φüνισσας, που η ßδια το καταδικÜζει, ενþ, παρÜλληλα, την εξανθρωπßζει το, στο βÜθος του, ανθρωπιστικü ιδανικü της.
Τα Ρüδινα ΑκρογιÜλια, με υπüτιτλο Κοινωνικüν μυθιστüρημα, εßναι Ýργο που δεßχνει τη παρακμÞ και τα γηρατειÜ του συγγραφÝα. Εßναι Ýνα αφÞγημα συμποσιακοý τýπου, üπου οι συγκεντρωμÝνοι φιλοσοφοýν Þ διηγοýνται ιστορßες. Οι δýο Þρωες, ο ναυτικüς ΔιαμαντÞς ο ΑγÜλλος κι ο βοσκüς ΠατσοστÜθης, διηγοýνται την ιστορßα τους στον τρßτο Þρωα, τον αφηγητÞ, που 'ναι ο συγγραφÝας. Ο ΑγÜλλος, αλαφροÀσκιωτος απü γενιÜ, Ýλειψε χρüνια στα βüρεια της Γαλλßας κι Ýχει γυρßσει τþρα, γεροντοπαλßκαρο, στο νησß του, ενþ ο ΠατσοστÜθης, αγροßκος βοσκüς Þ Üπραγο αγρßμι, μÝνει για 11 χρüνια αρραβωνιασμÝνος επειδÞ του Ýχουν κÜνει μÜγια, αλλÜ και με μÜγια παντρεýεται. Η νουβÝλα μÜς δßνει ανÜγλυφη την εικüνα της ζωÞς στην ελληνικÞ επαρχßα του 19ου αι. και των ηθþν στην ελληνικÞ ýπαιθρο της εποχÞς üσον αφορÜ τον γÜμο και τις προσωπικÝς σχÝσεις γενικüτερα, αναδεικνýοντας -με τον μοναδικü τρüπο και την υψηλÞ ψυχογραφικÞ δεινüτητα του ΠαπαδιαμÜντη - τα ανθρþπινα πÜθη και τις ανθρþπινες αδυναμßες. Τις πολý αξιüλογες περιγραφÝς του Ýργου αυτοý θαýμαζε ιδιαßτερα ο ΚαβÜφης.
Δεν ευτýχησε να δει σαν τυπωμÝνο βιβλßο κανÝνα Ýργο του. ΜετÜ το θÜνατü του, τυπþθηκαν απü τις εκδüσεις ΦÝξη (1912 -1913) 11 τüμοι με üσα διηγÞματα βρÝθηκαν τüτε, 5 τüμους εξÝδωσε ο Οßκος ΕλευθερουδÜκη το 1925 -1930 κι 1 τüμο (ΘαλασσινÜ ΔιηγÞματα) ο Αθ. Καραβßας το 1945. Το 1955, τα ¢παντÜ του εκδüθηκαν απü τον Εκδ. Οßκο Δ. ΔημητρÜκου, με βιογραφικÜ στοιχεßα, κριτικÜ σχüλια και προλüγους σε γενικÞ επιμÝλεια Γ. ΒαλÝτα. Το 1963, τα ¢παντÜ του εκδüθηκαν σε 3 τüμους απü την Εταιρεßα Ελληνικþν Εκδüσεων, με προλüγους κι επιμÝλεια Μιχ. ΠερÜνθη. ΠÝρα απü τα 3 μυθιστορÞματα και τις 3 νουβÝλες, Ýγραψε 180 διηγÞματα και 40 μελÝτες κι Üρθρα. Τα διηγÞματα του ανÞκουν στη 3η περßοδο της εξÝλιξÞς του, τη λεγüμενη νατουραλιστικÞ περßοδο, που αρχßζει με το 1ο του διÞγημα το 1887 και φτÜνει ως το 1892. Τα διηγÞματα του εßναι περιγραφικÜ, φυσιολατρικÜ, με Ýντονο χρωματισμü στα εκφραστικÜ μÝσα, με ειδυλλιακÞ ατμüσφαιρα, υποταγμÝνα σε κανüνες και σχÝδιο. Με το αριστοýργημÜ του Ολüγυρα Στη Λßμνη, αγγßζει üλες τις μορφÝς της ηθογραφßας, δημιουργþντας δικÞ του τεχνικÞ, και ξαφνιÜζει με τη πρωτοτυπßα του, εγκαινιÜζοντας τη ποιητικÞ πεζογραφßα. Με Ýντονη πλαστικÞ δýναμη, δßνει διÜφανες περιγραφÝς και δροσερÝς εικüνες, καθαρÝς κι Ýντονες, που κÜνουν το διÞγημα πολυσýνθετο πßνακα νησιþτικης ζωÞς, γεμÜτο ποικιλßες μορφþν. Εκτüς απü αυτü, Üλλες κορυφαßες δημιουργßες του μποροýν να θεωρηθοýν, η Νοσταλγüς και Το Μοιρολüγι Της Φþκιας.
Απü το 1892 ως το 1897, περßοδο που η ΕλλÜδα εßδε τη χρεωκοπßα, τη πτþση του Τρικοýπη και τον αποτυχημÝνο πüλεμο του '97, αυτüς ο αληθινüς πατριþτης και ζωντανüς Üνθρωπος, στηλιτεýει τη κοινωνικÞ διαφθορÜ και τη πολιτικÞ κατÜσταση της χþρας. Τα διηγÞματα του εßναι κοινωνικÞς, σατιρικÞς, απüχρωσης. Με τη σÜτιρÜ του προσπαθεß να ξυπνÞσει τη κοινωνßα και να την οδηγÞσει στην εθνικÞ ανüρθωση. Με τους ΑλαφροÀσκιωτους π.χ., μεταφÝρει τη σÜτιρÜ του στη ΣκιÜθο και χτυπÜ τις λαúκÝς δεισιδαιμονßες, τη μαγεßα κλπ. Ψυχολογικü εßναι το διÞγημα Φιλüστοργοι και κοινωνικü το διÞγημα Χωρßς ΣτεφÜνι. ¢λλα διηγÞματα αυτÞς της εποχÞς εßναι τα, Ο ΓαγÜτος Καß Τ' ¢λογο, Απüλαυσις Στη ΓειτονιÜ κ.Ü. Απü το 1897 αρχßζει η 3η που την ονüμασαν περßοδο λυρισμοý και πÜθους. Ο εξωτερικüς κüσμος υποχωρεß τþρα για να γßνει σκηνικü περßγραμμα, που μÝσα του θα φωτιστοýν οι μορφÝς του εσωτερικοý κüσμου. Ο ζωγρÜφος γßνεται ποιητÞς, ο ηθογρÜφος λυρικüς, ο σατιριστÞς δραματικüς, ο νοσταλγüς ψυχογρÜφος και πλÜστης ανθρþπινων χαρακτÞρων. Τα διηγÞματα του ξεπÝρασαν την εποχÞ του κι Ýγιναν διαχρονικÜ για την ελληνικÞ λογοτεχνßα. Ξεδßπλωσε το ταλÝντο του, εκδηλþνοντας μορφοπλαστικÝς ικανüτητες μεγÜλης δýναμης. ¾στερα ακολουθοýν σημαντικÜ διηγÞματα με τον ßδιο λυρισμü και πÜθος: Το ¼νειρο Στο Κýμα, Οι ΜÜγισσες, Η Φαρμακολýτρια, Τα Ρüδινα ΑκρογιÜλια κλπ. Στη 4η τελευταßα τη ρεαλιστικÞ -κοινωνικÞ περßοδο, που οι κριτικοß χαρακτηρßζουν ως την εποχÞ των μεγÜλων δημιουργιþν του, ανÞκουν τα διηγÞματα: Η Τýχη Απ' Την ΑμÝρικα, Ýργο πνοÞς κι ωμοý ρεαλισμοý, Κοκκþνα ΘÜλασσα, ΜÜννα Και Κüρη, κλπ.
Μερικοß φßλοι του δημοσιογρÜφοι, üπως ο Γαβριηλßδης, ο ΙωÜννης Καμποýρογλου, ο ΔημÞτριος ΚορομηλÜς, ο ΙωÜννης Ζερβüς, ο ΔημÞτρης Χατζüπουλος (ΜποÝμ) εßναι οι πρþτοι που μßλησαν, χωρßς επιφυλÜξεις, εγκωμιαστικÜ για το Ýργο του. ¼λοι üμως οι Üλλοι και κυρßως οι κριτικοß λογοτÝχνες, üπως ο ΡοÀδης, ο ¢γγελος ΒλÜχος, ο ΜιχαÞλ ΜητσÜκης, ο ΙωÜννης ΔαμβÝργης, ο ΚονδυλÜκης, ο Ξενüπουλος δεν ανÝφεραν οýτε λÝξη για το Ýργο του, ειδικÜ üταν ζοýσε. ¸τσι, τον διεκδικοýσαν οι δημοτικιστÝς, γιατß το Ýργο του ανÞκει στην πρωτοπορßα του καιροý του, αλλÜ δεν τον συμπαθοýσαν για τη γλþσσα του. Το ßδιο και οι καθαρευουσιÜνοι, γιατß εßναι μεν γλωσσικÜ συντηρητικüς, üμως λογοτεχνικÜ βρßσκεται Ýξω απü το κλßμα τους. ΚριτικÞ, üσο ζοýσε, εκτüς απü του ΠαλαμÜ στα 1899, και του ΝιρβÜνα στα 1906, δε γρÜφτηκε καμμιÜ (μ' εξαßρεση τη ΝÝα ΖωÞ της ΑλεξÜνδρειας) και στα 25χρονÜ του στον Παρνασσü, το 1908, μüνον ο ΝιρβÜνας μßλησε. ΜÜταια, ο Γαβριηλßδης Ýγραφε: "Δεν εßναι απλοýς διηγηματογρÜφος, εßναι πνευματικüς κι ηθικüς εργÜτης, αγωνιστÞς της προüδου, της ενημερþσεως, της δικαιοσýνης". Οι επιφυλÜξεις εξακολουθοýσαν. Ο πÜντοτε παρατηρητικüς Ξενüπουλος δßσταζε να διακηρýξει την αξßα του ΠαπαδιαμÜντη. Μüνο ο ΠαλαμÜς, ο επισημüτερος κριτικüς της μεταψυχαρικÞς περιüδου, συνüψισε τα χαρακτηριστικÜ της διηγηματογραφικÞς φυσιογνωμßας του, "Δßνει την Üυλη χαρÜ της τÝχνης. ¸να περιβüλι εßναι ο κüσμος ποý μας παρουσιÜζει στις ιστορßες του... Παντοý τα συγκεκριμÝνα και τα χειροπιαστÜ, ζωγραφιÝς των πραγμÜτων, üχι Üρθρα... Πρüσωπα, üχι δüγματα. Εικüνες, üχι φρÜσεις. ΚουβÝντες, üχι κηρýγματα, διηγÞματα, üχι αγορεýσεις". Το ßδιο κÜνει κι ο ΝιρβÜνας στα 1906: "Εκεßνος ποý θα δþσει μßαν ημÝραν μακρινÞν... την εικüνα του ΠαπαδιαμÜντη, του πρþτου και μοναδικοý της εποχÞς μας, δεν πρÝπει να χωρßσει ποτÝ τον συγγραφÝα απü τον Üνθρωπον... Ο ΠαπαδιαμÜντης δεν εßναι γραμματÜνθρωπος, εßναι ποιητÞς".
ΑμÝσως üμως μετÜ τον θÜνατü του üλοι, ομüφωνα σχεδüν, τον εγκωμßασαν αυθüρμητα. Ο Ξενüπουλος τον τßμησε με μια απü τις καλλßτερες κριτικÝς μελÝτες του. ¼πως Ýγραψε, "O ΠαπαδιαμÜντης δεν εψεýστηκε ποτÝ, δεν εμιμÞθη ποτÝ, δεν ÝπροσποιÞθη ποτÝ, δεν εκιβδηλοποßησε ποτÝ. ¸κοψε μüνον ολüχρυσα νομßσματα απü το μεταλλεßον της ψυχÞς του, της αγνÞς και αδιαφθüρου... Η ψυχÞ του εßναι καθαυτü η ρωμÝικη λαúκÞ ψυχÞ", ενþ θεωρεß αριστοýργημα του ΠαπαδιαμÜντη την Φüνισσα και την χαρακτηρßζει "τραγωδßαν μεγαλοπρεπεστÜτην". Ο Κþστας ΑθÜνατος κÞρυξε üτι: "μετÜ τον Σολωμüν μüνον ο ΠαπαδιαμÜντης υπÜρχει σοβαρüς εις τα νεοελληνικÜ γρÜμματα". Ο Φþτος Πολßτης μ' Ýνα αξιοπρüσεκτο Üρθρο του, ανÜμεσα στα Üλλα Ýγραψε: "Ελλην γνÞσιος καß συγγραφεýς ισχυρüς εχÜρισε σελßδας εξüχου αγνüτητος κι ηθικÞς ρþμης". Αργüτερα τον συνÝδεσε με τον Σολωμü: "Μüνον ο ΠαπαδιαμÜντης κι ο Σολωμüς μας Ýδωσαν Ýργα με συνολικÞ σýλληψη ζωÞς, λυτρωμÝνα απü το τυχαßο και το επεισοδιακü". ΠαρÜλληλα με τον Πολßτη, ο ΚωστÞς ΜπαστιÜς το 1928, αγωνιζüταν να κÜνει τους νÝους να συνειδητοποιÞσουν το βαθýτερο νüημα της δημιουργικÞς απαγγελßας του ΠαπαδιαμÜντη. Το 1933, ο ΦÜνης Μιχαλüπουλος σε μια διεξοδικÞ μελÝτη του, εκτüς των Üλλων, τüνισε την παιδικüτητα στη μορφÞ του ΠαπαδιαμÜντη και εξÝτασε το κοινωνικü περιεχüμενο της τÝχνης του, υπü το πρßσμα των νÝων ιδεþν και με κοινωνιολογικÜ κριτÞρια. Ο ¢γγελος ΤερζÜκης, ο ΤÝλλος ¢γρας και πολλοß Üλλοι, νÝοι τüτε, εßχαν τις επιφυλÜξεις τους, ακüμα κι üταν το 1933 ο Ξενüπουλος, με οξýτατο κι αποστομωτικü Üρθρο του, βÜζει τα πρÜγματα στη θÝση τους: "Εßναι να γελÜ κανεßς, με μερικοýς κριτικοýς, που τα ελαττþματα (στη σýνθεση, στο ýφος, στη γλþσσα) αυτÜ, μαζß με την Ýλλειψη τÜχα κοινωνικοý περιεχομÝνου, τα θεωροýν τüσο σπουδαßα, þστε ν' αρνιοýνται κÜθε σχεδüν αξßα στον ΠαπαδιαμÜντη... Ετσι περιφρονητικÜ τον ονομÜζουν ηθογρÜφο, ενþ εßναι Ýνας μεγÜλος ψυχογρÜφος και δημιουργüς. Βρßσκουν στενü τον ορßζοντÜ του, ενþ το Ýργο του, αυτü το σκιαθßτικο, εßναι κüσμος ολüκληρος, και φωνÜζουν πως δεν υπÜρχουν «ιδÝες», εκεß που δεν Ýπρεπε να βλÝπουν παρÜ την ιδÝα της τÝχνης, την αλÞθεια και την ομορφιÜ. Ο ΠαπαδιαμÜντης εßναι δημιουργüς συγγραφÝας, αξεπÝραστος ακüμα απü τους κατοπινοýς του".
Τὸ πρωτüτυπο ἔργο τοῦ ΠαπαδιαμÜντη μπορεῖ, σýμφωνα μὲ τὸν Κþστα Στεργιüπουλο, νὰ χωριστεῖ σὲ τρεῖς περιüδους. Στὴν πρþτη (1879 -1885) ἀνÞκουν τα 3 προαναφερθÝντα μυθιστορÞματα καθὼς κι ὁ Χρῆστος Μηλιþνης. Ἡ διηγηματογραφßα ἐκτεßνεται στὴ δεýτερη (1886 -1896) καὶ στὴ τρßτη (1898 -1910) περßοδο. Μüλις τὸ 2008 βρÝθηκε καὶ δημοσιεýτηκε τὸ διÞγημÜ του Το Γιαλüξυλο. Τὸ μεταφραστικü του ἔργο εἶναι ὀγκῶδες καὶ περιλαμβÜνει μεταφρÜσεις ἄρθρων ποικßλου περιεχομÝνου, πεζῶν λογοτεχνημÜτων καὶ 3 σπουδαßων ἱστορικῶν ἔργων. (Τῆς Ἱστορßας τῆς Ἑλληνικῆς ἘπαναστÜσεως τοῦ George Finlay, ποὺ ἐκδüθηκε τὸ 2008 ἀπὸ τὸ Ἵδρυμα τῆς Βουλῆς τῶν ἙλλÞνων, τῆς ὁμüτιτλης ἱστορßας τοῦ Thomas Gordon, κι ἑνὸς ἱστορικοῦ ἔργου τοῦ ΝικολÜου ΣπηλιÜδη, γραμμÝνου στὰ γαλλικÜ).
Το 1937, ο Γιþργος Κοτζιοýλας με μια μελÝτη του προσπαθεß να αποδεßξει πως η περιφρονημÝνη νεοελληνικÞ ηθογραφßα εßναι "þριμος καρπüς της εθνικÞς λογοτεχνßας μας κι ειδικüτερα ο ΠαπαδιαμÜντης εßναι ο μüνος μας μεγÜλος συγγραφÝας, που βγÞκε απü το λαü κι αφιερþθηκε σ' αυτüν". Τελευταßος στην περßοδο αυτÞ εßναι ο χαρακτηρισμüς του Μ. ΜαλακÜση, που θεωρεß τον ΠαπαδιαμÜντη ποιητÞ του σκιüφωτος, αυτüματο δημιουργü ανθρþπων και λυρικþν καταστÜσεων. "Πνεýμα Θεοý φυσοýσε και γεννοýσε και ανÜσταινε. ΑνÜσταινε πρÜγματα καß πρüσωπα... Εßναι περισσüτερο εκκλησιαστικüς, παρÜ θρÞσκος. Σοφüς, αλλÜ γυμνωμÝνος απü κÜθε αγκÜθι σοφßας. Εßναι μÝγας στην αληθινÞ σημασßα της λÝξεως. Εßναι κλασσικüς. ¼μοιος σε πολλÜ με τον ΝτοστογιÝφσκι, στερεßται την εφευρετικüτητα του μεγÜλου Ρþσου και σþζεται απü το καθετß που θα Ýκανε το Ýργο του ν' αρρωσταßνει ψυχÝς... ΠοιητÝς και πεζογρÜφοι ελÜχιστοι στο ανÜστημÜ του". ΘαυμαστÞς του ΠαπαδιαμÜντη στÜθηκε και ο Ζαν ΜορεÜς, που χαρακτÞρισε Το Μοιρολüγι Της Φþκιας αριστοýργημα της παγκüσμιας φιλολογßας κι υποσχÝθηκε πþς θα το μεταφρÜσει κιüλας.
Θεμελιακüς, üμως, σταθμüς üλης της κριτικογραφßας στÜθηκε η σημαντικÞ φιλολογικÞ μελÝτη του Γιþργου ΒαλÝτα, για τη ζωÞ, το Ýργο και την εποχÞ του ΠαπαδιαμÜντη, που εßδε το φως τον ΜÜη του 1940 και βραβεýτηκε με το Α' Βραβεßο απü την Ακαδημßα Αθηνþν. Η μελÝτη αυτÞ πραγματικÜ αποτελεß Ýνα ορüσημο (αναθεωρημÝνη το 1955 απü τον ßδιο τον κριτικü) στη κριτικÞ θεþρηση του συγγραφÝα. ¾στερα Þρθε ο πüλεμος και η ΚατοχÞ. Κι üμως, τα Χριστοýγεννα του 1941 βγÞκε Ýνα πολυσÝλιδο αφιÝρωμα της ΝÝας Εστßας, μ' επιμÝλεια του ΒαλÝτα, που μÝσα δüθηκαν τα σημαντικüτερα στοιχεßα για μια οριστικÞ ιστορικοκριτικÞ τοποθÝτηση του ΠαπαδιαμÜντη. Στο τεýχος αυτü συνεργÜστηκαν σημαντικοß Üνθρωποι των ελληνικþν γραμμÜτων üπως οι ¢γγελος Σικελιανüς, ΜαλακÜσης, Παναγιþτης Κανελλüπουλος, Νßκος ΒÝης, ο Αρχιεπßσκοπος Αθηνþν Δαμασκηνüς, οι ΔημÞτριος ΜπαλÜνος, ¢γγελος ΤερζÜκης, ΓιÜννης Χατζßνης, ΔημÞτριος ΛουκÜτος, Κωνσταντßνος Ρωμαßος, Νικüλαος Ποριþτης, Ηλßας ΒενÝζης, ΤÜκης Παπατσþνης, Μ. ΚαραγÜτσης, ΝαπολÝων Λαπαθιþτης, Κωνσταντßνος ΦαλτÜιτς, ΔημÞτριος Εýαγγελßδης, ΜιχαÞλ Αργυρüπουλος, Γιþργος ΚασιμÜτης, Μυρτιþτισσα κ.Ü. Επßσης καταχωρÞθηκαν üλα τα ποιÞματα των ποιητþν που αφιερþθηκαν κατÜ καιροýς στον ΠαπαδιαμÜντη. Στο τÝλος δημοσιεýτηκε μια διεξοδικÞ μελÝτη του ΠÝτρου ΧÜρη που εξαßρει στον ΠαπαδιαμÜντη τρεις αξßες: "¼ πεζογρÜφος που Ýμεινε üσο Ýπρεπε στην ηθογραφßα και προχþρησε üταν Ýπρεπε στην ψυχογραφßα. Ο θαλασσογρÜφος. Ο ιδρυτÞς νÝου λογοτεχνικοý εßδους, στα ελληνικÜ γρÜμματα, της εορταστικÞς διηγηματογραφßας. Αυτüς Ýδειξε στον πεζü μας λüγο το δρüμο της αληθινÞς δημιουργßας, που εßναι η πορεßα του αληθινοý ανθρþπου".
Η ΠροτομÞ του
Η ΝÝα Εστßα το ΜÜρτη του 1951, αφιÝρωσε κι Üλλο τεýχος στον ΠαπαδιαμÜντη για τα 100 χρüνια απü τη γÝννησÞ του. Κι Üλλα φιλολογικÜ περιοδικÜ του Ýκαναν αφιερþματα και νεüτερες Ýρευνες Ýφεραν νÝα στοιχεßα, βιογραφικÜ και ÝργογραφικÜ, στο φως. Βαθυστüχαστη εßναι η μελÝτη του Μ.Μ. ΠαπαúωÜννου στα 1948, με τßτλο Η Θρησκευτικüτητα Του ΠαπαδιαμÜντη. Τοποθετεß ιστορικÜ τη προσωπικüτητα του και συλλαμβÜνει τη μορφÞ του συγγραφÝα στις κεντρικÝς της γραμμÝς: "Η ψυχολογßα της παρακμÞς και η απαισιοδοξßα δεν Üφηναν τον ΠαπαδιαμÜντη να χαρεß το δρÜμα ενüς καινοýριου κüσμου. Δεν Þταν δυναμικüς τýπος, ηρωικüς, üπως ο ΠαλαμÜς, ο Καρκαβßτσας. Εκεßνοι εßχαν τ' üνειρο, εκεßνος τη νοσταλγßα. Οι δυο τους κοιτοýσαν μπροστÜ, εκεßνος πßσω". Η εργασßα του ΠαπαúωÜννου Üνοιξε τον δρüμο για το ξεκαθÜρισμα και την τελικÞ αποκατÜστασÞ του. Αξιολογüτατο βιβλßο για αυτüν Ýγραψε ο ΜιχαÞλ ΠερÜνθης, με τßτλο Ο Κοσμοκαλüγερος, που ζωντανεýει τη ζωÞ του συγγραφÝα με τη μορφÞ σαγηνευτικοý μυθιστορÞματος. Εßναι Ýνα βιβλßο που με σεβασμü στα ιστορικÜ δεδομÝνα, εßναι γραμμÝνο με θελκτικü ýφος, ποιητικü Üρωμα, δημιουργικÞ πνοÞ και σωστÞ κατανüηση του Ýργου του.
ΜετÜ την Ýκδοση των ΑπÜντων του, η κριτικÞ Ýχοντας στη διÜθεσÞ της üλο το Ýργο του συγγραφÝα, προσπαθεß να ερμηνεýσει το Ýργο του απü üλες τις πλευρÝς. ¸τσι οι εργασßες συνεχßζονται και αυτü αποτελεß το μεγαλýτερο τεκμÞριο για την εθνικÞ σημασßα του Ýργου του. ΜÝσα στο Ýργο του μιλÜ για την αρετÞ και την κακßα, για τον αγþνα της εξýψωσης του ελληνικοý Ýθνους, για τον Χριστιανισμü, που γι' αυτüν δεν εßναι μüνο τυφλÞ πßστη, εßναι σýστημα ζωÞς κι αλÞθειας. Επßσης μιλÜ για τη πολιτικÞ κατÜντια του καιροý του και προτεßνει μÝτρα για την ηθικÞ ανÜπλαση, μÝτρα για τη παιδεßα, το χτýπημα του λογιοτατισμοý και την αληθινÞ ανüρθωση της παιδεßας, με το ζωντανü πνεýμα της λαúκÞς παρÜδοσης. Χτýπησε τους γραμματοσοφιστÝς, τους τοκογλýφους και τους δημαγωγοýς. ΠαρουσιÜζεται πατριþτης με τα μÜτια της ψυχÞς του γυρισμÝνα σε Ýνδοξες εποχÝς και κλαßει την παρακμÞ του ιδανικοý της ΜεγÜλης ΙδÝας στις ψυχÝς των συγχρüνων του. Επßσης μιλÜει με πüνο για τη λαúκÞ ζωÞ και για το σεβασμü του προς τους ταπεινοýς και καταφρονεμÝνους. ¸δειξε σε üλους τους τüνους την ελληνικüτητÜ του με τις βαθýτερες μελÝτες του για την αρχαιüτητα, την ΑλεξανδρινÞ εποχÞ, τη ΒυζαντινÞ εποχÞ, την Τουρκοκρατοýμενη ΕλλÜδα, üπως και τη νεüτερη. Με την ιδιüτυπη γλþσσα του, που με τη συνεχÞ της εξÝλιξη Ýφτασε στον ατüφιο δημοτικü λüγο, παρ' üλη την αντßθεσÞ του στον ακραßο ψυχαρισμü, παρουσßασε μια θρησκευτικüτητα βασισμÝνη στις αρχÝς των πρþτων Χριστιανþν. ΥποστÞριξε απü τη μια πλευρÜ την πνευματικÞ αναγÝννηση, ενþ απü την Üλλη, στενÜ δεμÝνος με την παρÜδοση, προσπÜθησε να την ανασýρει στη ζωÞ. ΜακρυÜ απü τους λογßους, τους δημοσιογρÜφους και την κοινωνßα της εποχÞς του, ζÞτησε στα γραφικÜ ξωκκλησÜκια, στους απλοýς κι αδιÜφθορους ανθρþπους του λαοý, στη φýση, στη μοναξιÜ και τη σιωπÞ, στην ψυχικÞ και πνευματικÞ απομüνωση, να απαλýνει την απαισιοδοξßα του για τη ζωÞ, για το "μÜταιον, το συνθηματικüν και αγοραßον πÜσης ανθρþπινης αξßας".
Ο ΤÜφος Του
Τὸ ἔργο τοῦ ἈλÝξανδρου ΠαπαδιαμÜντη κατÝχει πρωτεýουσα θÝση στὴ νεοελληνικὴ πεζογραφßα. Ἡ διηγηματογραφßα του διακρßνεται γιὰ τὸ ρεαλισμü της, ποὺ φτÜνει πολλὲς φορὲς μÝχρι τὸ νατουραλισμü. Ἡ αὐστηρὴ κι ἀκριβολüγος θεþρηση τüσο τῆς ἀγροτικῆς κοινωνßας τοῦ νησιοῦ του, ὅσο καὶ τῆς Ἀθηναúκῆς κοινωνßας τῆς ἐποχῆς του, ἡ βαθειὰ στοχαστικὴ κι ἐλεγκτικὴ ματιÜ του πÜνω στὰ κοινωνικὰ δρþμενα, ἡ ἀνÜδειξη ὡς κεντρικῶν ἡρþων τοῦ ἔργου του ὄχι συνηθισμÝνων τýπων, ἀλλὰ ἰδιüρρυθμων καὶ περιθωριακῶν, ἀνθρþπων ναυαγισμÝνων κυριολεκτικὰ ἢ μεταφορικÜ κι ἡ συχνὴ παραπομπὴ στὴ μικρὴ ἀνθρþπινη ὁμÜδα, ποὺ ὡς ἐκκλησιαστικὴ κοινüτητα ἀποκτᾶ καθολικὲς διαστÜσεις, δßνει στὸ ρεαλισμü του ἕνα χαρακτÞρα κριτικὸ καὶ θεολογικὸ ταυτüχρονα. Ἡ ποικιλßα τῶν ἀφηγηματικῶν τεχνικῶν κι ἡ γλþσσα του παρÜγουν ἔντονη ποιητικüτητα. Ἡ γλþσσα του εἶναι στὴ βÜση της ἡ καθαρεýουσα τῆς ἐποχῆς, ἐμπλουτισμÝνη ὡστüσο μὲ διαχρονικὰ στοιχεῖα τῆς ἑλληνικῆς, διαποτισμÝνη ἀπὸ τὴ γλþσσα τῆς Γραφῆς καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὑμνογραφßας καὶ διανθισμÝνη, ἰδßως στοὺς διαλüγους, μὲ στοιχεῖα τοῦ σκιαθßτικου ἰδιþματος, θησαυρισμÝνη, κατὰ τὸν Ἐλýτη, "ἀπὸ ἀπανωτὰ στρþματα παιδεßας". Ἡ ἰδιαιτερüτητα αὐτὴ κÜνει τὸ παπαδιαμαντικὸ ἔργο νὰ ὑπερβαßνει κατὰ πολὺ τὰ ὅρια τῆς τυπικῆς ἠθογραφßας τῆς ἐποχῆς του καὶ τὸν πεζογρÜφο ΠαπαδιαμÜντη νὰ ἀναδεικνýεται "ποιητὴς τοῦ πεζοῦ λüγου".
Το Ýργο του, που 'ναι σÞμερα διεθνþς αναγνωρισμÝνο, επηρεÜστηκεν Üμεσα απü το νησß που γεννÞθηκε και πÝθανε, το νησß που αγÜπησε κι ýμνησε üσο κανεßς Üλλος, αλλÜ κι απü τους ανθρþπους του, που τις πραγματικÝς ιστορßες τους μετÝφερε γρÜφοντας. ΥπÞρξεν Üριστος μελετητÞς της ανθρþπινης ψυχολογßας και των ηθþν της εποχÞς του. Με την απαρÜμιλλη και γεμÜτη λυρισμü πÝνα του, Ýγραψε χωρßς αμφιβολßα τα κορυφαßα ηθογραφÞματα της νεüτερης ΕλλÜδας. ¸τσι, το üνομÜ του μας παραπÝμπει στο νησß του, αλλÜ παρÜλληλα, στο Üκουσμα της λÝξης ΣκιÜθος, δε μποροýμε να μη σκεφτοýμε τον μεγÜλον αυτü λογοτÝχνη, που σφρÜγισεν ανεξßτηλα το νησß του ακριβþς üπως αυτü σφρÜγισε το Ýργο του.
______________________
ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ:
ΑγγλικÝς:
The New Utopia Jerom Klapka Jerom
The Boundless Garden (Denise Harvey, Publisher), 2007 (διηγÞματα),
Tales from a Greek Island, μετÜφραση E. Constantinides (1987)
The Murderess, μετÜφραση P. Levi (1983)
Alexandros Papadiamandis: Fey Folk − A tale from Skiathos,
The Murderess, (Denise Harvey, Publisher), 2007,
Around the Lagoon, tr. P. Mackridge, (Denise Harvey, Publisher),2014
ΓαλλικÝς:
Alexandre Papadiamantis: Une femme à la mer,
ΓερμανικÝς:
Alexandros Papadiamantis: Der Kirchenscheue,
ΙταλικÝς:
Alexandros Papadiamandis: Due Racconti Di Skiathos: Sogno sull'onda & Amore sotto la neve,
_______________________
ΡΗΤΑ:
Ἡ πλουτοκρατßα ἦτο καὶ θὰ εἶναι ὁ μüνιμος ἄρχων τοῦ κüσμου, ὁ διαρκὴς ἀντßχριστος. Αὕτη γεννᾷ τὴν ἀδικßαν, αὕτη τρÝφει τὴν κακουργßαν, αὕτη φθεßρει σþματα καὶ ψυχÜς. Αὕτη καταστρÝφει κοινωνßας νεοπαγεῖς.
Ὁ Χριστὸς εἶπεν "Ὁ δυνÜμενος χωρεῖν χωρεßτω" καὶ ἀπεφÜνθη ὅτι ὁ τελειüτερος βßος δὲν εἶναι δι' ὅλους, ἀλλὰ δι' ἐκεßνους "οἷς δÝδοται", ἐννοῶν τὴν ἁγνεßαν καὶ τὴν ἀκτημοσýνην, ἅτινα εἶναι ἡ βÜσις τῆς μοναχικῆς πολιτεßας. Ἀλλὰ θὰ εἴπῃς ὅτι τþρα ἡ καλογερικὴ ἐξÝπεσε. Καὶ τὶ δεν ἐξÝπεσεν;
Ὅλοι οἱ παλαιοὶ θεσμοὶ εἶναι καλοß, ὅλους τοὺς ἐνüθευσεν ἡ ἀμÜθεια καὶ ἡ κακßα.
Ἄγγλος ἢ Γερμανὸς ἢ ΓÜλλος δýναται να εἶναι κοσμοπολßτης ἢ ἀναρχικὸς ἢ ἄθεος ἢ ὅ,τιδÞποτε . Ἔκαμε τὸ πατριωτικὸν χρÝος του, ἔκτισε μεγÜλην πατρßδα. Τþρα εἶναι ἐλεýθερος νὰ ἐπαγγÝλλεται, χÜριν πολυτελεßας, τὴν ἀπιστßαν καὶ τὴν ἀπαισιοδοξßαν. Ἀλλὰ Γραικýλος τῆς σÞμερον, ὅστις θÝλει να κÜμῃ δημοσßᾳ τὸν ἄθεον ἢ τὸν κοσμοπολßτην, ὁμοιÜζει μὲ νᾶνον ἀνορθοýμενον ἐπ' ἄκρων ὀνýχων καὶ τανυüμενον να φθÜσῃ εἰς ὕψος καὶ φανῇ καὶ αὐτὸς γßγας. Τὸ ἑλληνικὸν ἔθνος, τὸ δοῦλον, ἀλλ' οὐδὲν ἧττον καὶ τὸ ἐλεýθερον, ἔχει καὶ θὰ ἔχῃ διὰ παντὸς ἀνÜγκην τῆς θρησκεßας του.
Τὸ ἐπ' ἐμοß, ἐνüσω ζῶ καὶ ἀναπνÝω καὶ σωφρονῶ, δεν θὰ παýσω πÜντοτε, ἰδßως δὲ κατὰ τÜς πανεκλÜμπρους ταýτας ἡμÝρας, νὰ ὑμνῷ μετὰ λατρεßας τὸν Χριστüν μου, να περιγρÜφω μετ' ἔρωτος τὴν φýσιν καὶ να ζωγραφῶ μετὰ στοργῆς τὰ γνÞσια ἑλληνικὰ ἤθη. Ἐὰν ἐπιλÜθωμαß σου, ἹερουσαλÞμ, ἐπιλησθεßη ἡ δεξιÜ μου, κολληθεßη ἡ γλῶσσÜ μου τῷ λÜρυγγß μου, ἐὰν οὐ μÞ σου μνησθῶ.
Τßς ἠμýνθη περὶ πÜτρης; Καὶ τὶ πταßει ἡ γλαýξ, ἡ θρηνωδοῦσα ἐπὶ τῶν ἐρειπßων; Πταßουν οἱ πλÜσαντες τὰ ἐρεßπια. Καὶ τὰ ἐρεßπια τὰ ἔπλασαν οἱ κακοὶ κυβερνῆται τῆς ἙλλÜδος.
Ἄλλως, διὰ νὰ γßνουν νÝα θρησκευτικὰ ᾄσματα πρÝπει νὰ γßνῃ πρῶτα καὶ νÝα θρησκεßα... Ἂς δοκιμÜσουν λοιπὸν ἐκεῖνοι ποὺ τὰ ὀνειροπολοῦν αὐτὰ νὰ κÜμουν θρησκεßαν χειροποßητον, θρησκεßαν γιὰ τὰ κÝφια τους καὶ τüτε θὰ καταλÜβουν καὶ οἱ ἴδιοι πüσον εἶναι μωροὶ καὶ τυφλοß.
Ὅθεν ἡ γλῶσσα αὕτη, εἰς ἣν εἶναι γεγραμμÝνα τὸ τὲ ΕὐαγγÝλιον καὶ τὰ ἱερὰ ᾄσματα, ἔχει τὸ μοναδικὸν εἰς τὸν κüσμον προνüμιον να ἐξακολουθῇ καὶ μετὰ εἴκοσι αἰῶνας να εἶναι ζωντανÞ, εἰς τὴν ἀκοὴν τουλÜχιστον. Ἂς δοκιμÜσῃ τις να μεταφρÜσῃ ἐν τροπÜριον εἰς τὴν δημþδη, καὶ τüτε θὰ ἴδῃ ὅτι ἡ γλῶσσα ἥτις εἶναι ζωντανὴ εἰς τὰ ἡρωικὰ καὶ ἐρωτικὰ ᾄσματα τοῦ λαοῦ, εἶναι ψυχρὰ μÝχρι νεκροφανεßας διὰ τὰ τροπÜρια. Π.χ. "Ἀνοßξω τὸ στüμα μου, καὶ πληρωθÞσεται πνεýματος…" Θ' ἀνοßξω τὸ στüμα μου, καὶ θὰ γεμßση πνÝμμα (ἢ πλÝμμα, ἢ καὶ πλÝγμα)° καὶ λüγο θὰ βγÜλω (διüτι πῶς ἄλλως θ' ἀποδοθῇ ἡ μεταφορὰ ἢ ἡ μετωνυμßα τοῦ ἐρεýξομαι;). "Ἄξιüν ἐστιν ὡς ἀληθῶς, μακαρßζειν σὲ τὴν Θεοτüκον…" Ἀξßζει ἀληθινὰ να σὲ καλοτυχßζουμε σÝνα τὴν Θεοτüκο, ποὺ εἶσαι πÜντα καλüτυχη, καὶ καθαρþτατη, καὶ μÜννα τοῦ Θεοῦ μας.
Μεταξὺ ὅλων τῶν ἐπαγγελμÜτων, εἰς ὅλον τὸ ΓÝνος, περνᾶ ἐξüχως τὸ ἐπÜγγελμα τῆς θρησκεßας, καθὼς καὶ τὸ τοῦ πατριωτισμοῦ.
Ἐγὼ εἶμαι τÝκνον γνÞσιον τῆς Ὀρθοδüξου Ἐκκλησßας, ἐκπροσωπουμÝνης ὑπὸ τῶν ἐπισκüπων της. Ἐὰν δὲ τυχὸν πολλοὶ τοýτων εἶναι ἁμαρτωλοß, ἁρμοδßα να κρßνῃ εἶναι μüνον ἡ Ἐκκλησßα, καὶ μüνον τὸ ἄπειρον ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἡμεῖς πρÝπει νὰ ἐπικαλþμεθα.
Ἡ μεγαλυτÝρα αἰτßα τῆς παρακμῆς τῶν μοναστηρßων εἶναι ἡ σκανδαλþδης ἀνÜμιξις τῆς Πολιτεßας καὶ τῶν κοσμικῶν προσþπων εἰς τὰ καλογηρικὰ πρÜγματα.
Ἡ ἠθικὴ δὲν εἶναι ἐπÜγγελμα καὶ ὅστις ὡς ἐπÜγγελμα θÝλει νὰ τὴν μετÝλθῃ, πλανᾶται οἰκτρῶς καὶ γßνεται γελοῖος.
Ἠξεýρω ὅτι οὐδεὶς τολμᾶ ποτε ν᾿ ἀτενßσῃ ἐντὸς ἑαυτοῦ, ὡς εἱς βαθý καὶ ἀπýθμενον φρÝαρ, πρὸς ὃ ἰλιγγιᾷ ἡ ὅρασις. Κατοπτρßζεσθε μᾶλλον ἐν τοῖς σφÜλμασι τοῦ πλησßον καὶ εὐλüγως πρÜττετε.
=============================
ΠαιδικÞ ΠασχαλιÜ
Τüν υιüν της τον καπετÜν Κομνιανüν τον επαντρολογοýσεν Þδη η γριÜ ΚομνιανÜκαινα, αν και δÝν εßχε χρονßσει ακüμη η νýμφη της, η μακαρßτις. Τα δυο ορφανÜ, μßα κüρη οκταÝτις και Ýν τετραετÝς παιδßον, εφüρουν μαýρα, κατÜμαυρα, οποý εστενοχþρουν κ' εχλþμιαιναν τα πτωχÜ κÜτισχνα κορμÜκια των, καß Þτον καημüς καρδιÜς να τα βλÝπη τις. Ενθýμιζαν το δημþδες δßστιχον:
"...Βαρýτερ' απ' τα σßδερα εßναι τα μαýρα ροýχα,
Γιατß τα φüρεσα κ' εγþ για μιαν αγÜπη ποý 'χα".
Η γραßα Ýκειτο επß τÞς κλßνης καθ' üλην τÞν εβδομÜδα των Παθþν, γογγýζουσα, ρÝγχουσα, φωνÜζουσα. Εβεβαßου üτι «αγγελιÜστηκε» καß ητοιμÜζετο ν' αποθÜνη. ΕπÝβαλλεν εις την Μüρφω, την μικρÜν εγγονÞν της, εργασßες ανωτÝρας της ηλικßας του πτωχοý κορασßου. Αßφνης, εν μÝσω δυο γογγυσμþν, Ýβαλε μßαν φωνÞν, κ' Ýκραζεν απü της κλßνης προς την εκτüς του ισογεßου θαλÜμου πηγαινο - ερχομÝνην καß υπηρετοýσαν παιδßσκην.
-"ΜÞ χýνης στÞν αυλÞ τÜ νερÜ, χßλιες φορÝς σ' το εßπα, στü νεροχýτη"!
Κ' επανελÜμβανε τοýς αφορÞτους στεναγμοýς, επιτεßνουσα μÜλιστα αυτοýς οσÜκις τυχüν πτωχÞ γειτüνισσα, μÞ τολμþσα νÜ εισÝλθη, Þρχετο δειλþς μÝχρι τÞς θýρας καß ηρþτα πþς Þτο η ασθενÞς. Βεβαßως η γριÜ -ΚομνιανÜκαινα Ýπασχεν, αλλ' ßσως εμεγαλοποßει τü πρÜγμα. Εκλαιε «τα νιÜτα της», Ýλεγεν üτι δεν θα προφθÜση νÜ κÜμη εφÝτος ΠÜσχα. Η γειτüνισσα η ΜηλιÜ εβεβαßου üτι η γραßα εßχε καß «κομπüδεμα», αλλÜ ποý νÜ εμβÜση μÝσα καμμßαν εκ τþν γειτονισσþν της! Ελλεßψει Üλλης ασθενεßας Þτον ικανÞ ν' αποθÜνη απü τÞν φιλαργυρßαν της. ΔÝν εβÜστα η ψυχÞ της νÜ δþση κÜτι τι εßς μßαν πτωχÞν γυναßκα διÜ νÜ τÞν «κυττÜξη» κ' επÝβαλλε βαρεßαν αγγαρεßαν εις τÞν Μüρφω, οκταετÞ παιδßσκην. Ενßοτε παρελÞρει αληθþς. Εßτα Ýβαλλε αγρßαν κραυγÞν. Εκραζε τÞν παιδßσκην νÜ τÞν σκεπÜση μÝ τü σινδüνιον, αλλÜ χωρßς αýτη νÜ τÞν εγγßση κÜν, η γερüντισσα Ýβαλλε τοιαýτην ωρυγÞν, þστε η μικρÜ κατετρüμαζε.
Ο καπεταν -Κομνιανüς Ýλειπε μÝ τü γολετß, κ' επεριμÝνετο νÜ Ýλθη. Εßχε μαζß του, μÝ τü γολετß, καß τüν πρωτüτοκον υιüν του, τüν Γεþργην, δωδεκαετÞ παßδα. Τοýτο Þτο Ýνας απü τοýς καημοýς τÞς γραßας, üτι Ýμελλε ν' αποθÜνη, ως Ýλεγε, χωρßς νÜ επανßδη τüν υιüν της, καß τüν εγγονüν της τüν μεγÜλον, üστις ωμοßαζε τüσον μÝ τüν μακαρßτην τüν πÜππον του. Καß ποßος νÜ τÞς σφαλÞση τÜ μÜτια; Αι ανεψιαß της, υπανδρυμÝναι καß αι δýο, τÞς εβαστοýσαν κακßαν διÜ κÜτι κληρονομικÜς διαφορÜς, καß δÝν Ýσπασαν τü πüδι «οι λαχταρισμÝνες, οι αχρüνιαστες!» νÜ Ýλθουν νÜ τÞν ιδοýν. Οýτω τÞς Þρχετο καß αυτÞς ν' αποθÜνη εις τü πεßσμα των, ν' αποθÜνη χωρßς νÜ τÞς φιλÞσωσι τÞν χεßρα.
Ιατρüς, ποý νÜ ευρεθÞ; Εßχεν αυτÞ νÜ πληρþνη; ΑυτÞ þφειλε νÜ κÜμνη οικονομßαν διÜ τÜ ορφανÜ, καß δÝν Ýπρεπε νÜ φθεßρη τü βιü τοý υιοý τÞς εßς γιατρικÜ καß δÝν ξÝρω τß. ΨευτογιÜτρισσες! ΚÜμε τÞ δουλειÜ σου! ¸χουν εμπιστοσýνην τþρα αυταß αι γυναßκες; Ο κüσμος εχÜλασε, τß τÜ θÝλεις! ¸μβαζε αυτÞ μÝς στü βιü της, μÝς στÜ καλÜ της, ξÝνην γυναßκα; ΤÞς Þρχετο νÜ επαναλÜβη πρüς τÜς γειτονßσσας τÞν ιδßαν κραυγÞν, δι' ης απεδßωκε τü πÜλαι παρßσακτον üρνιθα απü τüν ορνιθþνα της. Ξοý, ξÝνη!...
Ως τüσον επεθýμει νÜ Þρχετο ο υιüς της διÜ νÜ τüν νυμφεýση νÜ τοý δþση καß τÞν ευχÞν της. ΣαρÜντα χρüνων Üνθρωπος, κι ο κüσμος εßναι πελÜγος σÜν εκεßνο ποý αρμÝνιζε τþρα. Πþς νÜ περÜση τÞ ζωÞν του χωρßς νÜ Ýλθη εις δεýτερον γÜμον; Καß τÜ ορφανÜ, καß αυτÜ θÜ εýρισκαν μητÝρα, μßαν καλÞν οικοκυρÜ, Þτις απü τþρα επροσφÝρετο μÜλιστα νÜ Ýλθη νÜ τÞν υπηρετÞση εις τÞν ασθενειÜν της. Αλλ' η γραßα ΚομνιανÜκαινα, μÞ θÝλουσα νÜ παραβÞ τÞν αρχÞν της, δÝν εδÝχθη τÞν εκδοýλευσιν. Τü βÝβαιον εßναι üτι εκ τþν δυü ορφανþν η Μüρφω, Þτις εßχεν Þδη αßσθησιν, Üν δÝν επεθýμει ν' αποκτÞση μητÝρα, ενθυμεßτο κ' ελυπεßτο τÞν μητÝρα της. Ο Ευαγγελινüς, νÞπιον τριετßζον εν καιρþ τÞς συμφορÜς, οýτε Þξευρε τßποτε, οýτε ενθυμεßτο. ¸κλαιε μüνον üταν η μÜμμη τüν εβßαζε νÜ φορÝση τüν κατÜμαυρον σÜκκον του. Η Μüρφω, λευκÞ καß ωχρÜ μÝ τÜ μαýρα φουστανÜκια της, καß μÝ τü μαýρον μανδÞλιον τü σκεπÜζον τÜ ξανθÜ της μαλλιÜ, Þτο κατηφÞς, κ' ενθυμεßτο τü περυσινüν ΠÜσχα, üταν Ýζη η μÞτηρ της. Η ατυχÞς γυνÞ εßχεν αποθÜνει απü τÞν γÝνναν της, τü παρελθüν θÝρος, καß τü βρÝφος μετ' αυτÞς. Τþρα η κορασßς εßχεν αντß τÞς καλÞς καß πονετικÞς μητρüς, τÞν μÜμμην μÝ τÞν αφüρητον παρεξενιÜ της, Þτις ενþ εβεβαßου üτι üλα τÞς επüνουν, κεφαλÞ, λαιμüς, χεßρες, πüδες, πλαßται, κοιλßα, μÝση καß τÜ λοιπÜ, πνιγομÝνη δÝ απü τüν βÞχα καß γογγýζουσα δυνατÜ καß βÜλλουσα κραυγÜς αγρßας, εφεßδετο νÜ δþση εις ιατροýς καß φÜρμακα, αßφνης ηγεßρετο, υποβαστÜζουσα τÞν κοιλßαν της, ηξÞρχετο μÝχρι τÞς θýρας, Ýρριπτε βλÝμμα εις τüν εκτüς κüσμον κ' Ýλεγεν:
-"Αχ! Τß γλυκιÜ ποý ν' η ζωÞ"!
ΠÝρυσι þ! πÝρυσι τÞν ΜεγÜλην ΠÝμπτην πρωß, αφοý εγýρισαν απü τÞν εκκλησßαν üπου εßχον μεταλÜβει üλοι, η καλÞ καß προκομμÝνη μÞτηρ, καßτοι Üγουσα Þδη τüν Ýβδομον μÞνα τÞς εγκυμοσýνης της, ανεσφουγγþθη καß Þρχισε νÜ βÜφη εν τÞ χýτρα τÜ αυγÜ, μÝ ριζÜρι, κιννÜβαρι καß üξος. Εßτα Þρχισαν νÜ Ýρχωνται εßς τÞν θýραν ανÜ ζεýγη τÜ παιδßα τÞς πολßχνης, μÝ τüν υψηλüν καλÜμινον σταυρüν στεφανωμÝνον μÝ ρüδα ευþδη καß μÝ μÞκωνας κατακοκκßνους, μÝ δενδρολßβανον καß μÝ ποικιλüχροα αγριολοýλουδα, μÝ τüν αποσπασθÝντα απü τ' οχτωÞχι χÜρτινον ΕσταυρωμÝνον εις τü μÝσον τοý σταυροý, καß μÝ ερυθρüν μανδÞλιον κυματßζον, μÝλποντα τü Üσμα:
"ΒλÝπεις εκεßνο τü βουνß μÝ κüκκινη παντιÝρα;
Εκεß σταυρþσαν τü Χριστü τüν πÜντων βασιλÝα.
................................................................
Σýρε μητÝρα μ' στü καλü καß στÞν καλÞ τÞν þρα,
Κι εμÝνα νÜ μÝ καρτερÞς τü ΣÜββατο τü βρÜδυ
¼ταν σημαßνουν εκκλησιÝς καß ψÝλνουνε παπÜδες,
Τüτες καß σý, μαννοýλα μου, να 'χÞς χαρÝς μεγÜλες".
Καß τß χαρÝς μεγÜλες τω üντι, τß χαρÝς δ' üλα τÜ παιδßα! Καß η καλÞ η μÞτηρ της προθυμüτατα Ýδιδεν ανÜ δυü αρτιβαφÞ αυγÜ εις üλα τÜ παιδßα δυü αυγÜ κüκκινα, καß τß ευτυχßα! τß νßκη! ενþ η μÜμμη εφþναζεν üτι αρκετÜ παιδßα Þλθαν, καß αρκετÜ ετραγοýδησαν, καß üτι Ýπρεπε νÜ υπÜγουν καß αλλοý. ΜετÜ ταýτα η μÞτηρ Þρχισε νÜ ζυμþνη καß Ýπλασεν αρκετÝς κουλοýρες μετ' αυγþν διÜ τüν σýζυγον, επιδημοýντα τüτε, διÜ τÞν πενθερÜν της, δι' εαυτÞν, διÜ τÝς κουμπÜρες, ως καß μικρÝς «κοκþνες» διÜ τÞν Μüρφω, διÜ τüν Ευαγγελινüν, διÜ τ' ανεδεξßμια της καß διÜ τÜ πτωχÜ παιδιÜ τÞς γειτονιÜς. Κ' επειδÞ ο μικρüς Ευαγγελινüς Ýκλαιε, λÝγων üτι δÝν εßναι αρκετÜ μεγÜλη η κοκþνα του, η μÞτηρ τοý Ýδιδεν Üλλην νÜ εκλÝξη αλλÜ αυτüς δÝν ημÝρωνεν οýτε Þθελε νÜ ταιριασθÞ. Τü βÝβαιον εßναι üτι τÜς Þθελεν üλας διÜ τüν εαυτüν του. Καß τüτε η μÞτηρ τüν επαρηγüρει λÝγουσα üτι «τü ΣÜββατο τü βρÜδυ θÜ 'ρθÞ η κουροýνα (κρÜ, κρÜ!) νÜ φÝρη τü τυρß καß τü κρÝας (τσß, τσß!) καß τüτε νÜ ιδÞς τü παραμýθι. ΠÜρε ΒαγγελινÝ τü τυρß, πÜρε καß τü τσß -τσß, νÜ φÜτε»!
Καß ο μικρüς εψÝλλιζε καß αυτüς, «θÜ 'θÞ η κουοýνα νÜ φÝη τοý τσß -τσß», καß συνÜπτων τÜς χεßρας, δακτýλους μεταξý δακτýλων κατÜ τü υπüδειγμα τÞς μητρüς τÞς γειτüνισσας τÞς ΜηλιÜς εξαετÝς, Üνιπτον, ρακÝνδυτον, οκλÜζον εßς μßαν γωνßας, κρατοýν τÞν κοκþνα του, τÞν οποßαν εσκÝπτετο Üν δÝν Þτο καλüν νÜ τÞ φÜγη τþρα ποý εßναι ζεστÞ, διεμαρτýρετο γρυλλßζον καß λÝγον: «Ναß! Θα 'ρθÞ η κουροýνα! Üμ' δÝ θÜ 'ρθÞ!» Καß τÞν ΜεγÜλην ΠαρασκευÞν, περß τÞν δýσιν τοý ηλßου, η μÞτηρ ωδÞγησε τÜ δυü παιδßα εις τÞν εκκλησßαν, üπου, αφοý Ýκαμαν τρεßς γονυκλισßας πρü τοý ανθοστεφοýς κουβουκλßου, ησπÜσθησαν τüν μυüπνοουν ΕπιτÜφιον, τü αργυρüχρυσον ΕυαγγÝλιον μÝ τ' αγγελοýδια, καß τüν Σταυρüν μÝ τ' ανθρωπÜκια καß τßς Παναγßτσες (τß χαρÜ, τß δüξα!), καß εßτα επÝρασαν τρßς υπü τüν υψηλüν, μεγαλοπρεπÞ ΕπιτÜφιον, ο δ' Ευαγγελινüς (üλα τÜ ενθυμεßτο η μικρÜ Μüρφω) ανÝτρεψεν εξ απροσεξßας πÞλινον αμφορÝα μÝ ýδωρ, εξ εκεßνων οýς θÝτουσιν υπü τüν ΕπιτÜφιον πρüς αγιασμüν, διÜ νÜ μεταχειρισθþσι τü ýδωρ εις τü καματηρü, Þτοι τοýς μεταξοσκþληκας, καß εις Üλλας χρεßας, αι νεþτεραι μυροφüροι, γυναßκες διακαþς ποθοýσαι «νÜ ξενυχτßσουν τüν Χριστüν» μÝνουσαι Üγρυπνοι εν τω ναþ πÝραν τοý μεσονυκτßου, διüτι η ακολουθßα τοý Επιταφßου ψÜλλεται εκεß τü ΜÝγα ΣÜββατον, περß üρθρον βαθýν. Ο αμφορεýς πεσþν εθραýσθη, η δÝ γυνÞ Þς Þτο κτÞμα ωργßσθη, καß εßπεν üτι τü Ýχει «σÝ κακü της». Τüτε η μÞτηρ τοý Ευαγγελινοý, αφοý επÝπληξεν αυστηρþς τü παιδßον, πειραχθεßσα εßπεν üτι «Üν εßναι κακü, Üς εßναι γιÜ μÝνα!» Καß τÞν πτωχÞν δÝν τÞν ηýρε ο χρüνος.
Τü ΜÝγα ΣÜββατον δÝ, μικρüν μετÜ τÜ μεσÜνυκτα, η μÞτηρ εξýπνησε τüν Ευαγγελινüν καß τÞν Μüρφω, κι ενω σÞμαιναν διÜ μακρþν οι κþδωνες επÞγαν εις τÞν εκκλησßαν üπου εψÜλη τü «ω γλυκý μου Ýαρ» καß Üλλα ακüμη παθητικÜ Üσματα. Εßτα οι πιστοß üλοι μÝ ανημμÝνας λαμπÜδας εξÞλθον εßς τü ýπαιθρο, υπü τü αμαυρωθÝν φÝγγος τÞς φθινοýσης σελÞνης, ενþ η αυγÞ Ýλαμπεν Þδη ροδßνη καß ξανθÞ, προπÝμποντες τüν ΕπιτÜφιον αγλαüφωτον μÝ σειρÜς λαμπÜδων. Καß η αýρα πραεßα εκßνει ηρÝμα τοýς πυρσοýς, χωρßς νÜ τοýς σβÞνη καß η Üνοιξις Ýπεμπε τÜ εκλεκτüτερα αρþματÜ της εις τüν Παθüντα καß ταφÝντα, ως τÜ συνÝψαλλε καß αυτÞ, «ω γλυκý μου Ýαρ, γλυκýτατüν μου τÝκνον!» καß η θÜλασσα φλοισβßζουσα καß μορμýρουσα παρÜ τüν αιγιαλüν επανελÜμβανεν, «οßμοι γλυκýτατε Ιησοý!». ΤÜ δÝ παιδßα προπορευüμενα τÞς πομπÞς, μεγαλοφþνως Ýκραζον: Κýριε ΕλÝησον! Κýριε ελÝησον! Ο Ευαγγελινüς εψÝλλιζε μετÜ τþν Üλλων: "Κýιε Ýησον! Κýιε Ýησον"!
Καß ýστερον, üταν ανÝτειλεν ο Þλιος τοý ΜεγÜλου ΣαββÜτου, διαλýων τÞν απαραßτητον ομßχλην τÞς ΜεγÜλης ΠαρασκευÞς, (Þτις καθιστÜ μελαψÞν μιγÜδα τÞν ημÝραν καß παμμÝλαιναν αρÜβισσαν τÞν νýκτα) ο Ευαγγελινüς εξýπνησεν απü τÜ βελÜσματα τοý αρνßου, τü οποßον ητοιμÜζετο νÜ σφÜξη διÜ τÞν οικογÝνειαν τοý καπετÜν Κομνιανοý ο γεßτονας Νικüλας, ο σýζυγος τÞς ΜηλιÜς. Ο Ευαγγελινüς καß η Μüρφω εξÞλθον εις τü προαýλιον. Τß ωραßον, τß Þμερον, τß λευκüμαλλον ποý Þτο τü αρνß! Καß πþς εβÝλαζε (μπÝ! μπÝ!) τü καημÝνο. Εν τοýτοις δÝν εφαßνετο πολý δυσαρεστημÝνον, διüτι Ýμελλε νÜ σφαγÞ. Καß Üλλος Αμνüς Üμωμος, Αμνüς αßρων τÞν αμαρτßαν τοý κüσμου, καß Üλλος ατßμητος Αμνüς εσφÜγη...
ΤÞν εσπÝραν Ýφερεν οßκαδε ο πατÞρ τÜς πασχαλινÜς λαμπÜδας, ωραßας, λεπτÜς, περιτÝχνους. Τß χαρÜ! Τß θρßαμβος! ΦαντασθÞτε ωραßας μικρÜς λαμπÜδας, μÝ Üνθη τεχνητÜ, μÝ χρυσüχαρτα. Ο Ευαγγελινüς Þθελε νÜ πÜρη τÞν τÞς αδελφÞς του, λÝγων, üτι εκεßνη εßναι μεγαλυτÝρα. Η μÞτηρ τοý τÞν Ýδωκεν, αλλ' ο μικρüς τÞν Ýσπασε, εκεß ποý Ýπαιζε μÝ αυτÞν, Ýσπασε καß τÞν ιδικÞν του, καß ýστερον Ýβαλε τÜ κλÜματα. Ο πατÞρ τοý ηγüρασεν Üλλην, αφοý τüν υπεχρÝωσε νÜ υποσχεθÞ üτι δÝν θÜ τÞν πιÜση εις τÞν χεßρα, Ýως τÜ μεσÜνυκτα, üταν θÜ υπÜγουν εις τÞν ΑνÜστασιν. Ο μικρüς απεκοιμÞθη κλαßων καß χαßρων.
ΜετÜ τÜ μεσÜνυκτα, αφοý Ýγινεν η ΑνÜστασις, καß Þστραψεν ο ναüς üλος, Þστραψε καß η πλατεßα απü τü φþς τþν κηρßων, τÜ παιδßα Þρχισαν νÜ καßουν μετÜ κρüτου σπßρτα καß μικρÜ πυροκρüταλα Ýξω εις τü πρüναον, καß τßνες παßδες δεκαετεßς επυροβüλουν μÝ μικρÜ πιστüλια, Üλλοι Ýρριπτον εντüς τοý ναοý επß τþν πλακþν τοý εδÜφους τα βαρÝα καρφßα μÝ τÜ καψýλια καταπτοοýντες καß σκανδαλßζοντες τÜς πτωχÜς γραßας, αßτινες, μεθ' üλον τüν διωγμüν üν εκßνουν κατ' αυτþν τÞν ΜεγÜλην ΕβδομÜδα κατ' Ýτος οι επßτροποι, αξιοýντες νÜ περιορßσωσιν αυτÜς εις τüν γυναικωνßτην, ουχ Þττον επÝμενον καß παρεισÝδυον εντüς τοý ναοý αριστερÜ, εις τÞν μßαν κüγχην.
Εßς δ' επßτροπος τÞς επÜνω ενορßας, Üνθρωπος προοδευτικüς, βλÝπων üτι üλοι οι εθελονταß ψÜλται, νεανßαι εικοσαετεßς, εφοßτων κατÜ προτßμησιν εις τÞν κÜτω εκκλησßα, εßς δÝ τÞν επÜνω ηναγκÜζοντο νÜ ψÜλλωσιν οι ιερεßς, τß εσοφßσθη; ΠιÜνει καß αποσπÜ απü τüν γυναικωνßτην τÜ καφÜσια, τÜ δικτυωτÜ, δι' ων εφρÜττοντο τÝως αι γυναικεßαι μορφαß απü τÞς üψεως τþν ανδρþν, καß αφÞνει τüν γυναικωνßτην Üφρακτον. Τüτε διÜ μιÜς üλοι οι ευλαβεßς καß μουσüληπτοι νεανßσκοι αφÞκαν τÞν κÜτω εκκλησßαν Ýρημον ψαλτþν κ' Ýτρεξαν üλοι εις τÞν επÜνω.
Εßτα τÜ μικρÜ παιδßα καß τßνες παιδßσκαι τετραετεßς, μÝ τÜς κομψÜς ποικιλτÜς λαμπÜδας, ετÜχθησαν ανÜ τüν χορüν, περß τÜ δυü αναλüγια, καß παρÜ τü εικονοστÜσιον, καß Þρχισαν νÜ θορυβþσι, νÜ παßζωσι, νÜ στÜζωσιν εις τοýς λαιμοýς αλλÞλων, καß νÜ τσουγκρßζωσι τÜ αυγÜ των. Καß Ýν παιδßον εξαετÝς, πονηρüτερον τþν Üλλων (Þτο ο υιüς τÞς ΜηλιÜς τÞς γειτüνισσας) εßχε πλαστüν αυγüν εις τüν κüλπον του, πωρþδη λßθον στρογγυλευμÝνον κοκκινοβαφÞ καß δι' αυτοý Ýσπαζε τÜ αυγÜ üλων τþν παιδιþν, καß τÜ Ýπαιρνε, κατÜ τÞν συμφωνßαν, καß τÜ Ýτρωγε. Μßα παιδßσκη καß εßς παßς, πενταετÞς, Þρχισαν νÜ φιλονικþσι περß τοý τßνος η λαμπÜδα Þτο ευμορφüτερα.
-"Οχι, η δικÞ μου η λαμπÜδα εßναι καλýτερη".
-"Οχι, η δικÞ μου".
-"ΕμÝνα ο πατÝρας μ' τÞν εδιÜλεξε, κ' εßναι πλιü καλÞ".
-"ΕμÝνα η μÜννα μ' τÞν εστüλισε μονÜχη της".
-"Καß ξÝρει νÜ κÜμη λαμπÜδες η μÜννα σ';
-"¼χι, δÝ ξÝρει; ΣÜν τÞ δικÞ σ'"!
-"ΤÝτοια παλιολαμπÜδα"!
-"Ναß, παλιολαμπÜδα;... νÜ!..."
-"ΝÜ κ' εσý"!
-"ΝÜ κι Üλλη μιÜ"! Καß Þρχισαν νÜ τýπτουν αλýπητα τÜς κεφαλÜς αλλÞλων μÝ τÜς λαμπÜδας των, εωσοý Ýβαλαν τÜ κλÜματα καß οι δýο.
Τü απüγευμα πÜλιν, αφοý εψÜλη η Β' ΑνÜστασις κ' Ýγινεν η ΑγÜπη, εξÞλθαν üλοι εις τÞν πλατεßαν κι εθεþντο τÞν πυρπüλησιν τοý Εβραßου. Τß Üσχημος καß τß ευμορφοκαμωμÝνος ποý Þτον ο Εβραßος! Εßχε μßαν χýτραν ως κεφαλÞν, εßχε καß λινÜρι ως γÝνειον. ¸φερε καß ζεýγος γυαλιÜ (η Μüρφω τÜ ενθυμεßτο üλα), üμοια μ' εκεßνα ποý φορεß η γραßα μÜμμη üταν ρÜπτη Þ εμβαλþνη τÜ παλαιÜ ροýχα της. Εßχε κ' Ýνα σακοýλι Þ πουγκß κρεμασμÝνον εις τü αριστερüν πλευρüν του. Εφüρει μακριÜ, μακριÜ φορÝματα, παρδαλÜ, ραβδωτÜ! Καß αφοý τüν εκρÝμασαν υψηλÜ -υψηλÜ, Ýως επτÜ οργυιÜς επÜνω, Þρχισαν οι Üνδρες νÜ τüν μαστßζουν, νÜ τüν τουφεκßζουν üλοι, Ýως üτου τüν Ýκαυσαν. Καß ýστερον η μÞτηρ Ýστρωσε τÞν τρÜπεζαν εις τÞν οικßαν, καß παρÝθεσε τÜ αυγÜ τÜ κüκκινα, τü τυρß, ποý εßχε φÝρει η κουροýνα, καß τü αρνß τü ψημÝνο, καß τÜ παιδßα εκÜθισαν εßς τÞν τρÜπεζαν καß Þρχισαν νÜ τσουγκρßζουν τÜ αυγÜ των. Τß χαρÜ! τß αγαλλßασις!
ΕφÝτος, δηλαδÞ κατÜ τü Ýτος εκεßνο τÞς δυστυχßας διÜ τÜ δυü ορφανÜ δÝν Þτο πλÝον εκεß οýτε ο πατÞρ των, üστις Ýλειπεν, οýτε η μÞτηρ των, Þτις επÞγε μακρýτερα ακüμη. Αντß τþν δýο Þτο η γηραιÜ μÜμμη, ρογχÜζουσα επß τÞς κλßνης καß γογγýζουσα. Αντß τþν επιχρýσων λαμπÜδων, Þσαν οι δυü τρεμοσβÞνοντες καß βλοσυροß οφθαλμοß της. Αντß τÞς αθþας χαρÜς, αντß τÞς αφÜτου ευτυχßας τοý παιδικοý ΠÜσχα, Þτο η λýπη η βαρεßα, η ανεπανüρθωτος συμφορÜ.
Ευτυχþς η γραßα ΚομνιανÜκαινα δÝν απÝθανε, καß ο υιüς της Ýφθασεν απüπασχα μÝ τü γολεττß, καß Þρχισε νÜ καλλωπßζηται καß νÜ στρßβη τüν μýστακα αποβλÝπων εις δεýτερον γÜμον. ΑλλÜ, διÜ τÜ δυü παιδßα, τÜχα θÜ επανÞρχετο πÜλιν η χαρÜ εκεßνη, θ' ανÝτελλεν εκ νÝου γλυκεßα η παιδικÞ ΠασχαλιÜ; ΔιÜ τüν Ευαγγελινüν ßσως, διÜ τÞν Μüρφω üμως ποτÝ. Αýτη ησθÜνετο τÞν απουσßαν τÞς μητρüς της καß Þξευρεν üτι δÝν Ýμελλε νÜ τÞν επανßδη πλÝον επß τÞς γÞς.
Γλυκεßα ΠασχαλιÜ, η μÞτηρ τÞς χαρÜς! Γλυκεßα μÞτηρ, τÞς ΠασχαλιÜς η ενσÜρκωσις!
Αλλ' ο Χριστüς υπεσχÝθη νÜ πßη μÝ τοýς εκλεκτοýς του καινüν τü γÝννημα τÞς αμπÝλου εν τÞ βασιλεßα τοý Πατρüς Του, καß οι υμνωδοß Ýψαλλον: "Ω ΠÜσχα τü μÝγα καß ιερþτατον, ΧριστÝ! δßδου ημßν εκτυπþτερον σοý μετασχεßν εν τÞ ανεσπÝρω ημÝρα τÞς Βασιλεßας Σου!".
- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -
Το Μοιρολüγι Της Φþκιας
...
ΑυτÞ Þτον η Ακριβοýλα
η εγγüνα της γριÜ -Λοýκαινας.
Φýκια 'ναι τα στεφÜνια της,
κοχýλια τα προικιÜ της...
Κι ακüμα η γριÜ μοιρολογÜ
τα γεννοβüλια τ'ς τα παλιÜ.
Σαν νÜ 'χαν ποτÝ τελειωμü
τα πÜθια κι οι καημοß του κüσμου...
(περιλαμβÜνεται ατüφιο στο ομþνυμο διÞγημα)
Να ¸λθης Μüνον...
Εις Ýνα μνÞμ' αγνþριστο μικροý κοιμητηρßου
δεν θÝλω να το βλÝπωσιν ακτßνες του ηλßου,
μηδÝ κυπÜρισσος σκαιÜ, μηδ' απεχθÞς ιτÝα
να το σκιÜζη. Καταιγßς ας το κτυπÜ βιαßα!
Και δεν ποθþ θυμßαμα, δεν θÝλω ψαλμωδßαν,
να Ýλθης μüνον σε ζητþ, μßαν θαμβÞν πρωÀαν,
να βρÝξης μ' Ýνα δÜκρυ σου το διψασμÝνον χþμα,
κι ας σβýση με το δÜκρυ σου και τ' üνομÜ μου ακüμα...
(περιλαμβÜνεται στα "Ρüδινα ΑκρογιÜλια")
Το Τραγοýδι Του ΑνÜμελου
ΒρÝχει ο ουρανüς και βρÝχουμαι,
ξενÜκ' εßμαι και ντρÝπουμαι.
¸ρχουμαι κυρÜ μ' δεν Ýρχουμαι,
Ýξω στη πüρτα στÝκουμαι,
βρÝχει ο ουρανüς και βρÝχουμαι.
¸λα βαριÜ, σιγÜ και ταπεινÜ
μην πÜρουν τ' Üρματα φωτιÜ
και κÜψουνε τη γειτονιÜ.
¸ρχουμαι, καλÝ μ' δεν Ýρχουμαι,
Ýξω στη πüρτα στÝκουμαι,
ξενÜκ' εßμαι και ντρÝπουμαι.
(αυτü το τραγουδÜ ο κηπουρüς με δημοτικü τρüπο στο διÞγημα "Το ΣπιτÜκι Στο ΛιβÜδι")
Τζερüμ ΚλÜπκα Τζερüμ
Η ΝÝα Ουτοπßα (The New Utopia)
(σε μτφρ. ΠαπαδιαμÜντη)
ΜετÜ το δεßπνον, κ' επÜνω στα ποýρα (οφεßλω να εßπω üτι ειξεýρουν πως να φουμÜρουν καλÜ ποýρα εις την ΕθνικÞν σοσιαλιστικÞν ΛÝσχην), Ýσχομεν διδακτικωτÜτην συζÞτησιν περß της μελλοýσης ισüτητος των ανθρþπων και της δημεýσεως των κεφαλαßων.
Δεν Þμην ικανüς να λÜβω πολý μÝρος εις την συζÞτησιν εγþ ο ßδιος, διüτι, μεßνας üταν Þμην παιδßον εις θÝσιν Þτις καθßστα αναγκαßον δι' εμÝ να
κερδßζω ο ßδιος τα προς το ζην, ουδÝποτε εßχα λÜβη καιρüν και αφορμÞν να συζητÞσω τα ζητÞματα ταýτα. Αλλ' ηκροþμην μετÜ πολλÞς προσοχÞς üταν οι φßλοι μου εξÞγουν πþς, επß τüσους και τüσους αιþνας πριν γεννηθþσιν αυτοß, ο κüσμος επÞγαινε στραβÜ και πως εντüς ολιγßστων ετþν εννοοýσαν να τον κÜμουν να πηγαßνη ßσια.
Η ισüτης üλης της ανθρωπüτητος Þτο το σýνθημÜ των· πλÞρης ισüτης εις üλα τα πρÜγματα· ισüτης εις την ιδιοκτησßαν και ισüτης εις την θÝσιν και επιρροÞν, ισüτης εις τας υποχρεþσεις, και ισüτης εις την ευτυχßαν και την αυτÜρκειαν.
Ο κüσμος ανÞκει εις üλους ομαδüν, και πρÝπει να μοιρασθÞ εξ ßσου. Η εργασßα εκÜστου ανθρþπου εßναι κτÞμα, üχι του ιδßου, Üλλα της πολιτεßας
Þτις τον τρÝφει και τον ενδýει, και πρÝπει να εφαρμοσθÞ üχι προς ιδßαν του ανÜπτυξιν, Üλλα προς πλουτισμüν της φυλÞς.
Ο ατομικüς πλοýτος, αυτÞ η κοινωνικÞ Üλυσις με την οποßαν οι ολßγοι Ýδεσαν τους πολλοýς, αυτü το πιστüλιον του ληστοý, διÜ του üποιου μικρÜ
συμμορßα κλεπτþν ελÞστευσαν üλην την κοινωνßαν απü τους καρποýς των κüπων της, οφεßλει ν' αφαιρεθÞ απü τας χεßρας üπου τον κατακρατοýν τüσον καιρüν τþρα.
Αι κοινωνικαß διακρßσεις, αυτοß οι φραγμοß διÜ των üποιων η υψουμÝνη πλÞμμυρα της ανθρωπüτητος περιωρßσθη και εχαλινþθη Ýως τþρα, πρÝπει να
εκλßπωσι διÜ πÜντοτε. Σο ανθρþπινον γÝνος οφεßλει να εργασθÞ διÜ να εκπληρþση τον προορισμüν του (οιοσδÞποτε και αν εßναι οýτος), üχι καθþς
τþρα ως διεσπαρμÝνον στßφος, Ýκαστος βαδßζων δι' εαυτüν, οι πλοýσιοι επß του ομαλοý λιθοστρþτου, οι απüκληροι επß των σκληρþν χαλßκων, Üλλ' ως συντεταγμÝνος στρατüς, βαδßζοντες παραπλεýρως αλλÞλων επß του ομαλοý πεδßου της δικαιοσýνης και τÞς ισüτητος. Ο μÝγας κüλπος της μητρüς ημþν γης πρÝπει να τρÝφη üλα τα τÝκνα της, ßσα και ßσα· κανεßς δεν πρÝπει να πεßνα, κανεßς δεν πρÝπει να παραχορταßνη.Ο δυνατüς δεν πρÝπει ν' αρπÜζη περισσüτερα απü τον ασθενÞ· ο επιτÞδειος δεν πρÝπει να σχεδιÜζη üπως κερδßση περισσüτερα απü τον απλοúκüν. Σου ανθρþπου Þτο η γη και το πλÞρωμα αυτÞς· και εις üλην την ανθρωπüτητα πρÝπει να διαμοιρασθÞ εις Üρτιας μερßδας. ¼λοι οι Üνθρωποι Þσαν ßσοι κατÜ τοýς νüμους της φýσεως, και οφεßλουσι να εßναι ßσοι κατÜ τους νüμους του Üνθρþπου. Με την ανισüτητα Ýρχεται η Ýνδεια, η κακουργßα, η αμαρτßα, η ιδιοτÝλεια, η ιταμüτης και η ýποκρισßα. Εις Ýνα κüσμον üπου üλοι θα Þσαν ßσοι, δεν θα υπÞρχε πειρασμüς κακοý, και η φυσικÞ μας ευγÝνεια θ' ανεδεικνýετο. ¼ταν üλοι οι Üνθρωποι θα Þσαν ßσοι, ο κüσμος θα Þτο ουρανüς, απηλλαγμÝνος μüνον της οχληρÜς δεσποτεßας του Θεοý.
Υψþσαμεν τα ποτÞρια μας και επßαμεν υπÝρ της ισüτητος, της ßερÜς ßσüτητος· και εßτα διετÜξαμεν τον παßδα να μας φÝρη πρÜσινον σαρτρÝζ και
περισσüτερα τσιγÜρα.
ΕπÝστρεψα οßκαδε πολý σýννους. Δεν ημπüρεσα να κοιμηθþ επß πολý· εκοιτüμην Ýξυπνος, αναλογιζüμενος την οπτασßαν εκεßνην περß του νεωτÝρου
κüσμου, üστις εßχε παρουσιασθÞ εις εμÝ.
Πüσον χαριτωμÝνος κüσμος θα Þτο, εÜν μüνον το σχÝδιον των φßλων μου σοσιαλιστþν ηδýνατο να εκτελεσθÞ. Δεν θα υπÞρχε πλÝον τßποτε εκ της
αλληλομαχßας και αλληλοφαγßας ταýτης, δεν θα υπÞρχεν αντιζηλßα, οýτε δυσφορßα, οýτε φüβος πτωχεßας. Η πολιτεßα θα ελÜμβανε φροντßδα δι' ημÜς
απü της þρας καθ' ην εγεννþμεθα μÝχρι του θανÜτου μας, και θα επρüβλεπε δι' üλας τας ανÜγκας μας απü της κοιτßδος μÝχρι του φερÝτρου, αμφοτÝρων συμπεριλαμβανομÝνων, και ημεßς οýτε ανÜγκην θα εßχομεν να φροντßσωμεν διÜ το πρÜγμα. Δεν θα υπÞρχε πλÝον βαρεßα εργασßα (τρßωρος εργασßα καθ' εκÜστην θα Þτο κατÜ τους υπολογισμοýς μας ο üρος, τον üποιον θ' απÞτει η Πολιτεßα απü κÜθε νÝον πολßτην, και εις κανÝνα δεν θα επετρÝπετο να εργασθÞ περισσüτερον -δεν θα ÝπετρÝπετο ουδ' εις εμÝ), οýτε πτωχüς διÜ να ελεÞση τις, οýτε πλοýσιος διÜ να φθονÞση - κανεßς üστις να μας βλÝπη χαμηλüτερÜ του, κανεßς τον üποιον να βλÝπωμεν χαμηλüτερÜ μας (üχι τüσον ευÜρεστος η τελευταßα αýτη σκÝψις) -üλη η ζωÞ μας θα Þτο κανονικÞ και τακτοποιημÝνη δι' ημÜς -δεν θα εßχομεν τßποτε να σκεφθþμεν ειμÞ τον Ýνδοξον προορισμüν (οποιοσδÞποτε και αν Þτο) της ανθρωπüτητος.
Εßτα οι λογισμοß μου αßφνης απÝπτησαν εις το χÜος, και απεκοιμÞθην.
¼ταν εξýπνησα, εýρον τον εαυτüν μου κεßμενον υπü υαλßνην θÞκην, εν υψηλþ, ατερπεß θαλÜμω. ΕπιγραφÞ τις υπÞρχεν υπερÜνω της κεφαλÞς μου.
Ανεσηκþθην και την ανÝγνωσα. Εßχεν ως εξÞς:
¢ΝΘΡΩΠΟΣ ΑΠΟΚΟΙΜΙΣΜ¸ΝΟΣ
ΕΠΟΧ¹ - ΙΘ' ΕΚΑΤΟΝΤΑΕΤΗΡºΣ
"Ο Üνθρωπος οýτος ευρÝθη κοιμισμÝνος εν τινι οικßα του Λονδßνου μετÜ την μεγÜλην κοινωνικÞν επανÜστασιν του 1899. Εκ των πληροφοριþν τας οποßας Ýδωκεν η σπιτονοικοκυρÜ της οικßας φαßνεται üτι θα εßχε κοιμηθÞ Þδη üταν ανεκαλýφθη, υπÝρ τα δÝκα Ýτη, καθüσον αýτη εξÝχασε να τον φωνÜξη. Απεφασßσθη, δι' επιστημονικοýς σκοποýς, να μην τον εξυπνÞσωσιν, αλλÜ να ßδωσιν ακριβþς ως πüσα Ýτη θα εκοιμÜτο, και επομÝνως εκομßσθη και απετÝθη εις το Μουσεßον των ΠεριÝργων, τη 11 ΦεβρουÜριου 1900.
Παρακαλοýνται οι επισκÝπται να μη ρßπτωσι νερüν διÜ των οπþν
Γηραιüς κýριος με νοÞμονα φυσιογνωμßαν, üστις ησχολεßτο τακτοποιþν στοιβαγμÝνας τινÜς σαýρας εις τινα παρακειμÝνην θÞκην, Þλθε και
ανεσÞκωσε το κÜλυμμα της υαλßνης θÞκης μου.
-Τι τρÝχει; ηρþτησε· μÞπως σας ηνþχλησε τßποτε;
-¼χι, εßπα· ξυπνþ πÜντοτε üταν αισθανθþ üτι εκοιμÞθην αρκετÜ. τι εκατονταετηρßς εßναι τþρα;
-Εßναι, εßπεν, η εικοστÞ ενÜτη εκατονταετηρßς. ΕκοιμÞθητε σωστÜ χßλια Ýτη.
-Α! καλÜ, τüσον καλλßτερα αισθÜνομαι τον εαυτüν μου, απÞντησα, κατερχüμενος Üμα της τραπÝζης. Δεν εßναι τßποτε ωσÜν τον ýπνον που εχüρτασε κανεßς.
-ΚαταλαμβÜνω üτι θα κÜμης το συνηθισμÝνον πρÜγμα, εßπεν ο γηραιüς κýριος ενþ εγþ εφοροýσα τα ενδýματÜ μου, τα üποια ευρßσκοντο παραπλεýρως εμοý εντüς της θÞκης. Θα ζητÞσης να περιπατÞσω μαζý σου εις üλην την πüλιν, και να σου εξηγÞσω üλας τας μεταβολÜς, ενþ θα Ýρωτας και θα κÜμνης ανοÞτους παρατηρÞσεις.
-ΜÜλιστα, απÞντησα, υποθÝτω üτι αυτü πρÝπει να κÜμω.
-Κ' εγþ, οýτω νομßζω, εμορμýρισεν. ¸λα και ας πηγαßνωμεν.
Και με ωδÞγησεν εκτüς του θαλÜμου. ενþ κατηρχüμεθα την κλßμακα, εßπα:
-Και εßναι τþρα üλα καλÜ και τÝλεια;
-Τι πρÜγμα;
-Ο κüσμος, απÞντησα. Μερικοß φßλοι μου εσχεδßαζαν, πριν υπÜγω να πλαγιÜσω, να τον χαλÜσουν και πÜλιν να τον φτιÜσουν καθþς Ýπρεπε. Κατþρθωσαν να τον φτιÜσουν εν τω μεταξý; Εßναι üλοι ßσοι τþρα, και η αμαρτßα και ο πüνος και üλα αυτÜ εξÝλιπον πλÝον;
-Ω, βÝβαια, απÞντησεν ο οδηγüς μου· θα τα εýρετε üλα καλÜ και δßκαια τþρα. ΕιργÜσθημεν πολý δραστηρßως ενþ εκοιμÜσθε. ΚατεστÞσαμεν αυτÞν
την γην τελεßαν τþρα, δýναμαι να εßπω. Εις κανÝνα δεν επιτρÝπεται να πρÜττη κακßαν τινÜ η ανοησßαν και üσον αφορÜ την ισüτητα, οýτε οι βÜτραχοι δεν Ýχουν μεταξý των τüσην üσην ημεßς. (Ωμßλει κÜπως χυδαικþ τω τρüπω, μοß εφÜνη· αλλÜ δεν επεθýμουν να τον επιπλÞξω).
ΕπεριδιαβÜσαμεν εντüς της πüλεως. ¹το πολý καθÜριος και ησυχωτÜτη. Αι οδοß, δι' αριθμþν σημειοýμεναι, διÝθεον παραλλÞλως τεμνüμεναι εις ευθεßας γωνßας και üλα επαρουσßαζον ακριβþς την αυτÞν üψιν. Δεν υπÞρχον ßπποι οýτε Üμαξαι. ¼λη η κυκλοφορßα εγßνετο δι' ηλεκτρικþν αμαξßων. ¼λοι οι Üνθρωποι üσους συνηντþμεν εßχον Þρεμον, σοβαρÜν Ýκφρασιν, και Þσαν τüσον üμοιοι εις με τον Üλλον, þστε να εμπνεýσωσι την ιδÝαν üτι Þσαν μÝλη της αυτÞς οικογÝνειας. ¸καστος εφüρει, ως και ο οδηγüς μου, στακτερÜν περισκελßδα και στακτερüν χιτþνα, κομβωμÝνον σφικτÜ περß τον λαιμüν και συστελλüμενον διÜ τελαμþνος περß την μÝσην. ¸καστος Þτο ξυραφισμÝνος γÝνειον και μýστακα και Ýκαστος εßχε μÝλαιναν κüμην. Εßπα:
-Εßναι üλοι αυτοß οι Üλλοι Üνθρωποι δßδυμοι;
-Δßδυμοι! üχι δα, καλÝ μου! απÞντησεν ο οδηγüς. Σι σας Ýκαμε να το νομßσητε αυτü;
-Το üτι üλοι εßναι τüσον üμοιοι, και Ýχουν μαýρα μαλλιÜ üλοι.
-Ω! αυτü, εßναι ο κανονισμüς του χρþματος διÜ τα μαλλιÜ, εξÞγησεν ο σýντροφüς μου· Ýχομεν üλοι μαýρα μαλλιÜ. Αν αι τρßχες ενüς Üνθρþπου δεν εßναι μαýραι φυσικÜ, οφεßλει να τας βÜψη μαýρας.
-Διατß; ηρþτησα.
-Διατß! απÞντησεν οργßλος κÜπως ο γηραιüς κýριος. Διüτι, νομßζω üτι εκαταλÜβατε üτι üλοι οι Üνθρωποι εßναι τþρα ßσοι. Σι θα εγßνετο η ισüτης μας, αν εις ανÞρ Þ μßα γυνÞ εßχε το δικαßωμα να βγαßνη 'ς το σπÜτσιο με χρυσüξανθα μαλλιÜ, ενþ Üλλος θα εφιγουρÜριζε με το χρþμα του γογγυλιοý; Οι Üνθρωποι κατþρθωσαν üχι μüνον να εßναι εις τας ευτυχεßς ταýτας ημÝρας ßσοι, αλλÜ και να φαßνωνται ßσοι, üσον το δυνατüν. Τποχρεοýντες üλους τους Üνδρας να εßναι ολοξοýριστοι, και üλους τους Üνδρας και τας γυναßκας να Ýχωσι μαýρα μαλλιÜ κομμÝνα εις το αυτü μÞκος, επανορθοýμεν, εν τινι μÝτρω, τα λÜθη της φýσεως. Εßπα:
-Διατß μαýρα;
ΑπÞντησεν üτι δεν εßξευρεν, Üλλ' üτι αυτü Þτο το χρþμα το üποιον εßχεν αποφασισθÞ.
-Απü ποιον; ηρþτησα.
-Απü την Π λ ε ι ο ν ο ψ η φ ß α ν, απÞντησεν αßρων τον πßλον του και χαμηλþνων τους οφθαλμοýς του ως εν προσευχÞ.
Εβαδßσαμεν περαιτÝρω, και εßδομεν πολλοýς διαβÜτας. Ηρþτησα:
-Δεν υπÜρχουν γυναßκες εις αυτÞν την πüλιν;
-Γυναßκες! ανεφþνησεν ο οδηγüς μου. Βεβαßως, ýπÜρχουσι. ΣυνηντÞσαμεν Þδη εκατοντÜδας.
-Ενüμιζα üτι θα εγνþριζα μßαν γυναßκα üταν θα την Ýβλεπα· αλλÜ δεν ενθυμοýμαι να παρετÞρησα καμμßαν.
-Ιδοý δýο εκεß, εßπεν εφιστþν την προσοχÞν μου εις ζεýγος προσþπων διερχομÝνων πλησßον μας, αμφοτÝρων με περισκελßδας και χιτþνια στακτερÜ.
-Πþς τας γνωρßζετε üτι εßναι γυναßκες; ηρþτησα.
-ΒλÝπετε τους μεταλλßνους αριθμοýς τους οποßους και καθεßς φÝρει εις το περιλαßμιüν του;
-Ναß· ακριβþς εσκεπτüμην οπüσον πλÞθος αστυνομικþν κλητÞρων Ýχετε, και ηπüρουν που εßναι οι Üλλοι Üνθρωποι, οι μη κλητÞρες.
-Λοιπüν, οι Üρτιοι αριθμοß εßναι γυναßκες· οι περιττοß εßναι Üνδρες.
-Πüσον απλοýστατα! παρετÞρησα· υποθÝτω üτι μετÜ μικρÜν πεßραν ημπορεßτε να διακρßνετε το εν φýλον απü του Üλλου, με το πρþτον βλÝμμα σχεδüν.
-Ω! βÝβαια, απÞντησεν.
Εβαδßσαμεν εν σιωπÞ επß βραχý. Εßτα ηρþτησα:
-Διατß Ýχει και καθεßς Ýνα αριθμüν;
-ΔιÜ να διακρßνεται, απÞντησεν ο σýντροφüς μου.
-Δεν Ýχουν λοιπüν ονüματα;
-¼χι.
-Διατß;
-Ω! Þτο τüση ανισüτης εις τα ονüματα. Μερικοß Üνθρωποι εκαλοýντο Μοντμüρενσυ, και Ýβλεπον περιφρονητικþς τους καλουμÝνους Σμßθ· κι οι ΣμÜυθ πÜλιν δεν κατεδÝχοντο να συναναστραφþσι με τους Τζüουνς· τοýτου Ýνεκα απεφασßσθη η κατÜργησις των ονομÜτων και εδüθη εις Üριθμüς εις Ýκαστον.
-Δεν παραπονοýνται οι Μοντμüρενσυ κι οι ΣμÜυθ;
-Βεβαßως· Üλλ' οι Σμßθ και οι Τζüουνς Þσαν εν τη πλειονοψηφßα.
-Και οι αριθμοß Εν και Δýο δεν περιεφρüνουν τους αριθμοýς Τρßα και ΤÝσσαρα και καθεξÞς;
-Κατ' αρχÜς, ναι! ¢λλα με την κατÜργησιν του πλοýτου, οι αριθμοß Ýχασαν την αξßαν των, Ýκτος διÜ βιομηχανικοýς σκοποýς και διÜ της διπλÞς
ακροστιχßδος, και τþρα ο αριθμüς 100 δεν θεωρεß τον εαυτüν του ανþτερον απü τον αριθμüν 1.000.000.
Δεν εßχον νιφθÞ üταν ηγÝρθην, διüτι δεν υπÞρχον τα προς νßψιν εν τω Μουσεßο, και Þρχιζα να αισθÜνομαι ενüχλησßν τινα και ζÝστην. Εßπα:
-Ειμπορþ να νιφθþ πουθενÜ;
¢πÞντησεν:
-¼χι· δεν μÜς επιτρÝπεται να νιπτþμεθα. Οφεßλετε να περιμÝνετε ως τας τÝσσαρας και μισÞ, και τüτε θα σας νßψουν διÜ να πÜρετε το τσÜι.
-Θα με νßψουν! Ποιος;
-Η πολιτεßα. Εßπεν üτι εßχαν κρßνει üτι δεν ηδýναντο να διατηρÞσωσι την ισüτητÜ των εÜν επετρÝπετο εις τους ανθρþπους να νßπτονται. ΣινÝς των ανθρþπων ενßπτοντο τρις η τετρÜκις της ημÝρας, ενþ Üλλοι δεν Þγγιζον ποτÝ νερüν και σÜπωνα απ' αρχÞς μÝχρι τÝλους του Ýτους, και επομÝνως συνÝβη να υπÜρχωσι δýο διακεκριμÝναι τÜξεις, οι νιμμÝνοι και οι Üνιπτοι. ¼λαι οι πÜλαι προλÞψεις περß κοινωνικþν τÜξεων Þρχισαν τüτε ν' αναζωπυρþνται. Οι νιμμÝνοι περιεφρüνουν τους ανßπτους, και οι Üνιπτοι εμßσουν τους νιμμÝνους. ¼θεν διÜ να παýση πÜσα διχüνοια, η πολιτεßα απεφÜσισε να εκτελÞ αýτÞ το νßψιμον, και πας πολßτης ενßπτετο τþρα δις της ημÝρας δι' υπαλλÞλων της κυβερνÞσεως· το δε ιδιωτικüν νßψιμον Þτο ÜπηγορευμÝνον.
ΠαρετÞρησα üτι δεν διÞλθομεν οικßας καθ' üσον επροβαßνομεν, μüνον μεγÜλας ογκωδεστÜτας και Üκομψους οικοδομÜς, üμοιας με στρατþνας, üλας
του αýτοý σχÞματος και μεγÝθους. Ενßοτε εις τινα γωνßαν παρεπορευüμεθα μικροτÝραν τινÜ οικοδομÞν, φÝρουσαν επιγραφÞν «Μουσεßον», «Νοσοκομεßον», «Αßθουσα .υζητÞσεων», «Λουτρüν», «ΓυμνÜσιον», «Ακαδημßα Επιστημþν», «¸κθεσις Βιομηχανßας», «.χολÞ ΟμιλητικÞς», κτλ. κτλ., Üλλα ουδÝποτε οικßαν. Εßπα:
-Δεν κατοικεß κανεßς εις αυτÞν την πüλιν;
Εκεßνος απÞντησε:
-ΚÜμνεις ανοÞτους ερωτÞσεις· εις την τιμÞν μου, αυτü κÜμνεις. Που νομßζεις üτι κατοικοýν οι Üνθρωποι;
Εßπα:
-Αυτü ßσα-ßσα προσπαθþ να εννοÞσω. Δεν βλÝπω οικßας πουθενÜ.
Εκεßνος εßπε:
-Δεν μας χρειÜζονται οικßαι -τοιαýται οικßαι, οποßας τας εννοεßς. Εßμεθα σοσιαλισταß· συζþμεν ομοý εν αδελφüτητι και ισüτητι. Κατοικοýμεν εις εκεßνα τα μεγÜλα κτßρια που βλÝπεις. ¸καστον κτßριον χωρεß ανÝτως χιλßους πολßτας. ΠεριÝχει χιλßας κλßνας, εκατüν εις Ýκαστον θÜλαμον, καθþς και λουτρþνας και καλλωπιστÞρια αναλüγως, και μßαν τραπεζαρßαν και μαγειρεßα. Εις τας επτÜ κÜθε πρωß σημαßνει ο κþδων, και Ýκαστος σηκþνεται και συγυρßζει το κρεββÜτι του. Εις τας επτÜμισυ πηγαßνουν εις τα καλλωπιστÞρια και νßπτονται και ξυραφßζονται και κτενßζονται. Εις τας οκτþ παρατßθεται το πρüγευμα εις την κοινÞν τρÜπεζαν. Σο πρüγευμα συνßσταται εις χορταρικÜ και γÜλα, εις ßσην δüσιν δι' Ýκαστον πολßτην. Εßμεθα üλοι αυστηρþς φυτοφÜγοι τþρα. Αι ψÞφοι των φυτοφÜγων ηυξÞθησαν καταπληκτικþς κατÜ την παρελθοýσαν εκατονταετηρßδα, κι επειδÞ κι οργανισμüς των Þτο πολý τÝλειος, ηδυνÞθησαν να επιβÜλωσι την θÝλησßν των εν πÜση ÝκλογÞ απü πεντηκονταετßας. Σην πρþτην þραν μετÜ μεσημβρßαν κροýεται πÜλιν ο κþδων, και οι Üνθρωποι επιστρÝφουν διÜ το γεýμα, το üποιον συνßσταται εις κυÜμους και οπþρας και εις γλýκυσμα δις της εβδομÜδος. Σην πÝμπτην þραν δßδεται τσÜι, και την δεκÜτην τα φþτα σβýνονται και ο καθεßς πηγαßνει να κοιμηθÞ. Εßμεθα üλοι ßσοι, και ζþμεν üλοι μαζý, γραμματεýς και οδοκαθαριστÞς, πεταλωτÞς και φαρμακοποιüς,üλοι ομοý εν ελευθερßα κι αδελφüτητι. οι Üνδρες κατοικοýσιν εις τα κτßρια τα προς το μÝρος τοýτο της πüλεως, και αι γυναßκες εις τα κτßρια τα προς το Üλλο Üκρον της πüλεως.
-Που κατοικοýν οι Ýγγαμοι; ηρþτησα Ýγþ.
-Ω! δεν Ýχομεν νυμφευμÝνα ζεýγη, απÞντησεν εκεßνος· κατηργÞσαμεν τον γÜμον προ διακοσßων ετþν. ΒλÝπετε, ο Ýγγαμος βßος δεν εταßριαζε καθüλου με το σýστημÜ μας. Ο οικιακüς βßος Þτο üλως εναντßος του σοσιαλισμοý. οι Üνθρωποι εφρüντιζον περισσüτερον διÜ τας γυναßκας και τα τÝκνα των παρÜ διÜ την πολιτεßαν. ¹θελαν να εργÜζωνται διÜ τον μικρüν κýκλον των προσφιλþν των μÜλλον παρÜ διÜ το καλüν της κοινωνßας. Εμερßμνων πλειüτερον περß του μÝλλοντος των τÝκνων των παρÜ περß της τýχης της ανθρωπüτητος. οι δεσμοß της ÜγÜπης και του αßματος συνÝδεον τους ανθρþπους σφιγκτÜ εις μικρÜς ομÜδας αντß εις μεγÜλας. Πριν σκεφθþσι περß της προüδου του ανθρωπßνου γÝνους, οι Üνθρωποι εσκÝπτοντο περß της προüδου των συγγενþν και των οικεßων των. Πριν αγωνισθþσιν υπÝρ της μεγαλειτÝρας ευτυχßας του μεγαλειτÝρου πλÞθους, ηγωνßζοντο υπÝρ της ευτυχßας των ολßγων στενþν και προσφιλþν εις αυτοýς. Εν τω κρýπτω Üνδρες και γυναßκες εθησαýριζαν κι εκοπßαζον κι εθυσßαζον εαυτοýς, þστε να δþσωσιν εν τω κρýπτω πρüσθετüν τινα δωρεÜν χαρÜς εις τους οικεßους των. Ο Ýρως εξÞγειρε το ελÜττωμα της φιλοδοξßας εις τας καρδßας των ανθρþπων. ΔιÜ να εφελκýσωσι τα μειδιÜματα των γυναικþν, ηρþντο· διÜ να αφÞσωσιν üνομα üπισθεν των, το üποιον τα τÝκνα των θα υπερηφανεýοντο να φÝρωσιν, οι Üνδρες εζÞτουν να υψωθþσιν υπερÜνω του κοινοý, να κατορθþσωσι πρÜξιν τινα η οποßα θα Ýκαμνε τον κüσμον ν' αποβλÝπη προς αυτοýς και να τιμÜ αυτοýς υπÝρ τους Üλλους ανθρþπους και να αποτυπþσωσι βαθýτερα τα ßχνη των ποδþν των επß της κονιορτþδους οδοý της εποχÞς. Αι θεμελιþδεις αρχαß του σοσιαλισμοý παρεμποδßζοντο καθημερινþς και κατεπατοýντο. ¸καστη οικßα Þτο επαναστατικüν κÝντρον προς διÜδοσιν του ατομισμοý και της προσωπικüτητος. Απü το θÜλπος εκÜστης οικιακÞς εστßας εξεßρπον αι Ýχιδναι Συντροφßα και Ανεξαρτησßα, δÜκνουσαι την πολιτεßαν και δηλητηριÜζουσαι τα πνεýματα των ανθρþπων. Αι αρχαß της ισüτητος διεφιλονικοýντο φανερÜ. Οι Üνδρες, üταν ηγÜπων γυναßκÜ τινα, ενüμιζον αυτÞν πÜσης Üλλης γυναικüς υπερτÝραν, και οýδ' ελÜμβανον τον κüπον ν' αποκρýψωσι την γνþμην των. Aι φßλανδροι σýζυγοι επßστευον τους Üνδρας των ως φρονιμωτÝρους και γενναιοτÝρους και χρηστοτÝρους πÜντων των Üλλων Üνδρþν. Αι μητÝρες κατεγÝλων την ιδÝαν του üτι τα τÝκνα των δεν Þσαν κÜπως υπÝρτερα των Üλλων παιδιþν, τα παιδßα εποτßζοντο την βδελυρÜν αßρεσιν üτι και πατÞρ και η μÞτηρ των Þσαν οι Üριστοι του κüσμου γονεßς. Υπü οιανδÞποτε Ýποψιν και αν κρßνετε, η οικογÝνεια ßστατο απÝναντß μας ως εχθρüς. Εις ανÞρ εßχε χαρßεσσαν σýζυγο και δýο εýτακτα κι ευπειθÞ τÝκνα· ο γεßτων του ενυμφεýετο μßαν μÝγαιραν κι εγßνετο πατÞρ Ýνδεκα κακομαθημÝνων και οχληρþν παιδιþν· ποý η ισüτης; ΠÜλιν, üπου η οικογÝνεια υπÜρχει, Ýκεß ÝνσκÞπτουσιν εις μετÜ τον Üλλον οι Üγγελοι της χαρÜς και της λýπης· και εις Ýνα κüσμον οποý η χαρÜ και η λýπη εßναι γνþριμοι, η ισüτης δεν δýναται να ζÞση. Εις ανÞρ και γυνÞ την νýκτα κλαßουσιν Üνωθεν μικροý φερÝτρου. Απü την Üλλην πλευρÜν του τοßχου ωραßον ζεýγος, με τας χεßρας συμπεπλεγμÝνας, μειδιþσι προσβλÝποντες τα ανüητα μειδιÜματα και παιγνßδια ευτραφοýς βρÝφους. και η πτωχÞ ισüτης τß γßνεται; Τοιαýτα πρÜγματα δεν πρÝπει να επιτρÝπωνται. Ο Ýρως εβλÝπομεν üτι Þτο ο εχθρüς μας εις πÜσαν καμπÞν της οδοý. Οýτος κατÝστησεν αδýνατον την ισüτητα. ¸φερε χαρÜν και λýπην, και ησυχßαν και βÜσανα εις τον δρüμον του. ΔιετÜραττε τας πεποιθÞσεις των ανθρþπων, και διεκýβευε την τýχην της ανθρωπüτητος· üθεν κατηργÞσαμεν αυτüν και πÜντα τα Ýργα αυτοý. Τþρα δÝν υπÜρχουν γÜμοι και επομÝνως δεν υπÜρχουν οικιακαß φροντßδες· δεν υπÜρχουν μνηστεßαι, Üρα οýτε καρδιüπονοι· δεν υπÜρχουν Ýρωτες, Üρα οýτε λýπαι· οýτε φιλÞματα οýτε δÜκρυα. Ζþμεν üλοι ομοý Ýν ισüτητι, ελεýθεροι απü τας ενοχλÞσεις της χαρÜς και της λýπης.
Εßπα:
-ΠρÝπει να εßναι πολý Þσυχα τα πρÜγματα· Üλλ' ειπÝ μοι (ερωτþ απλþς υπü επιστημονικÞν Ýποψιν) πþς εκτελεßται η προμÞθεια των ανδρþν και των γυναικþν;
Μοι εßπεν:
-Ω! αυτü εßναι απλοýστατον. Πþς εξετελεßτε σεις, εις τας ημÝρας σας, την προμÞθειαν των ßππων και των αγελÜδων; Σην Üνοιξιν, τüσα παιδßα, κατÜ τας ανÜγκας της πολιτεßας, προβλÝπονται καταλλÞλως, και ανατρÝφονται επιμελþς, υπü ιατρικÞν επιτÞρησιν. ¼ταν γεννηθþσιν, αποσπþνται απü τας μητÝρας των, φüβω μÞπως συνηθßσουν να τ' αγαπþσι, και ανατρÝφονται εις τα δημüσια τροφεßα και σχολεßα, μÝχρι του 14ου Ýτους. Τüτε εξετÜζονται απü τους δημοσßους επüπτας, οι üποιοι αποφασßζουν διÜ ποιον Ýργον εßναι κατÜλληλα, και εις το Ýργον τοýτο μαθητεýονται ακολοýθως. Εις το εικοστüν Ýτος αναλαμβÜνουσι την τÜξιν των ως πολßται, και αποκτþσι το δικαßωμα της ψÞφου. Ουδεμßα διÜκρισις γßνεται μεταξý ανδρþν και γυναικþν. Τα δýο φýλα χαßρουσιν ßσα προνüμια.
Εßπα:
-Τι πρÜγμα εßναι τα προνüμια;
Εκεßνος απÞντησε:
-Πως! ¼λα üσα σας εßπα.
ΠεριεπατÞσαμεν επß τινα στÜδια ακüμη, Üλλα δεν Ýβλεπα τßποτε Üλλο ειμÞ οδοýς και πÜλιν οδοýς, με τα Üκομψα εκεßνα μακρÜ κτßρια Ýνθεν και
Ýνθεν. Εßπα:
-Δεν Ýχει μαγαζειÜ οýτε καταστÞματα πουθενÜ;
-¼χι, απÞντησε· τι μÜς χρειÜζονται τα μαγαζειÜ; η πολιτεßα μας τρÝφει, μας ενδýει, μας σπιτþνει, μας νοσηλεýει, μας νßπτει, μας καλλωπßζει, μας βÜπτει τα μαλλιÜ και μÜς θÜπτει. Σι θα μÜς Ýκαμναν τα μαγαζειÜ;
¹ρχισα να αισθÜνωμαι κοýρασιν απü τον περßπατον αυτüν. Εßπα:
-Δεν ειμποροýμεν να υπÜγωμεν πουθενÜ να πÜρωμεν Ýνα πιοτü;
Εκεßνος εßπε:
-Πιοτü! Σι πρÜγμα εßναι το πιοτü; Πßνομεν μισü ποτÞρι κακÜο εις το γεýμα μας. Αυτü εννοεßτε;
Δεν ησθανüμην αρκετÜς δυνÜμεις διÜ να του εξηγÞσω το πρÜγμα, και βεβαßως δεν θα με ενüει εÜν το Ýκαμνα. ¼θεν εßπα:
-Ναι· αυτü ενüουν.
ΣυνηντÞσαμεν ωραßον τινα Üνδρα, και παρετÞρησα üτι εßχε μüνον Ýνα βραχßονα. Εßχον παρατηρÞσει Þδη δýο Þ τρεις Üλλους μεγαλοσþμους Üνδρας μ' Ýνα μüνο βραχßονα, και μοι εßχε φανεß περßεργον. ¸καμα την παρατÞρησιν εις τον ξεναγüν μου. Εκεßνος απÞντησε:
-ΜÜλιστα· üταν Ýνας Üνθρωπος εξÝχει πολý απü το μÝσον ανÜστημα και την ευρωστßαν, του κüπτομεν το εν σκÝλος Þ τον Ýνα βραχßοντα, þστε να
επιφÝρωμεν την ισüτητα· τον κατεβÜζομεν ολßγον παρακÜτω τρüπον τινÜ. Η φýσις, βλÝπετε, υστερεß üπßσω ως προς τον αιþνÜ μας· αλλÜ κÜμνομεν ü,τι ειμποροýμεν διÜ να την διορθþσωμεν. Εßπα:
-ΤποθÝτω üτι δεν ειμπορεßτε να την καταργÞσητε;
-ΒÝβαια, üχι εντελþς, απÞντησε. Μüνον επιθυμοýμεν να ειμποροýσαμεν. ΑλλÜ, προσÝθηκεν εßτα μετÜ συγγνωστÞς υπερηφανεßας, κατωρθþσαμεν πολλÜ. Εγþ εßπα:
-Αν συμβÞ ν’ αναφανÞ Ýξοχüς τις Üνθρωπος, τι τον κÜμνετε;
-Δεν μÜς μÝλει τüσον δι’ αυτÜ τα πρÜγματα τþρα, απÞντησε. δεν συνÝβη ν’ αναφανÞ μεγÜλη τις εγκεφαλικÞ δýναμις πολýν καιρüν τþρα. ¼ταν τýχη, εκτελοýμεν χειρουργικÞν εγχεßρησιν επß της κεφαλÞς, και τοýτο καταπραàνει τον εγκÝφαλüν του και τον κατεβÜζει ολßγον παρακÜτω. Μου Þλθε κÜποτε η ιδÝα, προσÝθηκεν ο γηραιüς κýριος, üτι εßναι κÜπως αξιολýπητον üτι δεν δυνÜμεθα και ν’ ÜνεβÜζωμεν παραπÜνω ενßοτε, Üντß ολονÝν να κατεβÜζωμεν παρακÜτω· Üλλα βεβαßως τοýτο εßναι αδýνατον. Εßπα:
-Νομßζετε ορθüν το ν’ ακρωτηριÜζετε τους ανθρþπους τοýτους και να τους εξευτελßζητε κατ’ αυτüν τον τρüπον;
Εκεßνος εßπε:
-ΒÝβαια, εßναι ορθüν.
-Φαßνεσθε πÜρα πολý βÝβαιος περß του πρÜγματος, εßπα εγþ· διατß εßναι «βÝβαια» ορθüν;
-Διüτι το κÜμνει η πλειονοψηφßα.
-Πþς τοýτο το καθιστÜ ορθüν;
-Μßα πλειονοψηφßα δεν δýναται να πρÜξη κακüν, εßπε.
-Ω! αυτü νομßζουν και οι Üνθρωποι οι Üκρωτηριαζüμενοι;
-Εκεßνοι! απÞντησεν Ýκπληκτος επß τη ερωτÞσει· εκεßνοι εßναι εν τη μειονοψηφßα.
-Ναι· Üλλα και μßα μειονοψηφßα Ýχει δικαßωμα εις τους βραχßονÜς της, και τα σκÝλη της και τας κεφαλÜς της, Þ üχι;
-Μßα μειονοψηφßα δεν Ýχει κανÝν δικαßωμα, εßπε. Εγþ εßπα:
-Θα συμφÝρη, ως φαßνεται, ν’ ÜνÞκη τις εις την πλειονοψηφßαν, αν πρüκειται να ζÞση εδþ, αλÞθεια; Εκεßνος απÞντησε:
-ΜÜλιστα, πολλοß Ýτσι κÜμνουν. Νομßζουν τοýτο συμφορþτερον.
¹ρχισα ν’ Üνιþμαι κÜπως εις την πüλιν, και Þρþτησα αν δεν ειμποροýσαμεν να εξÝλθωμεν εις την εξοχÞν χÜριν μεταβολÞς. Ο οδηγüς μου εßπε:
-ΒÝβαια, αλλα δεν νομßζω να Ýχετε μεγÜλην επιθυμßαν προς τοýτο.
-Ω! Þτο τüσον ωραßα εις την εξοχÞν, εßπα, πριν υπÜγω να πλαγιÜσω· υπÞρχον μεγÜλα θαλερÜ δÝνδρα, και πολλÞ πρασινÜδα, και εκτεταμÝνα
λιβÜδια, και μικροß εξοχικοß οικßσκοι περιτριγυρισμÝνοι απü χλüην, και...
-Ω! τα μετεβÜλαμεν üλα αυτÜ, διÝκοψεν ο γηραιüς κýριος· τþρα εßναι Ýνας απÝραντος κÞπος εν εßδει αγορÜς, διηρημÝνος εις δρομßσκους και
διþρυγας κατ’ ευθεßας γωνßας τεμνομÝνας. Δεν υπÜρχει τþρα καλλονÞ εις την εξοχÞν οιαδÞποτε. ΚατηργÞσαμεν την καλλονÞν· κατÝστρεφε την ισüτητÜ μας. δεν Þτο ορθüν μερικοß Üνθρωποι να ζþσιν εν μÝσω ωραßας σκηνογραφßας, και Üλλοι επÜνω εις γυμνοýς βÜλτους. Σοýτου Ýνεκα κατεστÞσαμεν üλους τους τüπους üμοιους προς αλλÞλους τþρα, και ουδεμßα τοποθεσßα υπερÝχει της Üλλης.
-Δýναται εις Üνθρωπος να μετανÜστευση εις Üλλην χþραν; ηρþτησα· αδιÜφορον εις ποßαν, εις πÜσαν Üλλην χþραν.
-Ω βÝβαια, αν αγαπÜ, απÞντησεν ο συνοδüς μου, αλλÜ προς τι να το κÜμη; ¼λαι αι χþραι εßναι απαραλλÜκτως αι ßδιαι. ¼λος ο κüσμος εßναι εις λαüς τþρα· μßα γλþσσα, εις νüμος, μßα ζωÞ.
-Δεν υπÜρχει καμμßα ποικιλßα, καμμßα αλλαγÞ πουθενÜ; Þρþτησα. Σι κÜμνετε προς τÝρψιν, προς ψυχαγωγßαν; ΘÝατρα υπÜρχουν;
-¼χι, απÞντησεν ο οδηγüς μου. ΕδÝησε να καταργÞσωμεν τα θÝατρα. Η ιδιοσυγκρασßα των ηθοποιþν εφαßνετο ανßκανος εις Üκρον ν’ ασπασθÞ τας
αρχÜς της ισüτητος. ¸καστος ηθοποιüς ενüμιζε τον εαυτüν του τον Üριστον ηθοποιüν εν τω κüσμω, και κατÜ πολý υπÝρτερον απü πολλοýς Üλλους
ανθρþπους ομοý. Δεν ηξεýρω αν συνÝβαινε το ßδιον εις τας ημÝρας σας.
-Ακριβþς το ßδιον, απÞντησα, αλλÜ δεν εδßδομεν προσοχÞν οýτε μας Ýμελε δι’ αυτü.
-Α! ημÜς μας Ýμελε, και επομÝνως εκλεßσαμεν τα θÝατρα· εκτüς τοýτου η ιδικÞ μας εταιρßα της ΛευκÞς Σαινßας απεφÜνθη üτι üλοι οι τüποι της
διασκεδÜσεως εßναι κακοß και ολÝθριοι· και με το να εßναι συμμορßα ανθρþπων δραστÞριων και ισχυρογνωμüνων, γρÞγορα προσεßλκυσεν εις τας
ιδÝας της την πλειονοψηφßαν και οýτω üλαι αι διασκεδÜσεις απηγορεýθησαν. Ηρþτησα:
-Σας επιτρÝπεται ν’ αναγινþσκητε βιβλßα;
-Ναι, εßπεν, αλλÜ δεν γρÜφονται πολλÜ τþρα. ΒλÝπετε, επειδÞ üλοι ζþμεν τοιαýτην ζωÞν, και δεν υπÜρχει αδικßα, οýτε λýπη, οýτε χαρÜ, οýτε
ελπßς, οýτε Ýρως, οýτε παρÜπονον εις τον κüσμον, και επειδÞ üλα εßναι τüσον κανονικÜ και εýτακτα, δεν υπÜρχουν πολλÜ πρÜγματα διÜ να γρÜψη τις· εκτüς, εννοεßται, περß της μοßρας και του προορισμοý της ανθρωπüτητος.
-ΑλÞθεια, εßπα, το βλÝπω. ΑλλÜ τα παλαιÜ Ýργα τα κλασσικÜ; Εßχετε το πÜλαι Σαßξπηρ και Σκþτ και ΘÜκερεû, και εßχα γρÜψει κ’ εγþ κÜτι το üποιον δεν θα Þτο και πολý Üσχημον. Σι τα ÝκÜματε üλα εκεßνα;
-Ω! τα εκαýσαμεν üλα αυτÜ τα παλαιÜ, εßπεν. ¹σαν γεμÜτα απü τας τελευταßας σκουριασμÝνας ιδÝας του παλαιοý κακοý καιροý, üταν οι Üνθρωποι Þσαν απλþς σκλÜβοι και φορτηγÜ κτÞνη. Εßπε προσÝτι üτι üλαι αι παλαιαß εικüνες και γλυφαß εßχον καταστραφÞ επßσης, εν μÝρει δι’ αυτüν τοýτον τον λüγον, και εν μÝρει διüτι εθεωρÞθησαν επιβλαβεßς απü την επιτηρητικÞν εταιρßαν της ΛευκÞς Σαινßας, Þτις εξÞσκει μεγÜλην δýναμιν τþρα. ΠÜσα δε νÝα τÝχνη και φιλολογßα εßχεν απαγορευθÞ, καθüσον τα τοιαýτα Ýτεινον να υπονομεýσωσι τας αρχÜς της ισüτητος. ¸καμνον τους Üνθρþπους να σκÝπτωνται, και οι σκεπτüμενοι Üνθρωποι ανεπτýσσοντο και εγßνοντο ικανþτεροι απü εκεßνους οßτινες δεν επεθýμουν να σκÝπτωνται· κ’ εκεßνοι οßτινες δεν επεθýμουν να σκÝπτωνται φυσικþ τω λüγω εναντιοýντο εις τοýτο, και επειδÞ Þσαν εν τη πλειονοψηφßα, υπερßσχυσαν. ΔιÜ τους αυτοýς λüγους, εßπε, δεν επετρÝποντο οι αγþνες, αι ιπποδρομßαι και τα παιγνßδια. Οι αγþνες και τα παιγνßδια επÝφερον συναγωνισμüν, και ο συναγωνισμüς επÝφερεν ανισüτητα. Εßπα:
-Πüσας þρας την ημÝραν εργÜζονται οι πολιταß σας;
-Τρεις þρας, απÞντησε· μετÜ τοýτο, üλον το λοιπüν της ημÝρας μÜς ανÞκει.
-Α! αυτü περßμενα ν’ ακοýσω, παρετÞρησα. ΑλλÜ τι κÜμνετε τον εαυτüν σας εις τας Üλλας εικοσιμßαν þρας;
-Ω! αναπαυüμεθα.
-Πως! επß ολοκλÞρους εικοσιμßαν þρας;
-ΒÝβαια, αναπαυüμεθα και σκεπτüμεθα και ομιλοýμεν.
-Περß τßνος σκÝπτεσθε και ομιλεßτε;
-Ω! ω! περß του πüσον Üθλια πρÝπει να Þτο η ζωÞ εις τους παλαιοýς καιροýς, και πüσον ευτυχεßς εßμεθα τþρα, και, και... περß του προορισμοý της
ανθρωπüτητος.
-Δεν αποκÜμνετε ποτÝ να σκÝπτησθε περß του προορισμοý της ανθρωπüτητος;
-¼χι.
-Και τι εννοεßτε με τοýτο; τι πρÜγμα εßναι ο προορισμüς της ανθρωπüτητος, το εννοεßτε;
-Ω! ιδοý, να εßμεθα üπως εßμεθα τþρα, μüνον κÜτι περισσüτερον, η ισüτης να προÜγηται, και ο ηλεκτρισμüς να χρησιμεýη εις περισσüτερα πρÜγματα, και ο καθεßς να Ýχη δýο ψÞφους αντß μιας, και...
-Σας ευχαριστþ. Αυτü αρκεß. ΤπÜρχει τßποτε Üλλο διÜ το üποιον να σκÝπτησθε; ¸χετε θρησκεßαν;
-Ω! βÝβαια.
-Και λατρεýετε Θεüν;
-Ω! ναι.
-Πþς τον ονομÜζετε;
-Π λ ε ι ο ν ο ψ η φ ß α ν.
-Μßαν ερþτησιν ακüμη... δεν σÜς πειρÜζει που σας ερωτþ üλα αυτÜ ολßγον κατ’ ολßγον, αλÞθεια;
-Ω! üχι. Αυτü εßναι üλη η τρßωρος εργασßα μου διÜ την πολιτεßαν.
-Ω! χαßρω διÜ τοýτο. θα μου εκακοφαßνετο να ηξεýρω üτι σας κλÝπτω τον πολýτιμον προς ανÜπαυσιν καιρüν σας. ¼,τι θÝλω να ερωτÞσω ακüμη
εßναι αυτοκτονοýσι πολλοß εκ των ανθρþπων εδþ;
-¼χι· το τοιοýτο ποτÝ δεν συμβαßνει.
ΠροσÝβλεψα τα πρüσωπα των ανδρþν και των γυναικþν üσοι διÝβαινον. ¼λοι και üλαι εßχον υπομονητικÞν, σχεδüν παθητικÞν Ýκφρασιν
επß του προσþπου. Δεν ηδυνÜμην να ενθυμηθþ που εßχον ßδη Üλλοτε τοιαýτην τινÜ üψιν. Μοι Ýφαßνετο οικεßα. ΠÜραυτα ενθυμÞθην. ¹το ακριβþς η Þρεμος, θολωμÝνη, θαυμαστικÞ Ýκφρασις την οποßαν Ýβλεπα πÜντοτε εις τας üψεις των ßππων και των βοþν, τοýς οποßους ετρÝφομεν και διετηροýμεν εν τω παλαιþ κüσμω. ¼χι. Οι Üνθρωποι οýτοι ποτÝ δεν θα εσκÝπτοντο ν’ αυτοκτονÞσουν.
ΠαρÜδοξον! πüσον αμυδρÜ και ασαφÞ καθßστανται üλα τα πρüσωπα περß εμÝ! και που εßναι ο οδηγüς μου; και διατß κÜθημαι επß του λιθοστρþτου; Και, Üκουσον! αυτÞ εßναι βεβαßως η φωνÞ της ξενοδüχου μου, της κυρßας Βßγγελς. ΕκοιμÞθη Üρα χßλια Ýτη και αυτÞ; ΛÝγει üτι εßναι δþδεκα η þρα -Μüνον δþδεκα; και δεν θα νιφθþ ως τας τÝσσαρες και μισÞ· και αισθÜνομαι τüσην ζÝστην και στενοχþριαν, και το κεφÜλι μου πονεß! Ευοß! εßμαι επß τηςκλßνης! ¹το üνειρον üλον αυτü; και ευρßσκομαι πÜλιν εις την ιθ' εκατονταετηρßδα;
ΔιÜ του ανοικτοý παραθýρου ακοýω τον θüρυβον και τον ρüχθον της καθημερινÞς πÜλης του βßου. Οι Üνθρωποι αγωνßζονται, μοχθοýσιν, εργÜζονται, διακυβεýουσι την ζωÞν των, με τα üπλα της ρþμης και της βουλÞσεως. Οι Üνθρωποι γελþσι, θλßβονται, ερþνται, εγκληματοýσιν, ανδραγαθουσι· πßπτουσι, μÜχονται, βοηθοýσιν αλλÞλους· ζþσι!
Και Ýχω πολý περισσüτερον απü τριþν ωρþν εργασßαν να κÜμω σÞμερον, και ενüουν να εξυπνÞσω εις τας επτÜ. Επεθýμουν να μην εßχα καπνßσει τüσον πολλÜ δυνατÜ ποýρα χθες το βρÜδυ...